Ο Νίκος Βατόπουλος στο Σαλόνι του BookSitting

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Ο Νίκος Βατόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Από το 1988 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» ως δημοσιογράφος, στο πολιτιστικό τμήμα. Έχει ειδικευτεί στην ιστορία της Αθήνας και σε θέματα αστικού πολιτισμού. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η φωτογραφική καταγραφή της Ελλάδας, η ιστορία των αστικών κέντρων, η αρχιτεκτονική του 19ου και του 20ού αιώνα, η ιστορία των εντύπων και οι διαδρομές των σκαπανέων της φωτογραφίας. Ειδική ερευνητική ενότητα αποτελεί η μη καταγεγραμμένη μικροϊστορία και η «ανεπίσημη» πόλη. Έχει λάβει μέρος σε εικαστικές εκθέσεις ως φωτογράφος και έχει διοργανώσει το πρότζεκτ «Η Αθήνα της δεκαετίας του ‘60» (Ελληνοαμερικανική Ενωση, 2014).Έχει συμμετάσχει στα συλλογικά έργα: «Φωτογραφικόν Πρακτορείον ”Δ. Α. Χαρισιάδης”» (Μουσείο Μπενάκη, 2009), «Γιώργος Ζογγολόπουλος» (Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, 2016) και «18 κείμενα για τον Γιάννη Μαρή» (Πατάκης, 2016).

Την εποχή αυτή ο Νίκος Βατόπουλος με την Ίριδα Κρητικού επιμελούνται την έκθεση «Πολυκατοικία» στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Περπατώντας στην Αθήνα», «Μικροί δρόμοι της Αθήνας», «Όπου και να ταξιδέψω», όπως και η αγγλική έκδοση «Walking in Athens». Η Τίνα Πανώριου μίλησε μαζί του με αφορμή το νέο του βιβλίο «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα: 1934-1944» (εκδόσεις Μεταίχμιο).


Ποια ήταν η αφορμή να γράψετε για ένα Παιδί που μεγαλώνει στην Αθήνα τη δεκαετία 1934-1944;

Το ημερολόγιο που κρατούσε ο πατέρας μου ως παιδί και έφηβος την περίοδο που υποδηλώνει ο τίτλος του βιβλίου. Αυτό το ημερολόγιο, που γέμιζε ένα ωραίο βιβλιοδετημένο δερματόδετο κειμήλιο πλέον, βρισκόταν σε κατάσταση χειμερίας νάρκης σε ένα γραφείο στο οικογενειακό σπίτι. Υπήρχαν σποραδικές αναφορές σε αυτό, αλλά κάποια στιγμή αποφάσισα να το διαβάσω και να το μελετήσω με το βλέμμα ενός τρίτου και να σταθμίσω την αξία του. Σκέφτηκα πως είχε σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινότητα λίγο πριν και στη διάρκεια της Κατοχής και έτσι αποπειράθηκα να το ξετυλίξω, ως ένα τεκμήριο πλέον, που περνάει στη δημόσια Ιστορία και την κοινή μνήμη.

Διαβάζοντας το ημερολόγιο του πατέρα σας, ποια συναισθήματα υπερίσχυσαν μέσα σας;

Συγκίνηση και έκπληξη. Είδα όψεις του πατέρα μου που δεν γνώριζα, όπως κάποιες ευαισθησίες, όνειρα και σκέψεις. Αναγνώρισα βεβαίως και πολλά, όπως την αξία που έδινε στη φιλία και στη μάθηση. Το βιβλίο αυτό είναι μια αφορμή για στοχασμό, για το χθες και το σήμερα, για το βίωμα μέσα στην πόλη, για την καθημερινότητα στην Αθήνα σε έναν διάλογο ανάμεσα στις γενεές.

«Η ιδέα ημερολογίου είναι πολύ παλιά, χάνεται στους αιώνες, και έχει πάντα να κάνει με δυο ισχυρές και αντιφατικές δυνάμεις», γράφετε κάπου. Ποιες είναι αυτές;

Το ημερολόγιο ως συνήθεια και πρακτική έχει σαφώς μια διάσταση αυτοπροστασίας, ενδεχομένως, της υστεροφημίας. Χτίζει μια δημόσια εικόνα μέσα από μια απολύτως ιδιωτική στιγμή, όπως είναι η συνομιλία με τον εαυτό. Ταυτόχρονα όμως, οι μύχιες αυτές σκέψεις αποκτούν, ενίοτε, και τον χαρακτήρα ενός δημόσιου κτήματος. Είναι εκείνη η ιερή στιγμή κατά την οποία η μικροϊστορία διυλίζεται και περνάει μέσα από τις μυλόπετρες της δημόσιας Ιστορίας. Ήταν σημαντικό για μένα να παραδώσω σελίδες που γράφτηκαν από ένα παιδί στην Κατοχή σε ένα σώμα συλλογικού βιώματος.

