Το ορεινό χωριό ήταν βυθισμένο στην λευκή ονειροπαγίδα του χιονιά. Ο χειμώνας ήταν σκληρός, ράπιζε τα πλίνθινα σπίτια που ταξίδευαν ασάλευτα στην σιωπή του βουνού. Μονάχα, οι μικρές εορταστικές αναλαμπές έσπαγαν την μονοτονία εκείνου του τόπου. Τότε έβλεπες τον κόσμο να σεργιανίζει στους φιδογυριστούς δρόμους να σταματά για να συνομιλήσει με κάποιον άνθρωπο, να ανταλλάξει μια κουβέντα πέρα από το περιθώριο του χρόνου. Τα παιδιά εξαιτίας της άγριας παγωμένης εισβολής περιόριζαν το παιχνίδι τους στο εσωτερικό του σπιτιού, έτσι το τζάκι μεταμορφωνόταν σε αστείρευτη πηγή γάργαρων παραμυθιών. Τα κατακόκκινα πυρωμένα κούτσουρα άλλες φορές γίνονταν θεόρατα πλοία, κι άλλοτε σπηλιές που έκρυβαν χαμένους θησαυρούς. Οι μικροί ήρωες ονειροπολούσαν με το λίκνισμα της φλόγας και αποκοιμιόντουσαν στη ζεστή αγκαλιά των αόρατων αλλόκοτων πλασμάτων.
Αυτός ο εύθραυστος τόπος καρτερούσε τον ερχομό των Χριστουγέννων σαν ένα αναπάντεχο δώρο για να γευτεί την ανεμελιά που του πρόσφερε η γουλιά του ζεστού κρασιού. Φυσικά, οι ντόπιοι δεν παρέλειπαν να στολίσουν τα γραφικά τους σπίτια με κάστανα, ρόδια, κουκουνάρια, με χειροποίητες φάτνες και με κλαδιά ελάτου. Οι ξυλόφουρνοι έψηναν ασταμάτητα όχι μόνο φαγητά αλλά και γλυκίσματα των οποίων η αύρα ημέρευε το τσουχτερό κρύο που γλιστρούσε από τις χαραμάδες των ξύλινων παραθύρων στο εσωτερικό των σπιτιών. Η γιορτινή ατμόσφαιρα επισκεπτόταν κάθε γωνιά εκείνου του ορεινού χωριού εκτός από το σπίτι της κυρά Λευκής, το οποίο ήταν πάντα σιωπηλό σχεδόν νεκρό στον κόσμο των ζωντανών. Η κυρά Λευκή ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που φορούσε κατάσαρκα τον πόνο, βέβαια δεν ζούσε μόνη της αλλά είχε για συντροφιά την κόρη της, ένα κορίτσι στου οποίου το μυαλό σπάραζε ένα θηρίο. Η ηλικιωμένη γυναίκα πάντα προσπαθούσε να προστατέψει το παιδί της από τα αιχμηρά σχόλια των συγχωριανών της, έτσι δεν την άφηνε ποτέ μόνη και συνεχώς της έλεγε πως ο κόσμος που ζούμε τρέφεται από το κακό που σπέρνει. Το κορίτσι ύστερα από κάθε στρόβιλο που σάρωνε την λογική της, έπεφτε στην αγκαλιά της μάνας της για να πιει αγάπη. Γι ‘αυτές τις δύο γυναίκες δεν είχε σημασία αν ήταν Χριστούγεννα, αυτές πάλευαν για την γέννηση της δικής τους ζωής.
Όμως εκείνα τα Χριστούγεννα μια ανοιχτωσιά επισκέφθηκε το δικό τους σκοτάδι.
