Για τη μελέτη του Παναγιώτη Θωμά «Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία», εκδόσεις Αρμός, 2020.
Γράφει ο Ιωάννης Βογιατζής*
Ο Παναγιώτης Θωμά είναι καλλιτέχνης. Καλλιτέχνης στην ποιητική (δεν λέω απλώς στιχουργική) τέχνη, στη θεολογική επιστήμη και ερμηνεία, στην ανάγνωση και εμπέδωση της λειτουργίας της Θεολογίας στην καθημερινότητα. Είναι από τους λίγους «λευκοφόρους τὴν διάνοιαν» που θα έλεγε ο Ρωμανός ο Μελωδός[2]. Φέρει πάνω του τη λάμψη της ανοιχτότητας και της γενναιοδωρίας στον Άλλον. Έχει κι αυτός τα αγρίμια του όπως όλοι μας, αλλά αποτολμά μια προσληπτική οικειότητα που φέρνει σε αμηχανία την κοσμική αγριότητα.
Με τον Παναγιώτη Θωμά ξανά συν-οδοιπορώ με όχημα την ποίηση της Κικής Δημουλά. Ο Παναγιώτης, δεινός κολυμβητής στα νερά της Φιλόκαλης Αισθητικής, βουτάει στα «νερά» της που «ἔχουν κι αὐτὰ τὰ βάσανά τους καὶ τὰ γλέντια τους»[3].
Και ο Παναγιώτης Θωμά απαρηγόρητα σπαρακτικός, όπως η Δημουλά, και δύσπιστος, όπως και ο μαθητής Θωμάς, ψηλαφεί τόσο την επικράτεια του «κατοικεῖν» και την οικονομία του «θεολογεῖν» με την «απτική και οπτική του» επαφή[4], όσο και την «ἰδοῦσα» και όμως «πιστεύουσα» ποιητική μέθεξη σε μια «πετρώδη και ακανθόσπαρτη» πραγματικότητα[5]. Γιατί με τη μελέτη αυτή ο Παναγιώτης Θωμά μιλάει για το αυτονόητο που δυστυχώς η εκκλησιαστική θέσμιση το ξέχασε και το απώλεσε, αυτό μιας φιλάνθρωπης οικονομίας, μιας ποιητικής συνεργίας, μιας καλλιτεχνικής μεταμόρφωσης στα όρια πια της ερωτικής μετανάστευσης σε ένα Σώμα Χριστού που μυρίζει χώμα και μοσχοβολάει ανθισμένα από το αίμα των πληγών του λουλούδια[6].
Σε όλους αυτούς που ακόμη και μέσα στον οικουμενικό χώρο της Εκκλησίας, καταφεύγουν σε έναν προστατευτικό δυισμό, ο Παναγιώτης Θωμά με τη νηφάλια και σπαρακτική συνηγορία της Κικής Δημουλά μπαίνει στον πειρασμό να πλήξει αυτήν την κοσμοθεωρία η οποία μόλυνε και την ανθρωπολογία και την κοσμολογία και τη θεολογία[7]. Αυτή τη γενικευμένη, άκρατη και απροσπέλαστη διαίρεση που έχει εγκαθιδρυθεί και παγιωθεί ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο, στο θείο και το ανθρώπινο, το ιερό και το ανίερο, ανάμεσα σε μας και τους Άλλους, στην εκκλησία και τους αλλόθρησκους, στους υγιείς και ενάρετους και τους αρρώστους και αμαρτωλούς.
Ίσως γι’ αυτό ξεκινάει με τη θεολογική ερμηνεία του ποιήματος «Λάθος διάταξη»[8]. Ίσως γιατί οι περισσότερες βεβαιότητες της θρησκευτικής απολυτοποίησης να είναι λανθασμένα διαταγμένες και οριοθετημένες και να απαιτείται μια άλλη «σωστή διάταξη», μια ευαγγελική συγκατάβαση, κατάβαση και ανάβαση, μια σταύρωση και μια ανάσταση. «Καλώ ευκρινέστερα τον Θεό ή και τον ουρανό να ζήσουν μαζί μας εδώ, στη Γη» διατυπώνει η Κική Δημουλά[9] και ο ερμηνευτής της συγκαταβαίνει σε αυτή τη συνεύρεση του γήινου και του ουράνιου, την κατάβαση του Θεού στα ανθρώπινα με μια ερωτική αποκάλυψη ή σε μια αναστάσιμη άνοιξη[10], ώστε με «μια θεραπευτική επιδιόρθωση του κόσμου» να «καρπίσει η αρμονία»[11].
