Το παράνομο ζευγάρι είχε αναστατώσει με τον έρωτά του ολόκληρη την πολιτεία, και περισσότερο τους ηθικολόγους και τους «καλούς και τίμιους» οικογενειάρχες (που δεν είναι και λίγοι, κανονική πλειοψηφία, που καθορίζει τη γενική οικονομία και την εκλογική διαδικασία). Το φλογερό ειδύλλιο υπέσκαπτε τα χρηστά ήθη και την οικογενειακή ευρυθμία και τάξη. Οι οικογένειές τους είχαν διαλυθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Έσπειραν πολλή δυστυχία. Τέτοια δύναμη είχε ο έρωτάς τους.
Βέβαια, στην πολιτεία, για αυτού τού είδους τα «ερωτικά» ζητήματα υπήρχε αυστηρό νομικό πλαίσιο, η μοιχεία επέσυρε μέχρι και την ποινή του θανάτου. Κάποια στιγμή και ύστερα από πολλές καταγγελίες, τα αστυνομικά όργανα (λειτουργούσε αστυνομία ηθών, η λεγόμενη Ηθική Αστυνομία, Morale Police στ’ αγγλικά) συνέλαβαν το ζευγάρι και αμέσως καθορίστηκε η δίκη τους. Αυτό το σκηνικό δεν φόβισε τους δύο παράνομους εραστές. Πίστευαν στο μεγαλείο του έρωτά τους, στη μεσσιανική αποστολή τους: ήθελαν να δείξουν (και ν’ αποδείξουν περίτρανα) ότι η δική τους αγάπη ήταν μοναδική και ξεχωριστή στο σύμπαν. Ένιωθαν ότι ήταν οι υπερήρωες της εποχής, οι μάρτυρες της αγάπης (τους άρεσε πολύ αυτός ο χαρακτηρισμός). Αγέρωχοι και σίγουροι για τα ερωτικά «πιστεύω» τους, στάθηκαν μπροστά στον δικαστή, σαν μελλοθάνατοι που δεν φοβούνταν να πεθάνουν προκειμένου να αγιοποιήσουν το αίσθημά τους και να περάσουν δαφνοστεφανωμένοι στην αθανασία.
Ο δικαστής όμως πέρα από την καταδίκη της πράξης, προχώρησε -κατά κάποιον τρόπο- και σε μια συμπληρωματική και ρηξικέλευθη ετυμηγορία. Από εκείνη τη στιγμή, οι δύο εραστές καταδικάστηκαν να ζήσουν μαζί, σαν συμβατικό ζευγάρι, στον ίδιο χώρο και με νέες οικογενειακές προοπτικές, χρονικές και καθημερινές. Και πραγματικά μετά από λίγο καιρό (πολύ σύντομα είναι η αλήθεια), η κοινή ζωή των δύο εραστών, οδήγησε το πολυδιαφημισμένο πάθος σε απονέκρωση. Ληθοποιό τέλμα, μια κοινότοπη βιωτή. Άρχισαν να απεχθάνονται και να μισούν ο ένας τον άλλον. Όσο το αίσθημα ήταν παράνομο και αντιμετώπιζε δυσκολίες και αβεβαιότητες, θέριευε. Μόλις αποκαλύφθηκε και έγινε δημόσιο θέαμα (τακτοποιήθηκε, κατά τα κοινώς λεγόμενα), έχασε τη γοητεία και τη λάμψη του. Το μίσος κυριάρχησε, τα ψέματα έγιναν απαραίτητα, κι όλα τελείωσαν οικτρά. «Κοινοτόπως προβλεπόμενα» θα ήταν η σωστή έκφραση. Κουρασμένοι μέσα στη συνήθεια, συνέτριψαν την τρυφερότητα. Μίμηση απάτης, τίτλος για γελοίο μελόδραμα. Ο δικαστής δικαιώθηκε. Η πιο σκληρή ποινή ήταν να ζήσουν σαν παντρεμένο ζευγάρι. Γρήγορα ήρθε η απομυθοποίηση και οι αρνήσεις πήραν τη θέση του έρωτα και του «σωτηριολογικού μεσσιανισμού».
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και κείμενα.
Φωτογραφία: Chris Sabor