Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης
Πάνος Ζέρβας, Το νησί της Καλυψώς, επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2022
Οι μεγάλες κρίσεις των Μνημονίων και της πανδημίας από τις οποίες διήλθε η Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία έθεσαν ανοιχτά στο δημόσιο διάλογο το ζήτημα περί του ενδεχόμενου τέλους της Μεταπολίτευσης και του περάσματος της χώρας σε μια επόμενη περίοδο και σ’ έναν διαφορετικό βιοϊστορικό κύκλο. Η Μεταπολίτευση ταυτίστηκε με αρνητικές συνδηλώσεις συμβιβασμών, ρουσφετιού και πελατειακού κράτους, ενώ δόθηκαν πατήματα «ριζοσπαστικής» κριτικής στο καθεστώς ακόμα και από την άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Αν κάποιος αντίκριζε τη μεταπολιτευτική συνθήκη αυστηρά και μόνο στην περίοδο της σήψης της χωρίς να την κοιτάξει στη μακροχρονία της, σίγουρα δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι κατά τα πρώτα της χρόνια κατόρθωσε πράγματι να γεννήσει έναν ιδιαίτερα μαχητικό ριζοσπαστισμό και να κάνει τους νέους και τις νέες της γενιάς εκείνης να πιστέψουν πραγματικά στην υπαρκτή πιθανότητα μιας μεγάλης κι επαναστατικής ανατροπής, όσο κι αν η εξέλιξη και η σταδιακή αποσάθρωση διέψευσε εντέλει όλα τα οράματά τους με τη σειρά. Ήταν, λοιπόν, η Μεταπολίτευση μια χαμένη ευκαιρία λαϊκής χειραφέτησης που γρήγορα απώλεσε το ριζοσπαστισμό της καθιστώντας τη γενιά της χαύνη και ηττημένη σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο; Ή μήπως η μοίρα της κάθε ανθρώπινης προσπάθειας, της κάθε ατομικής ή συλλογικής ουτοπίας, ακόμα και της κάθε μεταφυσικής απόπειρας επικοινωνίας με το άγνωστο «επέκεινα» είναι εντέλει παραπλήσια;
Ο αναγνώστης που θα πιάσει στα χέρια του Το νησί της Καλυψώς του Πάνου Ζέρβα οφείλει να προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τη νεολαία όχι όπως μπορεί να συμπεριφέρεται στην μετανεωτερική πραγματικότητα της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, αλλά όπως θα δρούσε μισόν αιώνα πριν, σ’ εκείνα τα έντονα και πρώιμα μεταπολιτευτικά χρόνια – αν, φυσικά, δεχτούμε πως η νεότητα δύναται να εισέλθει σε τέτοιου είδους καλούπια και δεν φέρει πάντα μια, σταθερή και αναλλοίωτη στις εποχές και τις αφηγήσεις, ζωτική ορμή. Το βιβλίο, έπειτα από το εισαγωγικό κεφάλαιο της Αθήνας και στις αμέσως επόμενες σελίδες που η δράση μεταφέρεται στη Θεσσαλονίκη, φέρνει τον αναγνώστη σε επαφή με μια πλειάδα πολιτικοποιημένων νέων που κινούνται στο μεταίχμιο των δεκαετιών του ’70 και του ’80 και συνδικαλίζονται στο φοιτητικό κίνημα. Ο φοιτητικός κόσμος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, η ζωή των νέων στη Θεσσαλονίκη και τα στέκια της εκείνη την εποχή, οι πρώτοι έρωτες, οι διεκδικήσεις και οι επιτυχίες –ή ακόμα και οι αποτυχίες- τους στον ερωτικό τομέα περιγράφονται με αυθεντικότητα και παραστατικότητα από το Ζέρβα στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, με την έμφαση, ωστόσο, να πέφτει στην πολιτική και κομματική δράση των βασικών αρρένων πρωταγωνιστών στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος, απηχώντας, ενδεχομένως, και επεξεργασμένες εμπειρίες από τον ίδιο το νεανικό και πολιτικό βίο του συγγραφέα. Η μαχητικότητα και ο ιδεαλισμός των νέων δεν λείπουν, όπως επίσης και οι νεανικές τους ψευδαισθήσεις για μια γενικευμένη επαναστατική κατάσταση που είναι σε θέση να γεννήσουν η νόμιμη πια δράση του κόμματος και ο έντονος ριζοσπαστισμός της περιόδου, ριζοσπαστισμός που εντέλει σήμερα ξέρουμε πως κατέστη προσάναμμα στην πυρκαγιά του «φαινομένου ΠΑΣΟΚ» που ακολούθησε.
