Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτὰ χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μία ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιὰ
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου κλείναν την πόρτα
μην τυχὸν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατὶ, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλοὺς ανθρώπους. Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
(Νοέμβρης 1983)