Ασημένιο το μέτωπο. Και ωραία
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυο νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στα βάζα.
Μα οι κρόταφοι σου ρόδα πλέον ωραία.
Επάλευαν τα χέρια σου, εκερδίζαν ̇
τα πλήκτρα υποχωρούσανε, τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο εχαρίζαν.
Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.
Δεν ενθυμούμαι καλά, πέρασαν χρόνια,
πως είχες όμως λέω και τραγουδήσει̇
εξόν αν εκελάδησαν αηδόνια.
Λάλο ή βουβό, το χείλο σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάκτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κ΄εχάθηκες. Από το παραθύρι
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει…
(Από το βιβλίο «Τα ποιήματα», φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, εκδόσεις Νεφέλη, 1992. To ποίημα μεταγράφηκε στο μονοτονικό σύστημα.)