Η κυρά Λευκή αφού πρώτα καθάρισε το ξύλινο τραπέζι, έφερε δύο πιάτα με σούπα λαχανικών και λίγο μπαγιάτικο ψωμί, κι αμέσως άρχισε να ταΐζει το παιδί της δεν ήθελε βλέπεις να χαθεί η ζεστασιά του φαγητού, εκείνη δεν την πείραζε εάν έμενε και νηστική είχε συνηθίσει πλέον. Με κάθε κουταλιά το κορίτσι χαμογελούσε χαιρόταν που η μητέρα της τής τραγουδούσε για να την τραβήξει από το σκοτάδι.
Ξαφνικά ένα χτύπημα στην πόρτα ανάγκασε την γυναίκα να αφήσει την κόρη της και να σύρει τα βήματά της προς το παράθυρο, εκεί αντίκρισε ένα μικρό αγόρι και μια νεαρή γυναίκα, και οι δύο της ήταν άγνωστοι, επειδή όμως δεν ήθελε να τους αφήσει άλλο εκτεθειμένους στο κρύο άνοιξε αμέσως την πόρτα και τους υποδέχτηκε στο σπίτι της. Πριν προλάβει να κάνει οποιαδήποτε ερώτηση, η νεαρή γυναίκα σωριάστηκε στο πάτωμα ενώ το αγόρι ξέσπασε σε κλάματα κι άρχισε να μιλά σε μια γλώσσα, η οποία για την κυρά Λευκή ήταν άγνωστη. Αμέσως ζήτησε την βοήθεια της κόρη της για να μεταφέρουν την γυναίκα στο κρεβάτι και τότε διαπίστωσε πως ήταν έγκυος. Ευτυχώς, η κυρά Λευκή απομάκρυνε γρήγορα τον πανικό που πήγε να την κυριεύσει και έφυγε τρέχοντας για να ειδοποιήσει τον γιατρό ενώ η κόρη της έφερε κουβέρτες για να ζεστάνει το μικρό αγόρι.
Ο καιρός που επικρατούσε έξω ήταν εχθρικός για την ηλικιωμένη γυναίκα, τα πόδια της σε κάθε βήμα που έκαναν χάνονταν στην αφράτη στρώση του χιονιού, ο αέρας έσπαγε τα κλαδιά των δέντρων κι έπνιγε την ανάσα της γυναίκας, οι δυνάμεις της άρχισαν να την εγκαταλείπουν όμως εκείνη δεν υπέκυψε και συνέχισε να αναμετριέται με την φύση μέχρι που αντίκρισε τις πρώτες καμινάδες των σπιτιών, οι οποίες εργάζονταν πυρετωδώς για να ζεστάνουν την άγια εκείνη μέρα. Δίχως καθυστέρηση έφτασε έξω από το σπίτι του γιατρού και χτύπησε την πόρτα με όλη της την ψυχή. Ευτυχώς, της άνοιξαν αμέσως και αφού πρώτα ο ψηλόλιγνος και αυστηρός κύριος άκουσε την ιστορία της, άρπαξε την τσάντα του και κατευθύνθηκαν για το σπίτι της κυρά Λευκής, το οποίο ήταν από τα τελευταία σπίτια του χωριού σαν να φοβόταν την ίδια τη ζωή.
Όταν οι δύο ανθρώπινες φιγούρες πέρασαν το κατώφλι του δεν πίστευαν στα μάτια τους, η κόρη της ηλικιωμένης γυναίκας είχε μεταμορφωθεί σε μία άλικη ύπαρξη, το πρόσωπο του αγοριού ήταν πια χαμογελαστό και κοιτούσε την μητέρα του που κρατούσε στα χέρια της το νεογέννητο παιδί της, ένα μικρό θαύμα είχε πάρει σάρκα και οστά σε εκείνο το σιωπηλό σπίτι. Ο γιατρός πήρε γρήγορα το μωρό στα χέρια του για να το φροντίσει, ενώ η κόρη της κυρά Λευκής με καθάρια φωνή είπε: «ελπίδα».
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε στον Πειραιά. Είναι δασκάλα ισπανικής γλώσσας και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (M.A. in Labour Economics and Human Resource Management) του New York College. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Αξελερέ» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Συρτάρι.