Υποκείμενο, αντικείμενο, απόσπασμα του κόσμου. Ποιος μιλάει; Τι είναι αυτά και πού βρισκόμαστε; Ας το πάρουμε απ’ την αρχή λοιπόν. Είμαστε στο Παρίσι, σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου, με τον Κ. Αξελό, τον Έλληνα στοχαστή. Αυτόν που έπρεπε να πάει εκεί μ’ ένα καράβι το ’45, παρέα μ’ άλλους συμπατριώτες του για να μπορέσει να σκεφτεί και να δράσει ελεύθερα. Βλέπεις στην Αθήνα δεν ήταν δυνατόν. Δεν του επιτρεπόταν. Ούτε και τώρα επιτρέπεται κάτι τέτοιο σε όποιον το επιθυμεί πραγματικά (βέβαια σε άλλα μέτρα και σταθμά), αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Στην παρούσα ιστορία, το θέμα μας είναι τα αποσπάσματα. Τα αποσπάσματα του κόσμου. Και για να γίνουν αυτά το θέμα μας και όχι τα υποκείμενα και τα αντικείμενα όπως ο Αξελός και τα βιβλία του, θα πρέπει ν’ αποδεχτούμε ότι πριν απ’ όλα υπάρχει ο κόσμος, όπως υπάρχει και το Παρίσι, πριν να το επισκεφτεί κανείς. Αν είμαστε εντάξει μέχρι εδώ, τότε ήρθε η ώρα να κοιτάξουμε τα απο-σπάσματα στα μάτια. Τι βλέπουμε; Αυτά που υπάρχουν πέρα από τα γνωστά ως υποκείμενα και αντικείμενα προφανώς. Tα ρήματα. Αν θα μπορούσε λοιπόν η σχέση που έχουν τα ρήματα με τα υποκείμενα και τα αντικείμενα να γίνει από γραμμική σπειροειδής, τότε αυτά ίσως ν’ άρχιζαν να κινούνται στη σκέψη μας σαν σπονδυλικές στήλες και όχι σαν εξαρτήματα, όπως κάνουν εδώ και χρόνια από συνήθεια φιλολογική, παρά τις έμφυτες σάρκες τους. Ίσως ν’ άρχιζαν να σχετί- ζονται από και προς για να δημιουργήσουν αποσπάσματα -μέρη του συνόλου δηλαδή- με αντίστοιχη συνείδηση για τον πολλαπλό τους ρόλο, αντί να σχετίζουν μηχανικά αντικείμενα με υποκείμενα σαν πιστοί υπάλληλοι του στενού μυαλού. Τι πάει να πει όλο αυτό; Ότι η δράση κατ’ αρχήν δεν εξαρτάται από τον φορέα της, ούτε από το αποτέλεσμά της για να συμβεί. Αυτό από το οποίο κατά βάση εξαρτάται, είναι η ίδια της η ανάγκη να εκδηλωθεί για να δημιουργήσει από τον κόσμο σπάσματα, η οποία μοιάζει με την ανάγκη ενός ρήματος να βρίσκεται σε μια πρόταση ενός κειμένου, ακόμα κι αν στέκεται μόνο του.
Αυτή βέβαια είναι μια σκέψη (πάνω σε μια άλλη σκέψη) κάπως δυσνόητη, παρ’ όλη την απλούστευση στη διατύπωσή της. Το καταλαβαίνω. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για ν’ αφήσουμε την εύληπτη στενότητα να κυριαρχήσει και να καταστρέψει τον κόσμο, τα υποκείμενα και τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, επειδή δεν μας επιτρέπεται ή δεν το επιτρέπουμε εμείς στον εαυτό μας να σκεφτεί. Μια οποιαδήποτε σκέψη που φροντίζει να κοιτάζει τόσο τη γη όσο και τον ουρανό, ώστε να μπορεί να δημιουργήσει στην καθημερινότητα αυτά τα ενδιάμεσα ανοίγματα -που ανακάλυψε ο Αξελός στο Παρίσι- είναι πάντα ένας λόγος για να πάρουμε ως άνθρωποι πάνω στα πράγματα μια τέτοια στροφή που σαν κατα-στροφή ποτέ δεν θα γυρίσει. Ακόμα κι αν χρειαστεί να γκρεμιστούν όλα και να χτιστούν ξανά απ’ την αρχή. Χωρίς θεούς, χωρίς αφεντικά. Μόνο με τ’ αποσπά-σματα αυτού του κόσμου και την ελευθερία τους να σκέφτονται, πριν χρησιμο-ποιήσουν τα ρήματα που τελικά θα τα προσδιορίσουν.
Ο Γρηγόρης Γαϊτανάρος γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά (Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης) και χορό (IFPRO, Παρίσι), με μεταπτυχιακά στο art&design (Middlesex University of London-AKTO) και τη δημιουργική γραφή (Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο). Εργάζεται ως δικηγόρος και δραστηριοποιείται ως συγγραφέας και σκηνοθέτης-χορογράφος, με δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά, συμμετοχές και διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ κινηματογράφου.
