Η μέρα αδειάζει
Και πιο πολύ μου λείπει η αναμονή παρά η γεύση
Δεν αναμένω
Μόνο λέω ψέματα και κάθε φράση μου κλείνει με ένα τέλος
Χωρίς ημερομηνία
Χωρίς τόπο
Πώς να τελειώσει οτιδήποτε δεν έχει ποτέ αρχίσει
Πώς να τελειώσει κάτι που συνεχώς ανοίγει
Ό,τι του ρίξεις το κατασπαράζει και άθελά του μεγαλώνει
Σαν τους μεγάλους πόθους των ανικανοποίητων παιδιών
Δεν μπορώ να γεμίσω το νερό
Πάντα ξεχειλίζει
Και στέκω γυμνή στη μεγάλη βρύση με το ένα πόδι λυγισμένο και το χέρι να χαϊδεύει τον αυχένα
Δεν με χάιδεψε κανείς και το βάζω εγώ να με πασπατεύει
Κι αν ήξερα για ποιον τραγουδούσα όλη μου την Άνοιξη
Θα σου έλεγα μην κλαις για τον χαμένο μου χειμώνα
Και άσε τα δάχτυλα λυτά
Και αγκάλιασε το κενό απαλά
Σαν παντοτινό εραστή και αφοσιωμένο σύντροφο
Ψιθύρισε του Σ’ αγαπώ στραγγίζοντας τα νωπά σεντόνια
Και σου ’πα μην κλάψεις
Σήμερα είναι γιορτή
Τα πουλιά απ’ το πρωί υμνούν γι’ αυτά που θέλησαν να χαθούν
Γι’ αυτούς που απέφυγαν να δεσμευτούν
Για τους ταξιδιώτες που προτίμησαν να ονειρευτούν
Και τους ρομαντικούς που δεν χίμηξαν
Παραιτήθηκαν χαμογελώντας αφού πρώτα είχαν ολοκληρωτικά δοθεί στο Άγνωστο
Πασχίζοντας για άλλη μια φορά
Να βάλουν ένα τέλος
Την ώρα που τα πόδια τους τρεμόπαιζαν
Θεόρατα ανοιχτά
Την ώρα που μπρος στα μάτια σου γεννούσαν
Ανικανοποίητη φάρα
Κάθε γέννα και ένας φόβος τελειωμού
Φωτογραφία: Roberto Nickson
Η Καλλιόπη Μανδρέκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το θέατρο Τέχνης και στη συνέχεια από το τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