Ο δημουλικός λόγος ψάχνει και βρίσκει σκάλες ποιητικές, ώστε «να ανέβει η γη στη θέση του ουρανού» και «σε αυτήν να καθρεπτίζεται ο Θεός», προκειμένου να γίνει ο Θεός «γήινος, πιο καθημερινός, πιο αναγκαίος»[12]. Έτσι, και ο Παναγιώτης Θωμά «οδεύοντας τον δρόμο της παραδοξότητας» ξεκινά «ένα ερωτικό ταξίδι» που δεν είναι παρά η «ερωτικά αντιεγωτική ‘μετακίνηση’ του Λόγου»[13], προς έναν Χριστό που «βιώνει, συμμερίζεται τους ανθρώπινους καημούς και τις γήινες ελπίδες»[14]. Πολύ εύστοχα ο Lasse Hallstrom στην ταινία του «Chocolat» (2000) απορρίπτει τον άσαρκο ηθικισμό και την ιδεολογική απονέκρωση μιας καθολικής κοινωνίας και διατυπώνει μια τέτοια πρόταση φιλάνθρωπης ενσάρκωσης, όπως αποκρυσταλλώνεται εκπληκτικά στο κήρυγμα του ιερέα: «Δε θέλω να μιλήσω για τη θεϊκότητά Του. Προτιμώ να μιλήσω για την ανθρώπινη πλευρά Του. Ξέρετε για το πώς έζησε τη ζωή Του εδώ κάτω στη γη. Για την καλοσύνη Του και την ανεκτικότητά Του. Ας μη μετράμε την καλοσύνη μας με το τι δεν κάνουμε αλλά με το τι αρνούμαστε και με το τι αποκλείουμε. Ας μετράμε την καλοσύνη μας με αυτά που αγκαλιάζουμε, με αυτά που δημιουργούμε και με αυτούς που συμπεριλαμβάνουμε»[15]. Ακόμη και στο «Δείπνο της Μπαμπέτ» ο Gabriel Axel επικαλείται το έλεος και την αλήθεια, ώστε να ανάψει και πάλι η φλόγα της πνευματικότητας που έσβησαν ο υπαρξιακός ιδεαλισμός και η ιστορική νοησιαρχία[16]. Αυτό το τελικό «αλληλούια» δοξολογεί την επανεκκίνηση της σχεσιακής οντολογίας με την υλική υπόσταση και αποτύπωση της ζωής μας αλλά και τη δυναμική επαναλειτουργία της ιστορικής αρχετυπίας του κόσμου[17]. «Ο Χριστός είναι παντού, τριγυρίζει απόξω από το χωριό μας, χτυπάει την πόρτα μας, στέκεται και ζητιανεύει απόξω από την καρδιά μας» μάς θυμίζει και ο Νίκος Καζαντζάκης[18]. Και έρχεται εδώ να συμπληρώσει ο Παναγιώτης Θωμά πως «η ποιμαντική και η διαφημιζόμενη υποτακτική και υποταγμένη ευλάβεια» της Εκκλησίας εξόρισε τη σάρκα του Χριστού, απώθησε «τον Χριστό της γειτονιάς» και τώρα επιζητά στους δρόμους της σάρκωσης το θαύμα της γήινης και καθημερινής οικονομίας του Θεανθρώπου[19].
Όπως επιχειρεί και η Δημουλά τη «θαρραλέα» και «ατρόμητη» αποτίναξη της συστημικής διαίρεσης[20], ο Αντρέι Ταρκόφσκι στον «Στάλκερ» τι άλλο κάνει από το να εικονοποιεί τη διάβαση των συνόρων, να κινηματογραφεί τον σπαραγμό για την απώλεια της ομορφιάς και της αρμονίας και μέσω του ταξιδίου στην απαγορευμένη ζώνη διεισδυτικά να αποκαλύπτει το «κατοικείν» του Θεού στον κόσμο, ή όπως γράφει η Κική Δημουλά: «εδώ να ενταφιάζονται/ χάμω κι αυτά τα θρύψαλα/ δίπλα σε κάθε γήινο κλαδάκι τσακισμένο»[21]. Στην ποιητική αλληγορία του Πιερ Πάολο Παζολίνι «Θεώρημα» και στην ποιητική ελεγεία του Βιμ Βέντερς «Τα φτερά του έρωτα» οι διαχωριστικές γραμμές, τα τείχη και οι ταξικές διατάξεις αίρονται. «Όλα είναι ξέσκεπα»[22] μέσα από μια τέτοια «εξακρίβωση», έναν τέτοιο διάλογο θείου και ανθρώπινου, μια μαρτυρία σχέσης «συντροφικότητας, φιλικότητας με το θείο»[23], μια τέτοια ερωτική άφεση αφού και στις δύο ταινίες ο έρωτας αποδομεί. Στη μεν πρώτη ταινία ο «καθρεπτισμός» του ανθρώπου στον Θεό διαλύει τις όποιες αστικές βεβαιότητες και αποκαλύπτει την επίγεια δυστυχία των μελών μιας οικογένειας, στη δε δεύτερη ταινία ο «καθρεπτισμός» του αγγέλου στη Γη, στον άνθρωπο και δη στον έρωτα, κάνει το θείο «γήινο, πιο καθημερινό, πιο αναγκαίο»[24].
