Κάθε μέρα πήγαινε στο νοσοκομείο. Έβρισκε χρόνο. Καθώς ανέβαινε στον όροφο που νοσηλευόταν ο πατέρας του, παρατηρούσε ότι οι διάδρομοι μύριζαν –μόνιμα- αποσύνθεση και φτηνά χημικά. Μια οσμή πίκρας απλωνόταν παντού, ακόμα και στις κόγχες και στα παράθυρα. Στα γραφεία των γιατρών, τις περισσότερες φορές, η συζήτηση αφορούσε τα αποτελέσματα του ποδοσφαίρου και τα εσώρουχα των νοσηλευτριών. Καθαρή ιπποκρατική εικόνα, γεμάτη ιαματικά αποτελέσματα.
Η ζωή του κινούνταν ανάμεσα στη φροντίδα του -βαριά- άρρωστου πατέρα του και τις σπουδές στο πανεπιστήμιο. Περνούσε πολλές ώρες κοντά στον εγχειρισμένο του γονέα. Καθημερινά, έβλεπε πως αυτός ο ρωμαλέος άνδρας, μίκραινε και λιγόστευε. Με δυσκολία έτρωγε λίγο ψωμί.
Καθόταν δίπλα του σε μικρή καρέκλα και του μιλούσε για διάφορα πράγματα, και ας καταλάβαινε ότι ο πατέρας του δεν τον πρόσεχε. Στη διάρκεια της μέρας, ο ασθενής ζητούσε λίγες γουλιές νερό και καφέ (ο καφές ήταν μια επιτρεπόμενη πολυτέλεια) του ‘δινε, ρυθμίζοντας την κλίση στο νοσοκομειακό κρεβάτι. Συνήθισε όμως την εικόνα του άρρωστου. Έτσι συμβαίνει όταν είσαι πολύ καιρό κοντά σε κάποιον που υποφέρει. Συνηθίζεται και η εσχάτη αδυναμία.
Στον θάλαμο, οι άλλοι ασθενείς αναμετριούνταν με την πτώση, την ταπείνωση. Σε μερικούς (όλη τη μέρα) δεν ερχόταν κάποιος να τους δει, ούτε φίλος ούτε συγγενής. Αποθήκη οστών (και ψυχών) τετελειωμένων. Κάποιες στιγμές, έφερνε στο μυαλό του τη εικόνα της πάσχουσας ανθρωπότητας. Αυτό το πανηγύρι της θλίψης δεν θα τελείωνε ποτέ. Οι ασθενούντες θα πολλαπλασιάζονται, περιμένοντας την αναξιοπρέπεια να τους κομματιάσει την αναπνοή. Τουλάχιστον είχαν βελτιωθεί τα φάρμακα και τα κρεβάτια (λίγο δεν είναι κάτι τέτοιο, μα πολύ).
Μόλις έβγαινε από το νοσοκομείο, ένιωθε ότι κατακλυζόταν από κύματα ψυχικής ρώμης. Έπαιρνε τα αγαπημένα του βιβλία και χωνόταν στις πολύβουες νεανικές καφετέριες. Διάβαζε. Απολάμβανε τον καφέ του και σκεφτόταν ότι θα ‘χει πολλές τέτοιες στοχαστικές μέρες, μέσα στην τύρβη του κόσμου. Η μεγάλη πόλη μετασχηματιζόταν από τις σκέψεις του. Οι στοχασμοί του λειτουργούσαν σαν μουσικός χρωματισμός που κάλυπτε τις πρώτες και τις τελευταίες ώρες. Το ενδιάμεσο διάστημα γέμιζε με λέξεις και απουσίες. Του άρεσε αυτή η αντιπαράθεση των καταστάσεων, από τη μια η πτώση και από την άλλη το μυστήριο της ζωής. Ετούτες οι αντίθετες εικόνες έκαναν το αίμα του να κυλάει δυνατά στο κορμί, δίνοντας νόημα στον χρόνο, στο παρόν και το μέλλον.
Όλα αυτά τον δυνάμωναν και συνέτριβαν το κράτος των διαθέσεων, τις μικρές–μεγάλες απελπισίες, την πεπληρωμένη θλίψη κι αθλιότητα. Ήταν νέος, η ζωή (και η μαγεία της) ανοιγόταν μπροστά του.
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και κείμενα.