Πολύ σύντομα στη ζωή του βασικού πρωταγωνιστή, Κίμωνα, θα εισέλθει εντελώς ξαφνικά η μποέμ Αθηναία και σεξουαλικώς ελευθεριάζουσα Καλυψώ που αδυνατεί να στεριώσει σε έναν έρωτα, έναν τόπο, μία μόνο αφήγηση και είχε ήδη κάνει την πρώτη της δυναμική εμφάνιση στην εισαγωγή του μυθιστορήματος. Ο έρωτάς της τέμνει ριζικά και οριζόντια την ύπαρξη του εν δυνάμει γιατρού, με τις μετέπειτα απομακρύνσεις κι επιστροφές της στην αγκαλιά του να ορίζουν πλέον καθοριστικά όλη την υπόλοιπη πορεία του. Παράλληλα με τον ταραχώδη τους έρωτα και την εξέλιξη της δυναμικής του τελευταίου στα χρόνια, το υπόλοιπο βιβλίο θα διατρέξει τις μετατοπίσεις της ζωής των υπολοίπων δευτεραγωνιστών μέσα στο διάβα της Μεταπολίτευσης και στο στυγνό ρεαλισμό της εργασιακής περιόδου και των προσωπικών και συλλογικών συμβιβασμών και διαψεύσεων που ακολουθούν τη μαχητική νιότη. Με κεφάλαια που λειτουργούν αποσπασματικά κι ένα μοντάζ ελαφρώς κινηματογραφικό, η αφήγηση του Ζέρβα θα φτάσει μέχρι και το ξεκίνημα του 21ου αιώνα, τοποθετώντας τα πρόσωπα μέσα στα γεγονότα δυόμιση δεκαετιών της Μεταπολίτευσης, από τον πρώιμο ριζοσπαστισμό της στον ολετήρα του ΠΑΣΟΚ και κατόπιν στην εποχή της κρίσης του Χρηματιστηρίου. Η ζωή και η εργασία στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τα «αγροτικά» στην επαρχία, ακόμα και η προοπτική της αποδημίας στο εξωτερικό θα σχολιαστούν ως στάσεις ζωής και –κυρίως- ως προς τον αντίκτυπο που αφήνουν στην ψυχοσύνθεση των ηρώων που βλέπουν τη ζωή τους να αλλάζει διαρκώς και τους ανθρώπους να καθίστανται αποσπάσματα στις ζωές των άλλων, όπως ο συγγραφέας θα αποδώσει πολύ ευκρινώς σε μία εκ των λυρικότερων περιγραφών του.