Ίσως ο πιο συγκλονιστικός «καθρεφτισμός» του ουρανού στη Γη να βρίσκεται σε αυτό το εκπληκτικό φινάλε της «Νοσταλγίας» του Αντρέι Ταρκόφσκι[25].
Ο Παναγιώτης Θωμά οραματίζεται έναν κόσμο ο οποίος μαζί με «τον άνθρωπο μετέχει σε μια ελεύθερη διαπροσωπική κοινωνία μεταμορφωτικής αφθαρτοποίησης»[26]. Μα και η αγαπημένη του Δημουλά εύχεται «νὰ μὴ νὑπάρχουν σύνορα/ κι οἱ βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους./ Ἐλεύθερα νὰ μπαίνεις σ’ ἄνθρωπο/ κι οὔτε τὶς εἶ, οὔτε τὶς οἶδε»[27]. Όπως σχολιάζει η Κάθριν στο γράμμα της προς τον έρωτά της, τον Ούγγρο χαρτογράφος László Almásy, στον «Άγγλο ασθενή», το αριστούργημα του Anthony Minghella: «Πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε έχοντας πλουτίσει από έρωτες, από γεύσεις που δοκιμάσαμε, από κορμιά στα οποία μπήκαμε και κολυμπήσαμε, από φόβους στους οποίους κρυφτήκαμε όπως αυτή τη σπηλιά. Θέλω όλα αυτά να καταγραφούν στο κορμί μου. Εμείς είμαστε οι αληθινές χώρες όχι αυτές με τα σύνορα καταγραμμένα σε χάρτες. Ξέρω ότι θα ΄ρθεις και θα με πάρεις στο παλάτι των ανέμων .Μόνο αυτό ήθελα πάντα. Να πάω εκεί, μαζί σου. Με φίλους. Σε μια γη χωρίς χάρτες…»[28].
Γέφυρες χτίζονται στις οποίες οι διαφορετικοί δρόμοι συναντώνται, οι διαφορετικοί τρόποι συνευρίσκονται, ώστε να μεταμορφωθούνοι δυισμοί και οι απόλυτες διαιρέσεις, οι σχιζοφρενικοί διχασμοί και οι διακρίσεις σε δυνατότητες κοινωνίας και ευκαιρίες σύναξης, δηλαδή Εκκλησίας. Στο φινάλε του «Δέντρου της ζωής» ο Terrence Malick μια γέφυρα παρουσιάζει για να συνενώσει τον δρόμο της φύσης και τον δρόμο της Χάριτος, όπως αποτυπώνεται στην ταινία. Ή στο τέλος της ταινίας του «Μέχρι το θαύμα» το παλιρροϊκό νησί της Νορμανδίας Saint Michel με το τεράστιο κωδωνοστάσιο να καθρεπτίζεται στα νερά και να συνενώνει γη και ουρανό. Την ίδια συνένωση επιτυγχάνει ως γέφυρα των «διεστώτων» ο πράσινος βλαστός που αναδύεται από μια καρύδα στο φινάλε της «Λεπτής κόκκινης γραμμής».
