Το BookSitting επέλεξε έντεκα αγαπημένα ποιήματα και έξι υπέροχους ζωγραφικούς πίνακες με θέμα το φθινόπωρο.

Η ταβέρνα της Τζαμάικα | Μαρία Λαϊνά
Η ζωή μας έχει αλλάξει κάπως·
δεν μένουμε μέσα στην πόλη πια
αλλά στον δρόμο για τη θάλασσα.
Τα βράδια μάς απασχολούν
οι διαδρομές του φεγγαριού
τα φτερουγίσματα στους λόφους
και τ’ άλογα που κατεβαίνουν στον νερόλακκο.
Αν τελικά αποφασίσεις να ’ρθεις
θα μου κρατάς τη νύχτα συντροφιά
τώρα που μπαίνει το φθινόπωρο
κι οι μεντεσέδες τρίζουν στο σκοτάδι.
Θα μάθεις να προσεύχεσαι
με δύναμη κι απελπισία
και το παράξενο αυτό συναίσθημα
θα συνδυάζεται με τις σκληρές γραμμές της φύσης.
Να φέρεις λίγα ρούχα και βιβλία
κρατούν αλλιώς εδώ τα ίδια·
και μην ξεχάσεις τα κατάλληλα παπούτσια
γιατί ο βάλτος είναι πίσω απ’ το σπίτι
και τον χειμώνα έχουμε πολλές βροχές.
Σ’ αφήνω τώρα· να προσέχεις,
και σ’ αγαπώ πολύ το ξέρεις.
Σε σκέφτομαι στον καναπέ εκείνο πλάι στο παράθυρο
να σκέφτεσαι τον χρόνο και τα σώματα όταν γερνούν.
Όλα αυτά είναι της φαντασίας πράματα εδώ
δεν έχουμε παρά μια δυνατή και καθαρή αιωνιότητα
που δεν κουράζει, αλλά μερικές φορές πονούν τα μάτια σου.
Να κλείσω τώρα το παράθυρο
σηκώθηκε ξανά αέρας.
(Από τη συλλογή «Ρόδινος φόβος», εκδ. Καστανιώτη, 2002)
Παραίνεση | Νίκος Καρούζος
Να μη λυπάσαι που πέφτουν
τα φύλλα φθινόπωρο.
Η δική σου τρυφερότητα
θα τα φέρει και πάλι στα δέντρα.
Δάκρυα μη χαλνάς· όλοι ανήκουμε
στην ανάσταση.
(Από τη συλλογή «Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997)

Πώς να παλέψει | Χρίστος Λάσκαρης
Είναι μια θλίψη το φθινόπωρο
καθώς αδειάζουν οι ακρογιαλιές
και το νησί ερημώνει·
και μένει μόνη η ψυχή
με τ’ άγριο πέλαγο.
Πώς να παλέψει με τις άδειες Κυριακές
την ερημιά των βράχων και της θάλασσας,
με τις κουρούνες που το δειλινό στην αποβάθρα κρώζουν.
(Από τη συλλογή «Ο ευτυχισμένος καιρός επέρασε», 1979 –συγκεντρωτική έκδοση «Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα», εκδ. Γαβριηλίδης, 2004)
Αυτόγραφο | Κική Δημουλά
Ένα κίτρινο φύλλο σου
φθινόπωρο,
σ’ έναν άνεμο ράθυμο κάθισε
και μ’ ακολούθησε επίμονα.
Το πήρα
και το κρατώ
σαν κάτι συμβολικό από μέρους σου,
σαν φιλικό αυτόγραφο,
ίσως σαν ένα «ευχαριστώ»
που διόλου μέρος δεν έλαβα
στο καλοκαίρι τούτο…
Το πήρα
κι εξιχνιάζω
τις φετινές προθέσεις σου
απέναντι μου.
(Από τη συλλογή «Ερήμην», Β´εκδ. Στιγμή, 1990)

Άνθη του φθινοπώρου | Ηλίας Κεφάλας
Μέσα στη νύχτα μου γλιστρούν σιωπές
Μαύρες βροχές με ταξιδεύουν
στις μακρινές φαιόχρωμες πεδιάδες
Οι άνεμοι με οδηγούν στις ρίζες των βουνών
Ανέγγιχτη ώρα: Οι εποχές διαχέονται
με άλικες πνοές
κι ένα φθινόπωρο χρυσό κατασταλάζει
Στο κούφιο χάος των γκρεμών
τα νηπενθή ανάβουν
ισχνές ανθοφορίες της ερημιάς
που ωστόσο σπινθηροβολούν στη μνήμη
Άνθη του τρυφερού φθινόπωρου
αφήστε να με συναντήσει η έσχατη χαρά
μετά την πτώση μετά την τέφρα
και τη μοναξιά
να σπινθηροβολήσω μαγικά
άνθος κι εγώ πανέρημο
σε κάποια αδόκητη στροφή της μνήμης.
(Από τη συλλογή «Σκοτεινός μαγνήτης», εκδ. Άλως, 1989)
Αφιέρωση | Μαρία Πολυδούρη
Φίλε, του φθινοπώρου ήρθεν η Ώρα
Στην πόρτα μου έξω. Κίτρινο φορεί
στεφάνι από μυρτιά. Στα νικηφόρα
χέρια της μια κιθάρα θλιβερή,
Κιθάρα παλαιϊκή που κλει πληθώρα
μέσα της ήχους και ήχους. Ιερή
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
που ήταν γλυκιά και γίνηκε πικρή,
Ήχος μέσ’ στην καρδιά της αποστάζει.
Φίλε, του φθινοπώρου η Ώρα εκεί
στην πόρτα μου ήρθε δίχως να διστάζη
Και το κιθάρισμά της πότε πότε
σα νάτανε η φωνή σου η μυστική
τους στίχους σου που μου τραγούδαες τότε.
(Από τη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν», Α’ εκδ. 1928, εκδ. Διάνυσμα, 2014)

