Στον Λάμπρο
Ι
Τρεις μέρες τις καλόστηνε ο κυνηγός τις βέργες
τρεις ξόβεργες αγκαθωτές, τρεις κοφτερές λεπίδες
να πιάσουν το πουλάκι μου, μικρό και χαϊδεμένο.
«Άσε μου, Χάρε, το πουλί και κάρφωσε εμένα.
Άλλο δεν έχω να πονώ όπως κοιλοπονούσα
για να γεννήσω αητό, τον ξακουστό Ασπροπάρη
το γιο μου τον μονάκριβο, τον μοσχαναθρεμμένο.
Εμένα κόψε με στα δυο, μιλιά δεν θα ακούσεις.
Μόν’ άσε το παιδάκι μου μακριά να φτερουγίσει
απ’ του θανάτου το κλουβί, λυπήσου, να πετάξει».
Κι ο κυνηγός απάντησε κι ο κυνηγός μου λέει:
«Τι να την κάνω τη ζωή, γριούλα, που μου δίνεις;
Εγώ στήνω τις ξόβεργες πουλάκια για να πιάσω.
Με την καλή την ξόβεργα θα πιάσω το δικό σου».
Τρεις μέρες τις καλόστηνε, την τέταρτη γροικούσε
την πέμπτη τη φαρμακερή επιάσε το και πάει.
ΙΙ
Σύρε παιδί μου κι έρχομαι κοντά σου, δεν θ’ αργήσω
και τον πατέρα σου αν δεις, χαιρετισμούς να δώσεις
να του μηνύσεις ‘πομονή τι ‘ναι λίγα τα χρόνια
π’ αντέχει η καρδούλα μου, πουλάκι λαβωμένο.
Σύρε που το καντήλι σου κρατάω αναμμένο
και παρακάλα το Θεό να σβήσει το δικό μου.
ΙΙΙ
Στου Παραδείσου την αυλή, στο πράσινο τ’ αλώνι
δώδεκα μήνες χαίρονται, δώδεκα τραγουδάνε.
Πίνουνε και χορεύουνε, τον πόνο να ξεχνούνε.
Ώσπου μια νύχτα, λέλε μου, μία κακήν ημέρα
πέρασε την αυλόπορτα ο γιος του Παπαγιώργη.
«Τι ‘ναι παιδί μου κι έρχεσαι εδώ στον Κάτω Κόσμο;
Μην είν’ η μάνα σου άρρωστη που την εκαρτεράω
δώδεκα χρόνους να τη δω, να τη γλυκοφιλήσω;»
«Βάλε πατέρα μου κρασί, να κάτσουμε να πιούμε
τι έχω μήνυμα πικρό και πώς το ‘μολογήσω
ότι είν’ η μάνα μου γερή κι εγώ ‘μαι πεθαμένος;»
Άκουσε και τραντάχτηκε ο μαύρος Παπαγιώργης.
Εχύθηκέ του το κρασί, η γης βαθιά το ήπιε
εβλάστησε βασιλικός, αγιόκλημα και δυόσμος.
«Καλώς μας ήρθες γιόκα μου, καλώς μας ήρθες γιε μου!
Αλάφρωσε και πάρε μου κι εμένα το μαράζι.
Εδώ ‘ναι πια το σπίτι σου, εδώ το σπιτικό σου.
Εδώ ‘ναι κι η αγκάλη μου να σφιχταγκαλιαστούμε».
ΙV
-Άσπρε μου, Ασπροπόταμε και πέτρινο γεφύρι
μην είδατε τον κύρη μου, τον γιο του Παπαγιώργη;
-Απάνω στον ανήφορο, ψηλά στην Κιάτρα Μπράστα
έπεσε το μαντήλι του κι έσκυψε να το πιάσει.
Κι ένας αητός του μίλησε, ένα καλό γεράκι:
«Ντύσου, στολίσου Λάμπρο μου, φόρεσε τα καλά σου
τι έρχεται κοντή γιορτή, τρανός χορός θα γένει».
-Άσπρε μου, Ασπροπόταμε και πέτρινο γεφύρι
πού ‘ναι ο χορός, πού ΄ναι η γιορτή, πού ΄ναι ο νοικοκύρης;
Στης Πολυθέας το στρατί, στης Καστανιάς τ’ αλώνι
απάνω στο Κατάφυτο ή στο τρανό Γαρδίκι;
Κι ο Άσπρος εχαμήλωσε, μαύρισε το γεφύρι:
-Κει που πετούνε τα πουλιά κι ο ήλιος κοκκινίζει
κει θε να βρεις τον κύρη σου, τον γιο του Παπαγιώργη.
V
Απ’ του χορού τον κουρνιαχτό και της χαράς τη ζάλη
απόμερα καθότανε λιγνή σαν καλαμίτσα
του πεθαμένου η αδερφή και βαριανασταινούσε.
Θυμόταν τ’ αδερφάκι της, λουλούδι μαραμένο
που ‘τανε πρώτος στο χορό, πρώτος και στο τραγούδι.
Όταν την εκαλόπιαναν, κακότρεχε το δάκρυ
όταν το χέρι δίνανε, πετούσε το μαντήλι.
Μόν’ πήγε κι επιάστηκε στου πιο γερού τον ώμο.
«Κράτα με, γιε μου, κράτα με, σφένδαμε και πλατάνι.
Κράτα με όπου πατώ κι όπου παραπατάω
σφίγγε μου το χεράκι μου να μη λιποψυχήσω
ότι μ’ ακούει ο αδερφός εκεί στον Κάτω Κόσμο
σα θα χτυπώ τα πόδια μου, τα χώματα σαν τρέμουν
να στέλνω χαιρετίσματα, απ’ όλους μας χαμπέρι».
Πιαστήκανε και σύρανε κύκλο πολύ μεγάλο
κι όπως τα σήμαντρα βαρούν, τα βήματα πηγαίναν
κι όπως λαλούνε τα πουλιά, πατήσαν το τραγούδι.
Ώσπου ακούσαν οι νεκροί και χάρηκε η ψυχή τους
και τ’ αδερφού της λυγερής απ’ όλους περισσότ’ρο.
«Δείτε χορεύει η λεμονιά, η κόκκινη μηλίτσα!
Χορεύει η αδερφούλα μου κι εγώ την καμαρώνω!»
H Eλένη Χρ. Αλεξίου (Τρίκαλα, 1980) είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, «Το Φλας» (Λογείον, 2009), «Ποιήματα που γράψαμε μαζί» (Μελάνι, 2015) και «επτά ανάσες πριν» (Σαιξπηρικόν, 2022). Ποιήματα και διηγήματά της φιλοξενούνται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά.