
Το βιβλίο της μοναξιάς
Ένας μικροσκοπικός αόρατος ιός έχει καταφέρει να γονατίσει όλη την ανθρωπότητα και να την κάνει να σκεφτεί, να στοχαστεί, να επαναπροσδιορίσει, να αλλάξει, να φροντίσει και να φροντιστεί, να προσφέρει και να νοιαστεί για τον συνάνθρωπο, να προστατεύσει και να αυτοπροστατευτεί…
Μήπως όμως ο ιός αυτός μας έχει οδηγήσει και σε δύσβατους ψυχικούς δρόμους; Σίγουρα! Η αλλαγές στη ζωή μας ποτέ δεν ήταν εύκολες, άλλωστε. Το να μάθουμε να ζούμε στο σπίτι συνεχώς μας έχει οδηγήσει σε μία νέα πραγματικότητα, στην οποία προσπαθούμε να ανασυνθέσουμε την οικογενειακή ή ατομική εικόνα μας, να εντοπίσουμε τα προβλήματα και τους προβληματισμούς μας, να αναρωτηθούμε ποιοι είμαστε και ποιους σκοπούς και στόχους έχουμε, πώς μπορούμε να αξιοποιήσουμε τον χρόνο μας ή μάλλον, τη μοναξιά μας…
Η μοναξιά αποτελεί -ίσως- κάτι ισχυρότερο από τον ιό, καθώς σκοτώνει συνειδήσεις, αξίες, πολλές φορές ακόμη και την ενεργητικότητα και τη δημιουργικότητά μας. Αυτή είναι η ισχυρότερη προσπάθεια… Να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε τη δημιουργικότητά μας και κατά συνέπεια, την ανθρωπιά μας μέσα σε αυτές τις διεθνώς δυσχερείς συνθήκες. Έτσι έκανε κι εκείνη, λοιπόν…
Κάθε πρωί, η κοπέλα ξυπνούσε την ίδια ώρα, έπαιρνε το πρωινό της και έκανε γυμναστική στο σπίτι για να διατηρεί την ενεργητικότητά της. Δασκάλα ανενεργή, χωρίς τους μαθητές της, ένιωθε θλίψη και μοναξιά απέραντη. Τα παιδιά έδιναν ένα νόημα στη ζωή της, στην καθημερινότητά της. Γι’ αυτό, καθημερινά ετοίμαζε ασκήσεις και όμορφα κείμενα για τους μαθητές της, τους έγραφε ιστορίες, τους πρότεινε διαδικτυακά βιβλία, τους έλεγε ότι ο καιρός θα περάσει και θα ξαναβρεθούν για να συνεχίσουν από εκεί που είχαν μείνει… Να μάθουν τόσο όμορφα και συναρπαστικά πράγματα, να διαβάσουν καταπληκτικά βιβλία και να χαθούν σε μαγευτικά παραμύθια, να δημιουργήσουν μέσα από τις χειροτεχνίες τους, τις κατασκευές τους, τις ζωγραφιές τους, να παίξουν, να τραγουδήσουν, να χορέψουν… όλα αυτά που τους έκαναν χαρούμενους, ζωντανούς, ζωηρούς…!
Σε αυτή τη δυσκολία της μόνο τα βιβλία μπορούσαν να της σταθούν. Σε αυτά έβρισκε τη μοναδική συμπαράσταση και ψυχική αρωγή. Ανακάλυψε ξανά τη βιβλιοθήκη της, την ανασυγκρότησε, την αναδιοργάνωσε, την καθάρισε, άφησε αναμνήσεις να ξυπνήσουν και να την τυλίξουν στοργικά και με γλυκιά νοσταλγία, βρήκε βιβλία που δεν είχε διαβάσει ποτέ, άλλα με εντυπωσιακά εξώφυλλα, άλλα με αδιάφορους τίτλους, καινούργια και παλαιά, κιτρινισμένα από τον χρόνο, αλλά άφθαρτα από την κατάντια του κόσμου…
Άρχισε να διαβάζει, δύο-τρία βιβλία μαζί, δεν μπέρδευε ποτέ τις ιστορίες, χανόταν σε διαφορετικές υποθέσεις, ένιωθε ποικίλα συναισθήματα, βίωνε διάφορα και διαφορετικά βιώματα, αισθανόταν ζωντανή και άτρωτη -γιατί όχι; Τα βιβλία της ήταν τα παράθυρα διαφυγής της από τη ζοφερή πραγματικότητα.Απέφευγε την τηλεόραση, το διαδίκτυο με την κάθε είδους πληροφόρηση -και παραπληροφόρηση-, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις αναρτήσεις καθενός -αδαή, ως επί το πλείστον- και τις συζητήσεις με απαισιόδοξους. Όλοι είχαν μία άποψη για το θέμα, όλοι τα ήξεραν ή τα είχαν πληροφορηθεί όλα από δήθεν φερέγγυες πηγές, άστοχες πληροφορίες που μόνο τον πανικό και την αρνητικότητα έσπερναν στον κόσμο…