Ένας λόγος για το καλοκαίρι | Γιώργος Σεφέρης
Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες…
(Από τη συλλογή «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 1989)
Do you Remember | Αλεξία Αθανασίου
«Νεκρά, λέει, και τ’ άστρα-
και τι φως!»
Βασίλης Πανδής
Σεπτέμβρης· Μπλε η Πανσέληνος· -κι Εσύ
στην απομονωμένη παραλία ακροπατάς
(σε βράχια κάτασπρα
κοχύλια χρυσαφένια διάσπαρτα)
Άλμπατρος του Μποντλέρ
θυμίζοντας παγιδευμένο…
Μα, Ωκεανός Ολόμαυρος γυμνό
χαϊδεύει τώρα εξαίσιο το κορμί σου
και κολυμπάς στα βάθη νιώθοντας να σε καλεί
Παράδοξη μια Πολιτεία, Ολόφωτη,
από Νεφρίτη Σεληνόλιθο Κρυστάλλους.
Και κολυμπάς… δίχως ανασασμό
πίσω σου αφήνοντας
το μαύρο σου μαγιό την περιφρόνηση
για έναν Κόσμο που ποτέ δεν τον αγάπησες.
Ξημέρωσε· μέρες μετά (μες στα χαράματα)
Νησιώτες ανασύρουν με τα δίχτυα τους
Άγαλμα, Πάλλευκο,
Ανδρός που, με απλωτές θεόρατες,
μοιάζει να κατευθύνεται σ’ έναν δικό του Κόσμο•
Ιδεατό.
Ξημέρωσε· ξανά· κι έξω, απ’ το παραθύρι,
γιορτάσι οι κίσσες στήνουν στα κατάμαυρα σταφύλια
στο μαξιλάρι, δίπλα μου, δικού σου κεφαλιού
τέλειο θαυμάζω το αποτύπωμα
-μαζί μ’ ένα γαλάζιο τριαντάφυλλο-
και, μόλις, στο ραδιόφωνο ξεκίνησε
το «Flaming September.»
(Το ποίημα ανήκει στη συλλογή «της Μουσικής και του Έρωτα» που θα εκδοθεί τον Νοέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις 24γράμματα).

Τι να σου πω, φθινόπωρο | Κώστας Καρυωτάκης
Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα
της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ’ ουρανού;
Ύμνοι, σύμβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,
φυλλορροούν στην κόμη σου τα ψυχρά άνθη του νου.
Γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα, καθώς προβαίνεις
στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής,
αστέρια με το πρόσωπο, με της χρυσής σου χλαίνης
το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής,
είσαι ο άγγελος της φθοράς, ο κύριος του θανάτου,
ο ίσκιος που, σε μεγάλα βήματα· φανταστικά,
χτυπώντας αργά κάποτε στους ώμους τα φτερά του,
γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά…
Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,
τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρημη προτομή.
Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώμα οι οπώρες,
ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορμή.
(Από την ποιητική συλλογή «Ελεγεία και σάτιρες», Α΄εκδ. 1927, εκδ. Ιδεόγραμμα, 1998).
Φθινόπωρο | Αλεξία Καλογεροπούλου
Χρυσά και κόκκινα και λίγα πράσινα φύλλα
στους δρόμους που χαράζει το φθινόπωρο.
Αλλαγές δεν θα βρεις, δεν υπάρχουν πολλές,
εκτός από αυτές που γίνονται μέσα σου.
Αυτές καθορίζουν πώς θα ’ναι η ζωή σου
τον χειμώνα που θα ’ρθει.
(Από την ποιητική συλλογή «Λέξεις στην άμμο», εκδ. 24γράμματα, 2019).

Της εξοχής | Τάσος Λειβαδίτης
Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις
και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους καιρούς,
επιστολές που δε στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ’ το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού
που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο
σαν τα πιο λυπημένα ποιήματα.
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει.
Ακούγεται το τραίνο που έρχεται κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.
Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.
(Από την ποιητική συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδ. Κέδρος, 1991)