«Κάθε φορά που περιπλανιέμαι στις γειτονιές της Αθήνας σήμερα, φέρνω στον νου περιγραφές και αφηγήσεις παλιότερων Αθηναίων που μεγάλωσαν ως το 1950-55 σε διάφορες συνοικίες. Όλοι ανεξαρτήτως μιλούν με λεπτομέρειες για το παιχνίδι που γινόταν στους δρόμους, κατά κανόνα χωματόδρομους», λέτε κάπου αλλού. Γι’ αυτό μας ξενίζει, μας στενοχωρεί κάπως το γεγονός ότι «η απουσία παιδικών φωνών από τους δρόμους της Αθήνας τις τελευταίες δεκαετίες συνιστά μια τεράστια αλλαγή στην καθημερινότητά μας»;

Όλες οι αναμνήσεις όσων υπήρξαν παιδιά πριν από το 1960 μιλούν για το παιχνίδι στον δρόμο. Αυτή η εμπειρία είχε αρχίσει σταδιακά να περιορίζεται μετά τον πόλεμο και, ανάλογα τη γειτονιά, εξαφανιζόταν σταδιακά. Είναι μια παράμετρος που δεν τη συνυπολογίζουμε όσο θα έπρεπε όταν μελετάμε την αλλαγή της καθημερινότητας στην Αθήνα (και άλλες πόλεις). Τα παιδιά που έπαιζαν στις γειτονιές, με τους χωματόδρομους, είχαν περιορισμένες ανέσεις και ελάχιστα παιχνίδια, αλλά είχαν ελευθερία και ανέπτυσσαν κοινωνικότητα. Υπάρχουν πολλές οπτικές σε αυτό το ζήτημα, που σαφώς δεν είναι μονοδιάστατο. Έχει να κάνει με την ιστορία της παιδικής ηλικίας στην πόλη, την ιστορία του παιχνιδιού αλλά και την κλίμακα των συνοικιών. Έχει να κάνει επίσης και με τις ιεραρχήσεις της εκπαίδευσης και την παγίδευση του ελεύθερου χρόνου των παιδιών.

Ενδιαφέρον μεγάλο έχει όμως και η αναφορά σας στα φωτογραφεία της εποχής: «Μέσα σε κλίμα διάσωσης του παρόντος, έβρισκε θέση και η προσφιλέστατη ως τη δεκαετία του ’70 συνήθεια των επισκέψεων σε φωτογραφικά στούντιο για αναμνηστικές φωτογραφίες».

Πράγματι, τα φωτογραφεία, μικρά και μεγάλα, κεντρικά ή συνοικιακά, ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της φυσιογνωμίας της πόλης και προσέθεταν με έναν ιδιαίτερο τρόπο στην εμπειρία του αστικού βιώματος. Τα καλλιτεχνικά φωτογραφεία υπήρχαν σε όλες τις γειτονιές, αστικές και λαϊκές, και ήταν συνήθεια με τον τρόπο μιας αυτονόητης τελετουργίας η φωτογράφιση, την οποία σκηνοθετούσε ο φωτογράφος. Θυμάμαι τέτοιες εμπειρίες ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Μετά, άρχισε να φθίνει η συνήθεια με την επικράτηση φθηνών φωτογραφικών μηχανών για κάθε χρήση. Αντίστοιχη ήταν και η πορεία των πλανόδιων φωτογράφων σε κεντρικά σημεία της Αθήνας.

Και η Λεόντειος Σχολή, τι ρόλο έπαιξε στην παιδεία της παλιάς, σκληρής -πλην γοητευτικής για μας- εποχής;

Φωτ. Γιάννης Ζάρας

Η Λεόντειος ήταν εκείνα τα χρόνια πύλη σε έναν κόσμο γνώσης με κανόνες, ευρωπαϊκή παιδεία, κοινωνικότητα. Για τα παιδιά της προπολεμικής εποχής και της δεκαετίας του ’40, ήταν μια διέξοδος προς τη σταθερότητα, καθώς το επεξεργασμένο εκπαιδευτικό σύστημα της Λεοντείου αποτελούσε ένα δίχτυ ασφαλείας, αλλά και μια σταθερά που υποσχόταν εξαργύρωση στο μέλλον που θα έφερναν η ειρήνη και η μεταπολεμική εποχή. Η περίπτωση της Λεοντείου μάς υπενθυμίζει τον ρόλο που έπαιξαν τα σχολεία αυτά στη διαπαιδαγώγηση αναρίθμητων παιδιών σε χρόνια σκληρά και δύσκολα, χωρίς πολλά υλικά μέσα, σε ένα περιβάλλον αυστηρότητας μεν, αλλά προσήλωσης σε έναν σκοπό, που δεν ήταν άλλος από τη γνώση και τη διαμόρφωση ηθικών αξιών. Ο πατέρας μου αναφερόταν σε όλη του τη ζωή στους καθηγητές που τον ενέπνευσαν και στις ισόβιες φιλίες που γεννήθηκαν στον περίγυρο του σχολείου. Πολλοί από τη γενιά εκείνη είχαν παρόμοιες εμπειρίες.

Στην Κατοχή ξεκίνησε και ο συνοικιακός αθλητισμός;

Στην Κατοχή, η αξία του συνοικιακού αθλητισμού απέκτησε ένα περίβλημα κοινωνικής συνοχής που ήταν απαραίτητο. Πιστεύω πως ο συνοικιακός αθλητισμός γεννήθηκε στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Ο Σπόρτιγκ, στον οποίον αναφέρομαι, ιδρύθηκε το 1936 στα Πατήσια, από μια ομάδα Κωνσταντινουπολιτών. Στη διάρκεια της Κατοχής πρόσφερε ένα λιμάνι ασφάλειας και κοινωνικότητας, ψυχικής εκτόνωσης και πεδίο για σφυρηλάτηση αξιών, όπως η φιλία και η άμιλλα. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως τα χρόνια εκείνα οι αθλητικοί σύλλογοι υπογράμμιζαν το ήθος των αθλητών και τους τιμούσαν τόσο για τις αθλητικές επιδόσεις τους όσο και για το αθλητικό τους πνεύμα. Σε μια εποχή που οι υποδομές ήταν πρωτόγονες για τα σημερινά δεδομένα. Αλλά φαίνεται πως η καλλιέργεια ενός αθλητικού πνεύματος συντελείται ανεξάρτητα από την υλική υποδομή.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.