Τα βιβλία της ήταν εκεί, ήταν πάντα εκεί για να την κάνουν να ξεχαστεί και να χαθεί σε κόσμους αλλοτινούς που δεν θα καταφέρουν να υπάρξουν ποτέ… Ιστορίες από κλασικούς συγγραφείς, αλλά και από νεότερους και σύγχρονους που δοκιμάζουν νέες τεχνικές και φόρμουλες, πειραματίζονται και φιλοτεχνούν με τη γλώσσα, με τις λέξεις… Συναισθήματα και βιώματα πολυποίκιλα, έρωτας και μίσος, ζωή και θάνατος, αγάπη και απέχθεια, σμίξιμο και χωρισμός, απώλεια και κέρδος -σε υλικά αγαθά, χρήμα και ανθρώπους-, όλα αυτά που είναι ζωή και αποτελούν τη ζωή τα έβρισκε μέσα στα βιβλία της. Αφού δεν μπορούσε να τα ζήσει την καθημερινότητά της, οι ιστορίες τής έδιναν αυτή τη δυνατότητα. Και χαιρόταν πολύ, γι’ αυτό… Άσχετα αν δεν μπορούσε να το δείξει… Μάλλον η κατάθλιψη τής είχε χτυπήσει πάλι την πόρτα, αλλά έπρεπε να αντισταθεί, να μην της ανοίξει, να μην την δεχτεί ξανά…
Διαβάζοντας ένιωθε να αναμοχλεύει όλα όσα βρίσκονται μέσα της… Πόσα συναισθήματα, πόσες εμπειρίες και εικόνες του μακρινού παρελθόντος της ήρθαν στην επιφάνεια; Πού ήταν όλα αυτά φυλακισμένα τόσον καιρό; Τόσο βαθιά τα έθαβε η καθημερινότητά της και οι ατέρμονοι ρυθμοί της ζωής της;
Κι ένα βράδυ, ξύπνησε απότομα… Αυτό το πλάκωμα στο στήθος, η έξαψη και η πεποίθηση ότι θα πεθάνει ήρθαν ξανά… Πάλι μια κρίση πανικού που είχε καιρό να πάθει… Όχι, όχι δεν πρέπει να την αφήσει να ξανάρθει… Ούτε την κατάθλιψη ούτε τις κρίσεις πανικού ούτε τη θλίψη ούτε την ηττοπάθεια ούτε την απογοήτευση ούτε τις κακές σκέψεις ούτε τις τάσεις αυτοκτονίας… Μα τι να κάνει;
Την επομένη, ξύπνησε νωρίς, πήρε πάλι το ίδιο πρωινό, έκανε πάλι τη γυμναστική της και είχε πάρει την απόφασή της. Η αυτοκτονία ήταν μονόδρομος… Κάθισε στο γραφείο της κι άρχισε να αιμορραγεί… να γράφει τη δική της ιστορία… Γιατί τι άλλο είναι η συγγραφή από μία κοινωνικά αποδεκτή μορφή σχιζοφρένειας, όπως είχε πει κάποτε ένας σοφός; Τι άλλο μπορεί να είναι από μία ψυχική αυτοχειρία, στην οποία αιμορραγούμε εσωτερικά, ψυχικά, σκοτώνοντας όλα αυτά που μας σκοτώνουν ή έστω μας δηλητηριάζουν; Τι άλλο μπορεί να είναι από μία διερεύνηση του εαυτού μας, εσωτερική και βαθιά, ένα γκρέμισμα κι ένα χτίσιμό του από την αρχή, μια αναδόμηση, επίπονη και επώδυνη, η οποία όμως γκρεμίζει τη μοναξιά του εγώ και μας ανοίγει πύλες ή παράθυρα ή έστω φινιστρίνια σε μια άλλη πραγματικότητα…
Ελπίδα Κομνηνού, Το βιβλίο της μοναξιάς. Έτσι, έγραφε στο εξώφυλλο του βιβλίου που μόλις είχε αγοράσει ο Άγγελος. Η Ελπίδα ήταν η τελευταία του σχέση και ίσως η μοναδική γυναίκα που τον είχε συγκινήσει και τον είχε αγγίξει βαθιά… Όφειλε να διαβάσει το βιβλίο της, ήταν ο ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη της, καθώς λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του βρέθηκε νεκρή στο διαμέρισμά της… Ακόμη δεν ξέρουν γιατί μια τόσο νέα και καλλιεργημένη γυναίκα έβαλε τέλος στη ζωή της έτσι βάναυσα και άδοξα…