Κομβικότατο ρόλο στην όλη σύλληψη του βιβλίου του Ζέρβα διαδραματίζουν δύο κεντρικά και πολύ εκτεταμένα κεφάλαια, τα οποία λειτουργούν μεν ως ιδιότυπα «ιντερμέδια» ως προς την εξέλιξη της πλοκής, καθορίζουν, ωστόσο, καθοριστικά το υπόβαθρο των χαρακτήρων και την ιδεολογική βάση της μετέπειτα δράσης τους. Στο πρώτο εξ αυτών, ένας νεαρός, «ταγμένος» στην κομματική ορθοδοξία, κομμουνιστής έρχεται σε επαφή με έναν θρυλικό αντάρτη της δεκαετίας του ’40 που πλέον έχει απομακρυνθεί ιδεολογικά από το μαρξισμό και τη σταλινική του εκδοχή. Ο τελευταίος θα προβεί σε μια αναλυτική αναψηλάφηση του αντάρτικου και της πορείας του εμφυλίου πολέμου, μια πορεία κριτική ως προς τη γραμμή και τη στάση της ηγεσίας της Αριστεράς που απηχεί ανοιχτά και ξεκάθαρα τον ίδιο τον ερευνητή Ζέρβα. Η πορεία του τέως αντάρτη κινείται πλέον πέραν του διαφωτιστικού παραδείγματος που περιλαμβάνει οργανικά μέσα του και τον κομμουνισμό. Ως συνέχεια και επέκταση αυτής της προβληματικής, το δεύτερο «ιντερμέδιο» θα φέρει ορισμένους από τους χαρακτήρες στο Άγιον Όρος, όπου θα κληθούν να αναζητήσουν εκ νέου τις σταθερές της ζωής και της ιδεολογίας τους. Η συζήτηση εκεί θα εμβαθύνει στη σχέση ανθρώπου και θείου στη μακροχρονία της ιστορικά, αγγίζοντας ακόμα και την αρχαία ελληνική φιλοσοφία του Ηράκλειτου. Ο αναγνώστης θα προβληματιστεί για το βαθμό που η ελληνοχριστιανική θρησκεία που προσλαμβάνει είναι εντέλει καθαρή από αρχαιοελληνικές και παγανιστικές προσμίξεις, όπως ακριβώς είχε προβληματιστεί ορισμένες σελίδες πριν για την ορθότητα του επίσημου αριστερού αφηγήματος, διευρύνοντας, έτσι, το πεδίο του μυθιστορήματος και στις παρυφές του δοκιμιακού κι ερευνητικού λόγου.
Ορισμένες, ακόμα, βασικές σταθερές της γραφής και της ιδεολογικής γραμμής του Πάνου Ζέρβα που επανέρχονται συχνά ως μοτίβα στο Νησί της Καλυψώς κι αξίζουν να επισημανθούν είναι και: ->η μουσική, που δεν παίζει δευτερεύοντα ρόλο ως υπόβαθρο αλλά αντανακλά και καθορίζει τις αναζητήσεις, την πολιτικοποίηση και την ερωτική πάλη των ηρώων του βιβλίου, είτε πρόκειται για το ρεμπέτικο τραγούδι είτε για σημαίνουσες μορφές του έντεχνου-λαϊκού, ->ο απενοχοποιημένος έρωτας, σωματικός και συχνά περιγραφικότατος, ακόμα και στην ομοερωτική του έκφανση, αντανακλώντας τα κινήματα της σεξουαλικής απελευθέρωσης κι έναν λόγο ανανεωτικό στον κομμουνισμό και στην «ορθόδοξη» αρτηριοσκληρωτική εκδοχή του, ->η οικολογία, στην εποχή των πρώτων σπινθήρων που εμπλούτιζαν το αριστερό κίνημα εκκινώντας από τον αντιπυρηνικό αγώνα και προχωρώντας σε μια εν γένει κριτική του μοντέλου ανάπτυξης, καθώς και ->η σάτιρα προς όλους και όλα, άλλοτε συγκεκαλυμμένη και υποσκάπτουσα κι άλλοτε ανοιχτή και οξεία, κόντρα στις παγιωμένες παλαιομαρξιστικές αρχές (χαρακτηριστικό επ’ αυτού ένα χιουμοριστικό απόσπασμα για τον Στάλιν). Τα παραπάνω στοιχεία δρουν εμπλουτίζοντας ενίοτε την αφήγηση και σκιαγραφώντας το προσωπικό ύφος του Ζέρβα που κινείται ανάμεσα στο αφηγηματικό, το ερευνητικό, ακόμα και το ανοιχτά ειρωνικό προς πρόσωπα και καταστάσεις.