Οι κινηματογραφικές μου αναγωγές σε ετούτες τις μυστηριακές συνευρέσεις, τις ερωτικές μεθέξεις δεν θα μπορούσαν εδώ να σταματήσουν. Τις στιγμές που η Κική Δημουλά ασπάζεται το μυστήριο του κόσμου και βυθίζεται στην αβεβαιότητα («άναψα ένα κερί στους Αγίους Λόγους/ κάθε πτώσης»[29]) και ο Παναγιώτης Θωμά «ανασαίνει» εκπληκτικά στους «χώρους πάθους, ασκητικού πάθους, πτώσεων και μεταπτώσεων και ταπεινών αναβάσεων» τη «λυτρωτική ανάταση» η οποία μπορεί και «τρέφει τη συνέχεια μέσα στην αποσπασματικότητα του βίου» [30], εγώ θέλω εκεί να μεταφέρομαι με τον «Γατόπαρδο, Il Gattopardo» του Luchino Visconti μέσα από το τέλος μια ολόκληρης εποχής στη σύλληψη του πραγματικού με όρους υπαρξιακής αβεβαιότητας, άφεσης στην ασάφεια και την αδυναμία. Ο σικελός πρίγκιπας του 19ου αιώνα προσεύχεται και λέει: «Αστέρι μου, πιστό μου αστέρι, πότε θα μου δώσεις ένα λιγότερο εφήμερο ραντεβού, μακριά από όλα στη σφαίρα της δικής σου αέναης αβεβαιότητας»[31].
Η ποιήτρια μαρτυρεί το βίωμα της αβεβαιότητας και της απορίας στην πορεία της ζωής (και όπως σχολιάζει ο Κύριλλος Αλεξανδρείας τον οποίο μνημονεύει ο Παναγιώτης Θωμά, «ἐπεὶ καὶ τῶν προβλημάτων ποτὲ μὲν τινά ζητοῦμεν ἀποροῦντες τῆς λύσεως, ποτὲ δε τῆς λύσεως ἀπολαύομεν»[32]) και με τον συμβολισμό «τοῦ σκυμμένου κεφαλιοῦ» που «ἀτενίζει τὸν οὐρανό» και «περπατάει τοὺς δρόμους», που το «ἔφτιαξε ἀπὸ πτώσεις» και με όση «λιμοκτόνα στάση» εμπεριέχει[33]. Ο Αντρέι Ταρκόφσκι στις επτά δημιουργίες του κινηματογράφησε το ανθρώπινο κεφάλι με μοναδικούς τρόπους, ωσάν και να είναι μνημειακό γλυπτό και φιλοσοφικό!!! Αυτό το κεφάλι περιπλανιέται ανάμεσα στις ρωγμές και τις διαιρέσεις αυτού του κόσμου, ώστε μέσα από την «ποίηση της ανάμνησης» και την «ιδιόμορφη ποίηση του ονείρου» να «συνταιριάξει τὶς πτώσεις/ μὲ τὶς παράταιρες αἰτίες τους/ καὶ νὰ μὴν πάει χαμένο τὸ χαμένο»[34].
Αυτή η ήττα, λοιπόν, που «εἶναι παράδοση/ μιλιέται ἀπὸ σῶμα σε σῶμα διαιωνίζεται» [35], που δεν είναι μόνο ίδιον της ποιητικής γραφής αλλά και μυστήριο της θεολογικής αναζήτησης με την κατάφαση στην αβεβαιότητα («ἀβέβαια ζῆσε/ τίμα τὴν προέλευσή σου»[36]), δύναται να αποτελέσει την αρχή της αγιότητας[37], και μας επιτρέπει τη διαφωτιστική προβολή της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ταξίδι στα Κύθηρα». Η επιστροφή του αγωνιστή της αριστεράς Σπύρου δεν πρόκειται να καρπίσει τη μνήμη η οποία μάλλον αιωνίως θα εξορίζεται στα διεθνή ύδατα εκεί δηλαδή όπου κανένας συνοριακός επικαθορισμός δεν απαγορεύει τα ταξίδια στα οποία η ήττα μαζί με τη σιωπή τελετουργεί την ιστορική απουσία.
Πολλές θα μπορούσαν να είναι οι ταινίες εκείνες που εικονογραφούν αυτό το «τὸ ὄνειρο μεταμοντέρνας νίκης ποὺ δὲν διαρκεῖ» και πως «ἄν δὲν τρωθεῖς/ ποὺ θὰ σὲ βρεῖ ἡ ἀγάπη»[38], όπως η σκηνή του τέλους στο «Κάποτε στην Αμερική» του Σέρτζιο Λεόνε, μια σκηνή ανθολογίας του τέλους της νεωτερικής βεβαιότητας, της ήττας της ιστορίας, που δεν λογάριασε την όποια διάψευση από το θαύμα, το θαύμα της Ανάστασης. Όπως στο «Λόγο» του Κάρλ Ντράγιερ. Μόνο να βιαστεί ο καθείς και να υψώσει στα αντιστύλια της ύπαρξής του την ευανάγνωστη ζωφόρο μιας λάμψης που δεν δίνει μόνο ευχέρεια στην ύλη αλλά και την ευχαριστία της αναστάσιμης πτήσης της σε ανεξακρίβωτους τόπους. Διότι «ἀκάνθινη» στέκει η πραγματικότης δίπλα μας και μέσα μας!
