Το περιφρονημένο πάθος τής έτρωγε τα σωθικά. Ο πόνος τής έκαιγε τα χείλη. Αναμασούσε τις σκέψεις της, σαν δηλητήριο που εισχωρούσε σε γενναίες δόσεις στην ψυχή και το σώμα. Η πλήρης καταστροφή ήταν αποτέλεσμα αυτού του ερωτικού πάθους ή μάλλον αυτής της ερωτικής ιστορίας και της προτίμησης του εραστή της, σε μια άλλη γυναίκα.
Η νίκη της άλλης ήταν η δική της ήττα, μια ολοκληρωτική ήττα. Δεν ήξερε τον τρόπο να βάζει σε τάξη τα πράγματα, ούτε ακολουθούσε έναν κοινό ρυθμό επίλυσης κρίσεων ή άμεσης διαγραφής προσωπικών στιγμών (κι αναμνήσεων). Ήταν μέσα στο χάος. Έχανε το πρακτικό κομμάτι της ζωής, που οδηγεί στις μέτριες απολαύσεις κι είναι έξω από κάθε πνευματική αναζήτηση. Οι ορίζοντες έκλεισαν.
Αλλά ποιο ήταν το πρόβλημα; Έχανε ή δεν έχανε την ψυχή της;
Η προσπάθεια όμως να εξηγήσεις μια ερωτική απώλεια με λέξεις, οδηγούσε στο να εμφανίζονται τα λεκτικά σύνολα: αποτυχημένα και σκοτεινά, όπως θα έλεγε και μια γνωστή λογοτεχνική ηρωίδα. Δεν υπήρχαν κατάλληλες λέξεις. Η σιγή είχε τον πρώτο λόγο. Της φαινόταν αυτή η κατάσταση σαν δρομολόγιο δίχως προορισμό, περιπατητική καταβασία άσκοπου μόχθου.
Απολαυστική αγάπη δεν υπάρχει. Η ανεξαρτησία της κονιορτοποιήθηκε, υποτάχθηκε θα ήταν το σωστό ρήμα. Η λειψή αφοσίωσή της, γέννησε την πίκρα και την ήττα της. Στεκόταν στο κομμάτι: ο εαυτός μου στο πέλαγος της θλίψης. Πίστευε ότι τα θέματα της καρδιάς τα είχε τακτοποιήσει οριστικά. Στο ζήτημα του έρωτα έβλεπε –αποκλειστικά- την επιφάνεια και γι’ αυτό (τώρα) κατηγορούσε τις επιλογές της. Ενώ ήθελε την ελευθερία μέσα στη σχέση, γινόταν εύκολα καταπιεστική, ενώ πίστευε ότι λάτρευε τον αγαπημένο της, δεν τον αγαπούσε πραγματικά, τον είχε διαλέξει εγωιστικά. Ενώ πίστευε ότι ήταν ανοιχτή στις μικρές-μεγάλες λύπες, έφτιαχνε φυλακές απολογισμών, ενώ πίστευε ότι έτρεχε στους ανοιξιάτικους λειμώνες, τελικά κυλιόταν στα λασπωμένα χειμωνιάτικα δρομάκια, πνιγμένη στα θολά νερά.
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και κείμενα.