Ασφαλώς μια τέτοια απόπειρα ενέχει και τα σημεία εκείνα που προκαλούν έναν κάποιο προβληματισμό και αξίζει να τεθούν στη συζήτηση. Το μυθιστόρημα ορισμένες φορές ρέπει αρκετά προς την ιστορική, κοινωνική και φιλοσοφική πραγματεία, με τις αντιθέσεις αυτών των σελίδων με άλλα τμήματά του, όπως τα αμιγώς ερωτικά, να είναι εμφανείς. Ακόμα, η αποσπασματική επαφή με πρόσωπα και γεγονότα δεν μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε εξίσου σε όλους τους ήρωες και τις καταστάσεις, μιας και αρκετά εξ αυτών παρουσιάζονται πλημμελώς, ενδεχομένως και ηθελημένα δεδομένου του παιχνιδιού της ζωής και της διαρκούς της κίνησης. Τα τμήματα εκείνα, τώρα, που αφορούν το φοιτητικό συνδικαλισμό και την Αριστερά μιας άλλης εποχής ενδεχομένως να είναι λιγάκι δύσκολο να μιλήσουν απευθείας σε ένα πιο νέο, μη εξοικειωμένο με την ορολογία και την κοσμοαντίληψη εκείνη, αναγνωστικό κοινό, με το μυθιστόρημα μοιραία να φαίνεται, σε ένα πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, πως αφορά κατά βάση αναγνώστες ενός μεγαλύτερου ηλικιακά πεδίου με διαφορετικό ορίζοντα εμπειριών. Τέλος, κάλλιστα κάποιος αναγνώστης –ή μάλλον αναγνώστρια- που θα έθετε το έργο στη βάσανο της φεμινιστικής κριτικής θα είχε να προσάψει μια ανδροκρατική κατά βάση ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις, πιθανότατα, όμως, και ηθελημένης από πλευράς συγγραφέα, ακριβώς για να τονιστεί περισσότερο ο ρόλος και η ιδιάζουσα περίπτωση του προσώπου της Καλυψώς που κινείται πέρα από τις συνήθεις οριοθετήσεις.
Από όσα προηγήθηκαν, κάλλιστα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί τι είναι εντέλει η Καλυψώ του Πάνου Ζέρβα και τι ρόλο διαδραματίζει το «νησί» της. Πρόκειται απλά για μια μποέμ αστή που ανταλλάσσει εραστές κι ερωμένες σαν τα πουκάμισα αδυνατώντας να στεριώσει κάπου; Πρόκειται για τη γήινη ενσάρκωση του απόλυτου ονείρου του έρωτα και της στιγμιαίας σύζευξής του με την επαναστατική προοπτική και κατάσταση προτού η τελευταία θρυμματιστεί εκ νέου συθέμελα; Πρόκειται για ένα μη υπαρκτό σύμβολο μιας νιότης που όλα έδειχναν πως θα κυλούσε διαφορετικά προτού πάρουν τον πρωταγωνιστικό λόγο οι συμβιβασμοί και οι κακουχίες της ανθρώπινης ζωής και της αποσπασματικής επαφής με πρόσωπα και γεγονότα; Ενδεχομένως λίγο απ’ όλα τα παραπάνω -κι ενδεχομένως επίσης να λαμβάνει χώρα στις σελίδες του Ζέρβα και μια πλήρης αντιστροφή του ομηρικού διακειμένου, όπου ο πρωταγωνιστής Οδυσσέας προσπαθεί να ξεφύγει απ’ το νησί της θεϊκής Καλυψώς και να δοθεί ξανά στον αγώνα του νόστου. Στις σελίδες του παρόντος μυθιστορήματος, το «νησί της Καλυψώς» δρα εντελώς αντίθετα, ως μια όαση, δηλαδή, διαφυγής μέσα από τη φθορά της ενήλικης ζωής, των υποχωρήσεων και των εκφυλισμών κι ως ένας χρονότοπος όπου ο έρωτας και το θαύμα (όπως θα ‘λεγε ενδεχομένως κι ένας Σεφέρης) είναι ακόμα ζωντανό και λειτουργεί. Και εντέλει αυτή είναι και η δύναμη της γραφής: να μας κάνει όντως να πιστέψουμε πως ίσως εκεί έξω να βρίσκονται ακόμα ζωντανά τα οράματα και μιας πιο δίκαιης και σοσιαλιστικής κοινωνίας και μιας αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας με το θείο και υπερβατικό στοιχείο που υπερβαίνει το Διαφωτισμό και ακόμα και μιας Μεταπολίτευσης που είναι σε θέση να κρατήσει αμείωτη την αρχική ριζοσπαστική δυναμική της στο διηνεκές…
***
Το κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματος στην πόλη της Θεσσαλονίκης στο καφέ «Ζώγια» στις 21/4/2023.