«Ἄκουσέ με, πάρε
στὰ χέρια σου τὴν κύλιση τοῦ λίθου.
Ἂς σπρώξει λίγο καὶ τὸ Μεγάλο Σάββατο
γεροδεμένο εἶναι
σήκωσε θεία κλοπὴ ἀσήκωτη
καὶ στὰ οὐράνια μοναχό του τὴν ἀνέβασε.
Μόνο βιάσου γιατὶ ὅπου νά ‘ναι
τὸ θαῦμα τῆς διαψεύσεως τίθεται ἐπὶ τάπητος
ἀκάνθινο»[39].
Κάπου εδώ θα σταματήσω. Έχοντας στη ανοικτή «βαλίτσα» της Φιλόκαλης Αισθητικής εκλεκτικές συγγένειες από σκέψεις, στίχους, εικόνες. Και καθόλου τη σιγουριά και την ακινησία από τις «εμπεδωμένες βεβαιότητες». Μονάχα αυτό το «δεν ξέρω», αγαπημένη έκφραση του Παναγιώτη, μαρτυρά την «ἔμπονη πορεία» της διάρρηξης με αφορμή τους επίγειους και ουράνιους «θησαυρούς» που φυλάσσει και μεταδίδει σπαρακτικά στις ζωές μας η Κική Δημουλά.
Παναγιώτη, σε ευχαριστούμε για τη διάρρηξη τόσο της αλειτούργητης βεβαιότητας όσο και της γόνιμης και ελκυστικής αμφιβολίας, οι οποίες, όσα μας αποκαλύπτουν άλλα τόσα μας αποκρύπτουν, σε μια συνεχή πορεία μετοχής την άληκτη θεία δόξα. Σε ευχαριστούμε γι’ αυτό σου το βιβλίο. Έχουμε ανάγκη από τέτοια έργα που «μας εμποδίζουν να κλείσουμε μια βαλίτσα παρά από βαλίτσες καλά κλεισμένες»[40].
* Ο Ιωάννης Βογιατζής είναι θεολόγος και συγγραφέας των βιβλίων «Η Εκκλησία πάει σινεμά» και »Sci Fi και Θεολογία» (εκδ. Αρμός).
[1] Με τη σημασία του σπασίματος, του κομματιάσματος, της διαρραγής.
[2] Βλ. και Ὀδ. Ἐλύτης, «Ἡ Μαγεία τοῦ Παπαδιαμάντη», ἘνΛευκῷ,Ἴκαρος, Ἀθήνα72066, σ. 59.
[3] Κική Δημουλά, «Γῆτῶνἀπουσιῶν»,Τὸ Λίγο τοῦ κόσμου,Στιγμή, Ἀθήνα1997,σ. 68-69.
[4] Παναγιώτης Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,Αρμός, Αθήνα 2020, σ. 63.
[5] Κική Δημουλά, «Μεγάλη Πέμπτη», Ἤχος Ἀπομακρύνσεων,Ἴκαρος,Ἀθήνα42005, σ. 61.
[6] Κική Δημουλά, «Ἔλεος», Δημόσιος Καιρός,Ἴκαρος, Ἀθήνα 2014, σ. 26.
[7] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 28.
[8] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 25- 43.
[9] «Η ποίηση είναι δια βίου διαδηλώτρια. Η Κική Δημουλά μοιράζεται τις αγωνίες και τους προβληματισμούς της μετά το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας», στην εφημερίδα Η Καθημερινή (ένθετο «Τέχνες και Γράμματα»), 16 Μαΐου 2010, σ. 4.
[10] «Ἀδρανεῖς.
Σ᾿ έξαπατοῦν ἐπίσης
τὰ φουσκωμένα λόγια τῆς ἀνοίξεως
δῆθεν ὅτι τὰ ἄνθη της
συμπαρασύρουν σὲ ἀνάσταση
κι ἄλλα ἐσταυρωμένα χώματα».
Κική Δημουλά, «Συμβουλές τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς», Χλόη Θερμοκηπίου, Ἴκαρος,Ἀθήνα22006, σ. 41.
