Γράφει η Μάρω Πολυδώρου
Παναγιώτης Θωμά, Ο μονόλογος του σαλιγκαριού, εκδόσεις Αρμός, 2022
Ο «Μονόλογος του σαλιγκαριού» είναι μια αλληγορική θρηνωδία για την εφήμερη ζωή, την εύθραυστη, την κατακερματισμένη των σαλιγκαριών που είναι απόλυτα συμφιλιωμένα με τη φύση, τις εποχές, τα σκαμπανεβάσματα του χρόνου. Κι ένας υπόκωφος, πνιχτός, πικρός σαρκασμός για την ανθρώπινη έπαρση, τη μεγαλομανία, που την συντρίβει τη ζωή ενός σαλιγκαριού. Δύο κόσμοι ζωικής ύπαρξης που βρίσκονται αντιμέτωποι, σ’ ένα αφήγημα διδακτικό, σπαρακτικά και βαθιά ποιητικό.
Η βροχή
«Ο δικός σας κόσμος είναι το σκοτάδι», ο δικός μου «μια αποταμίευση φωτός», γράφει ο ποιητής Θεοδόσης Νικολάου. Αυτοί οι στίχοι καταγράφονται αντί προμετωπίδας στην αφετηρία του Στοχασμού ενός σαλιγκαριού του Παναγιώτη Θωμά. Γιατί ο μονόλογος ισοδυναμεί αρχιτεκτονικά, ειδολογικά, ποιητικο-λυρικά με τον στοχασμό του – ένα σαλιγκάρι στοχάζεται για τον κόσμο μονολογώντας. Κι όσο στοχάζεται πιο πολύ βαθαίνει η σκέψη του στα πάθη των ανθρώπων. Έτσι ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σ’ ένα σχεδόν υπαρξιακό δράμα που μετεωρίζεται ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τη ζωή του σαλιγκαριού. Και φαίνεται πως έχει πολλά να καταλογίσει το σαλιγκάρι στην ανθρώπινη κατάσταση, τη συμπεριφορά, τα ήθη μας – φαίνεται πως το ταπεινό αυτό πλάσμα της φύσης ξαφνικά ανυψώνεται από τον συγγραφέα, γίνεται ας πούμε ένας κριτικός επόπτης της ανθρώπινης ψυχολογίας, την ίδια στιγμή που στέκει έντρομο στη γεμάτη κινδύνους σύντομη ύπαρξή του.
Κι έτσι οι άνθρωποι «είναι αχάριστοι…. Κατηγορούν τη βροχή, που τους χαλάει τη διάθεση, που τους ανακόπτει τις εξόδους… τρέχουν ν’ αγοράσουν ομπρέλα, αδιάβροχα… να μην τους χαλάει την εικόνα [η βροχή], να μην τους ανατρέπει το πρόγραμμα». Έτσι η ζωογόνος δύναμη της φύσης, αυτή η καθηλωτική ομορφιά της βροχής που πέφτει στην άνυδρη γη για να καρπίσει, και την ίδια στιγμή ανασταίνει τα σαλιγκάρια από τη νάρκη του θέρους, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις κοινωνικές συνήθειες, τις ανέσεις και τις ευκολίες, κι όλα τα πράγματα με τα οποία ο άνθρωπος κατάφερε να αυτο-εγκλωβιστεί στις πόλεις, τα καταστήματα, τις καφετέριες, να φυλακίσει μαζί και το σώμα του σ’ έναν κόσμο εικονικό και πλασματικό.
