Γενναίες και γενναίοι μου!
Μέσα στην πλήρη άβυσσο του ίδιου του εαυτού του
Κανείς ποτέ δε βρέθηκε μα χάθηκε επί τούτου
Για τους κακόμοιρους θνητούς μονάχα ο ήλιος ξέρει
Πώς παγιδεύεται η ψυχή σαν πέφτει στο μαχαίρι
Μόνο το μάτι του φονιά αυτό δε συγκινείται
Αντάμα με το θάνατο μες στη φωτιά κινείται
Και να προφέρει δε μπορεί μια συλλαβή του πόνου
Λύπες μοιράζει εδώ κι εκεί με χέρι ταχυδρόμου
Μετέωρος ο στεναγμός μετέωρα τα λόγια
Όποιος ξεχάσει τη χαρά σφυρίζει μοιρολόγια
Ο φόβος καθρεφτίζεται στο βλέμμα και στο σώμα
Σαν προσευχή αδιάβαστη σε δακρυσμένη εικόνα
Γενναίες και γενναίοι μου!
Ανέκφραστος κι ατάραχος αυτός που δεν γνωρίζει
Πως όποιος χτίζει φυλακές τον ίδιο φυλακίζει
Το γέλιο τ’ αποστρέφεται τον ήλιο βλέπει ξένο
Γιατί το φίδι μέσα του είναι κουλουριασμένο
Σκληρά τα χέρια που κρατούν των αλλωνών την τύχη
Και πεντακόσιες δυο φορές όταν υψώνουν τείχη
Όποιος γλυτώνει από πνιγμό τον ίλιγγο φοβάται
Ξύπνιος παλεύει τη φωτιά, κι ας λέει ότι κοιμάται
Συχνά στη ρίζα μιας πληγής ακουμπισμένος στέκει
Σαν κυνηγός που ξόφλησε μαζί με το ντουφέκι
Γενναίες και γενναίοι μου!
Οι μάσκες πέφτουν μοναχά σαν προδοθούν τα μάτια
Πάντα η αλήθεια η ζωντανή μετριέται σε καράτια
Κι όπως το νηστικό θεριό ό,τι βρει καταπίνει
Έτσι κι οι λέξεις που πονούν καρφώνονται στη μνήμη
Συχνά το βέλος αστοχεί στη τύχη όταν το ρίξεις
Μα πόσο αλύπητα χτυπά το στόχο όταν του δείξεις
Γενναίες και γενναίοι μου!
Η θάλασσα το ξεγελά τ’ ανθρώπινο το βλέμμα
Πηγάδι είναι ανάστατο και μιας πατρίδας αίμα
Το μαύρο το ‘χει στο βυθό, το κόκκινο στο κύμα
Κι αν πεις τραγούδι του καημού ευθύς αλλάζει σχήμα
Καθρέφτης είναι αράγιστος που καθρεφτίζει αιώνια
Ναυάγια και τραύματα, δισέγγονα κι εγγόνια
Γενναίες και γενναίοι μου!
Σιωπή βαριά δεν είναι αυτή που ‘χει τα λόγια χάσει
Σιωπή βαριά είν΄ η κραυγή που θέλει να σωπάσει.
Το ποίημα του Κώστα Φασουλά, «Γενναίες και Γενναίοι μου!» γράφτηκε για τη μυθιστορηματική τριλογία του Αλέξανδρου Μ. Ασωνίτη «Πένθος και Έξαρση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του δεύτερου τόμου, «Εκδίκηση», στον Ιανό της Αθήνας, τον Δεκέμβρη του 2019.