[11] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 35.
[12] Κική Δημουλά, «Λάθος Διάταξη», Εὔρετρα,Ἴκαρος, Ἀθήνα2010, σ. 26.
[13] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 37.
[14] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 40.
[15] Lasse Hallstrom, Chocolat,Miramax Films,United States2000, 01:50:45 – 01:52:20.
[16] « Έλεος και αλήθεια πάνε μαζί… Έρχεται μια στιγμή που τα μάτια σου ανοίγουν και αντιλαμβανόμαστε πως το έλεος είναι απέραντο. Πρέπει να το περιμένουμε με εμπιστοσύνη. Και να το δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη. Το έλεος δεν επιβάλλει όρους. Και ιδού! Ό,τι επιλέξαμε μας δόθηκε. Κι ό,τι απορρίψαμε επίσης μας δόθηκε. Ναι, θα πάρουμε πίσω ό,τι απορρίψαμε. Έλεος και αλήθεια πάνε μαζί». Gabriel Axel, Babette’s Feast, Nordisk Film, Denmark 1987, 01:26:53 – 01: 28:45.
[17] Gabriel Axel, Babette’s Feast, 01:37:16 – 01: 38:11.
[18] Νίκος Καζαντζάκης, Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται, Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθήνα1970, σ. 287.
[19] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 39-40.
[20]Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 28.
[21] Κική Δημουλά, «Λάθος Διάταξη», Εὔρετρα,Ἴκαρος, Ἀθήνα 2010, σ. 26.
[22] Κική Δημουλά, «Λάθος Διάταξη», Εὔρετρα,Ἴκαρος, Ἀθήνα 2010, σ.25.
[23] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 31.
[24] Κική Δημουλά, «Λάθος Διάταξη», Εὔρετρα,Ἴκαρος, Ἀθήνα 2010, σ.26.
[25]Andrei Tarkovsky, Nostalghia, Rai 2, Mos Film, Soviet Union, Italy1983, 02:02:41 – 02:05:35.
[26] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία,σ. 140.
[27] Κική Δημουλά, «Σύνδρομο. Κοιτάζοντας τὸν Πίνακα τοῦ Πικάσο «Τὸ ὄνειρο»», Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου, Ποίηματα,Ἴκαρος, Ἀθήνα82009,σ. 292.
[28] Anthony Minghella, The English Patient, Miramax Films, United States 1996, 02:25:07- 02:27:06.
[29] Κική Δημουλά, «Χρονικό Καρπῶν καὶ Ἀκάρπων», Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου, Ποίηματα,Ἴκαρος, Ἀθήνα8 2009, σ. 236.
[30] Παν. Θωμά, Διαρρηγνύοντας την αμφιβολία, σ. 99.
[31]Luchino Visconti, Il Gattopardo,20th Century Fox, Italy 1963, 2:55:23.
[32] Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Εἰς τὰ ἄσματα τῶν ἀσμάτων ἀποσπάσματα, P.G. 69, 12784D.
[33] Κική Δημουλά, «Ἐλάνθανε», ΤὸΤελευταῖο Σῶμα μου, Ποιήματα, Ἴκαρος, Ἀθήνα82009, σ. 218-219.
[34] Κική Δημουλά, «Ἐλάνθανε», Τὸ Τελευταῖο Σῶμα μου, Ποιήματα, Ἴκαρος, Ἀθήνα82009, σ. 219.
[35] Κική Δημουλά, «Χλόη θερμοκηπίου», Ἐφόδιοτὰ τραύματα,Ἴκαρος, Ἀθήνα22006, σ. 16.
[36] Κική Δημουλά, «Χλόη θερμοκηπίου», Ἐφόδιοτὰ τραύματα, Ἴκαρος, Ἀθήνα22006, σ. 16.
[37] Βλ. και Χρ. Ἀ. Σταμούλης, Ἔρωςκαὶ Θάνατος, Ἁρμός, Ἀθήνα2019, σ. 300- 312.
[38] Κική Δημουλά, «Χλόη θερμοκηπίου», Ἐφόδιοτὰ τραύματα, Ἴκαρος, Ἀθήνα2 2006, σ. 16.
[39] Κική Δημουλά, «Συμβουλές τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς», Χλόη Θερμοκηπίου,Ἴκαρος Ἀθήνα2 2006, σ. 41.
[40] Γιώρ. Χρονάς, Μια στιγμή Πιέρ Πάολο Παζολίνι,Οδός Πανός, Αθήνα8 2021, σ. 10.