Κι από την άλλη, η θεσπέσια μορφή ενός ταπεινού σαλιγκαριού, ξετυλίγεται αργά, ηδονικά, μακρόσυρτα, ν’ απολαύσει τη μαγεία ενός κόσμου που χάσαμε προ πολλού. Έτσι η βροχή μιλά στο σαλιγκάρι κι αυτό αντιδρά, αποκρίνεται, γράφει ο Παναγιώτης: «Μου στέλνει μήνυμα η βροχή με κάθε της σταγόνα· μου λέει ζωντάνεψε, περπάτα… Ζωντάνεψε [και] κοίτα τον ουρανό στα μάτια!» Η βροχή μάς καλεί να δούμε τα αστραπόβροντα και τις φωταψίες, να παραδοθούμε στη μαγεία, «στην ποίηση του κόσμου». Για μια στιγμή σκεφτόμαστε: πόσες φορές σηκώνουμε το βλέμμα να δούμε ψηλά τον ουρανό, τα σύννεφα, ν’ αφουγκραστούμε τον άνεμο που παρασέρνει μυρωδιές και εικόνες και τους μυστικούς ψιθύρους της φύσης; Καθηλωμένοι όπως είμαστε στην καθημερινότητα, στην τύρβη της ζωής, την ίδια στιγμή που συντελείται ένα θαύμα, τη στιγμή που η θεϊκή δημιουργία συνεχίζεται γιατί δεν είναι στατική, εμείς βαδίζουμε σαν τους τυφλούς στον χάρτη που χάραξε η συνήθεια, η μονοτονία, η πλήξη και ό,τι αποκαλούμε τη ρουτίνα μας. Δεν σκεφτόμαστε τον αφανισμό μας, τον θάνατο, το εφήμερο και το προσωρινό. Δεν έχουμε, εμείς τα έλλογα όντα, λίγη φαντασία παραπάνω για να στοχαστούμε πάνω στο μεγαλείο της ζωής. Κι έτσι χανόμαστε μέσα στη δίνη των καιρών, και το τραγικότερο, δίχως να έχουμε επίγνωση του χαμένου παραδείσου.
Από την άλλη, «Εκεί στα χαμηλά, εκεί στα ταπεινά του λημέρια – ένα με τη γη, ένα με το χώμα, που πλάθεται και αναπλάθεται, που τον νεκρώνει και τον ανασταίνει –, αφουγκράζεται, θυμώνει, διαμαρτύρεται και μετά επιστρέφει στη σιωπή του» το σαλιγκάρι. Αυτή η αντιπαράθεση του θυμικού με το συγκινητικό μουρμουρητό (ο θυμοειδής άνθρωπος των παθών με τον σιγανό μονόλογο που βγαίνει από τα κατάβαθα του σαλιγκαριού) μας φέρνει αντιμέτωπους με τον ίδιο τον εαυτό μας, τον αστικό άνθρωπο της βιομηχανοποιημένης και τεχνολογικής μας ύπαρξης. Μα όσο κι αν προοδεύσαμε στον λεγόμενό μας πολιτισμό, δεν έχουμε καν τη φιλοσοφημένη ματιά ενός ταπεινού σαλιγκαριού.
Ο θανάσιμος κίνδυνος
Μα δεν είναι μονάχα αυτό, και να ’ταν μονάχα αυτό! Είμαστε πάντοτε έτοιμοι να εισβάλουμε στη ζωή της φύσης, στη ζωή του σαλιγκαριού, να την καννιβαλίσουμε, γιατί τυχαίνει να θεωρούμε το σαλιγκάρι έδεσμα και τη ζωή του αδιάφορη. Έτσι δεν τη γλιτώνουν τα σαλιγκάρια από τις διαθέσεις των ανθρώπων, κι όσα είναι άτυχα καταλήγουν, γράφεις Παναγιώτη, «μεζεδάκι εκλεκτό… σύντομη τέρψη σε ουρανίσκο». Κι αν ζωή του σαλιγκαριού είναι ακόμα άγουρη; Αν δεν του δόθηκε ο χρόνος, αν δεν του δόθηκαν οι στιγμές ν’ απολαύσει «τη βροχή, ένα ουράνιο τόξο, ένα απαλό αεράκι»; Το σαλιγκάρι ανυψώνει τις κεραίες του, μας κοιτά με τα μικρά μαύρα μελαγχολικά του ματάκια κι επικαλείται τον νόμο της φύσης: την ανάγκη να ζήσουμε αρκετά (και δεν σημαίνει αυτό απαραίτητα τον χρόνο, μα τις μοναδικές στιγμές που απολαμβάνουμε), να δούμε αρκετά, να νιώσουμε κάτι από την έννοια της πλήρωσης.