Η τριλογία «Πένθος και Έξαρση» εξιστορεί την ζωή του Διονύση Ταλλανδιανού, που χάνει όλη του την οικογένεια, μάνα πατέρα και τα δωδεκάχρονα δίδυμα αδελφάκια του, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο του 1974, όπου έκαναν διακοπές. Ο ίδιος έχει φύγει απ’ την Κύπρο χωρίς να το ξέρουν οι δικοί του, έχει πάει στο Ρίο ντε Τζανέιρο με την Βραζιλιάνα ερωμένη του, Κλαούντια, και βλέπει πρωτοσέλιδη στις εφημερίδες τη φωτογραφία της νεκρής οικογένείας του στο βομβαρδισμένο μπαλκόνι του ξενοδοχείου Μπλου Βέλβετ, στην Κερύνεια. Αποφασίζει να μην γυρίσει ποτέ πίσω… Αλλά θα γυρίσει, 19 χρόνια μετά. Θα γυρίσει ως ο Βραζιλιάνος Κάρλος Λόπεζ Εντίνιο Αλβάρο και θα αγοράσει ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο δίπλα από κει που σκότωσαν τα διδυμάκια και τους γονείς. Και 18 χρόνια αργότερα, το 2011, επικεφαλής ενός μυστικού στρατού αποκτηνωμένων νεαρών Τούρκων θα εκτελέσει ένα αποτρόπαιο σχέδιο εκδίκησης δικής του εμπνεύσεως και οργάνωσης…

Ένα απόσπασμα από τους Καθαρμούς (σελ. 18-19)
Το αίνιγμα του πέμπτου νεκρού
«[…] αλλά τι έπαθε αυτός εκεί ο ψηλός ξανθωπός νεαρός που χάζευε αμέριμνος τις εφημερίδες μες στην ζέστη κι είδε την πρωτοσέλιδη φωτογραφία της «Κρόνικα» με την βομβαρδισμένη οικογένεια, κι η ματιά του σκάλωσε κι η καρδιά του γλίστρησε στο χιόνι κι έκανε, το καημένο το παιδί, μια κίνηση να πιαστεί απ’ τα χερούλια του αέρα, αλλά ποιος κιόλας πιάστηκε για να πιαστεί κι αυτός, ο νεαρός χλώμιασε, πισωπάτησε και σωριάστηκε μισοσωριάστηκε λιπόθυμος μισολιπόθυμος, κι η μικρόσωμη Βραζιλιάνα φίλη του έβγαλε μια φωνή τρόμου βλέποντας τον να καταρρέει, αλλά γιατί τρόμαξε, αυτόν έψαχναν κι αυτόν βρήκαν τα θραύσματα και βάλθηκαν να συμπιέζουν την ψηλή κορμοστασιά του βυθίζοντάς τονστο αίνιγμα του πέμπτου νεκρού, αίνιγμα παμπάλαιο άλυτο λυμένο, που πολλοί προσπάθησαν να το λύσουν κι όλοι το ’λύσαν και κανείς δεν το κατόρθωσε, αλλά γενναίες μου, όταν σκοτώνονται οι τέσσερις απ’ τους πέντε, ο πέμπτος τι θα κάνει, πού θα γυροφέρνει και θα σέρνεται η κάμπια η απέθαντη, κι εκείνος ο ξανθός όμορφος νεαρός ήταν ο πέμπτος νεκρός και να δούμε τι θα σκαρφιστεί μέχρι να τον καμαρώσουμε στο πέμπτο φέρετρο, το δικό του καταδικό του, αλλά τι να κάνει κιόλας, θ’ αρχίσει κι η αφεντιά του μεροδούλι-μεροφάι το μοιρολόι που πιάνουν όλοι οι πέμπτοι νεκροί, που με τις χορδές κουβάρι και τον λάρυγγα ξεριζωμένο διαλαλούν την πραμάτεια τους, που αυτοί οι τέσσερις νεκροί στο μπαλκόνι της Κερύνειας είναι οι δικοί του προσφιλείς νεκροί, τα δίδυμα αδελφάκια του η Δήμητρα κι ο Άγις, η μάνα του η Αγνή κι ο πατέρας του Δημήτρης, Ντίμης, Ταλλανδιανός, κι εκείνος, ο πέμπτος νεκρός, τα χρόνια θα περάσουν, θα χαθούν, κι εκείνος θ’ αλλάξει όνομα είκοσι μέρες μετά την βροχή απ’ τα θραύσματα κι από Διονύσης Ταλλανδιανός θα λέγεται Κάρλος Λόπεζ Εντίνιο Αλβάρο, εφτά χρόνια αργότερα θα παντρευτείτην Βραζιλιάνα φίλη του με το καραμελένιο όνομα Κλαούντια Άλβες Ερμίνα Βάμπες, θ’ ασχοληθεί με τα ξενοδοχεία του πατέρα της, θ’ αποκτήσει με τον καιρό δύο δικά του, κι έχετε γεια, φωνήεντα εφτά ελληνικά και σύμφωνά μας εύηχα, ο Κάρλος Λόπεζ Εντίνιο Αλβάρο δεν θα ξαναμιλήσει ποτέ στην μητρική του γλώσσα ούτε θα γυρίσει ποτέ του στην Ελλάδα και στην Αλεξάνδρεια, όπου έμενε η οικογένειά του τα τελευταία χρόνια, αλλά στην Κύπρο θα γυρίσει, πώς δεν θα γυρίσει […]»