Η προέκταση του νοήματος
Κι έτσι βαθμιαία ο συγγραφέας μάς οδηγεί αριστοτεχνικά στην καρδιά του προβληματισμού: ο πνιχτός μονόλογος του σαλιγκαριού μεταμορφώνεται στη φωνή της συνείδησης, μιας καθολικής συνείδησης της ανθρωπότητας: Όπου πατάει ο άνθρωπος συντρίβει τη φύση, την ομορφιά, με την έπαρση, τις φιλοδοξίες του, τ’ αδηφάγα πάθη του. Κι έτσι τίποτα δεν γλιτώνει: όπου αγγίξει ο άνθρωπος η φύση μαραίνεται, όπου προελαύνει ο άνθρωπος η φύση απογυμνώνεται από το μεγαλείο της. Έτσι «τίποτα μαγευτικό μες στη φύση… κι όλα τα τσαλαπατούν – μυρμήγκια, λουλουδάκια, θάμνους…» Κάθε τους πέρασμα συντρίβει το κέλυφος «της δικής μας ζωής» για να επιβεβαιώσει την απατηλή αίσθηση της ισχύος, της δύναμης, της επικράτησης».
Ο θρήνος
Μέσα στον «Μονόλογο» εγκιβωτίζεται και η μαρτυρία ενός άλλου σαλιγκαριού που περιγράφει τις αγωνιώδεις στιγμές που έζησε, ευρισκόμενο σε θανάσιμο κίνδυνο, αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού επεισοδίου με θύμα ένα μέλος της μεγάλης τους οικογένειας. Ο δεύτερος μονόλογος μοιάζει με θρήνο για την απώλεια της ζωής, την ίδια στιγμή που το σαλιγκάρι θαυμάζει εκστατικό τις ομορφιές της φύσης, τραγουδώντας, μες στην παραζάλη της χαράς και την ομορφιά της δροσερής βροχής. Κι όταν επιστρέφουμε στον αρχικό μονόλογο, αντιπαραβάλλεται στη φυσική καλοσύνη η «ασχήμια και η σκληρότητα του κόσμου». Εκείνη η θλιβερή μέρα εντυπώθηκε στη μνήμη του και δεν μπορούσε να ξεπεράσει τις μελαγχολικές του σκέψεις. Μια αίσθηση ματαιότητας το πλημμύρισε, ωστόσο «Δεν σταμάτησε να διψάει για βροχή και φως και ν’ αποταμιεύει κάθε λαμπύρισμα ξαφνικής αχτίδας που τον προσκαλούσε να κοιτάξει ψηλά, φωτίζοντας με απαύγασμα ουράνιο το πέρασμά του από τη γη».
Επίλογος
Όμως ο μονόλογος δεν κλείνει θρηνητικά και απαισιόδοξα. Γιατί οι άνθρωποι είναι ικανοί για καλές κι αγαθές πράξεις. Έτσι ένα αγόρι, ένα «ανοιξιάτικο απόβραδο, όταν πέφτει σαν ανάλαφρο χάδι η υγρασία στη γη και τους θάμνους», ένα αγόρι όμως που ξεχωρίζει για την ευαισθησία του, και τη στάση του απέναντι στη φύση («ένας πρώιμος εραστής της φύσης») σώζει το σαλιγκάρι, το πιάνει τρυφερά στα χέρια του, θωπευτικά, και τ’ αφήνει στα κεραμίδια μιας στέγης για να είναι «επόπτης και παρατηρητής της φύσης». Το σαλιγκάρι ένιωσε προνομιούχο, αλλά σύντομα η ζωή στη στέγη έγινε ένα είδος φυλακής του. Εκεί ψηλά δεν μπορούσε να ζήσει τη ζωή στα χαμηλά, να συρθεί στη γη, ν’ απολαύσει τις μυρωδιές της γης, της βροχής, των λουλουδιών και των χρωμάτων.
Η περιπέτεια του σαλιγκαριού στη στέγη, που συμβολίζει την έπαρση και τον αυτο-εγκλεισμό στις συνήθειες και τις υπέρμετρες φιλοδοξίες, το οδήγησε στην αφύπνιση. Ένιωσε πως έπρεπε να ζήσει, να βιώσει τις ομορφιές του κόσμου, τις εποχές και τα γυρίσματά τους, να υμνήσει τη φύση και τη μαγεία της, τη «μητρική αγκαλιά», να διατρέξει και το ίδιο τον κύκλο του προτού επέλθει το τέλος, που μπορεί να είναι η απαρχή μιας άλλης ζωής.