Από νωρίς εκείνη τη μέρα ο καιρός πήρε να αλλάζει. Ο αέρας πάνω στο αυτοσχέδιο πεζούλι τράβαγε τα φύλλα των λουλουδιών σαν κάποιος να ήθελε να τα ξεριζώσει. Ο πρωινός γαλαζοπράσινος ουρανός ντύθηκε μια σκοτεινή περιβολή κι έπνιγε την ατμόσφαιρα. Γύρω απ’ το σπίτι, τα ψηλά δέντρα έγερναν τους στιβαρούς κορμούς τους αριστερά δεξιά. Ήταν τόσο διαπεραστική η κίνησή τους, που έλεγες ότι από θα πλάκωναν τη σκεπή και θα έσχιζαν στα δυο τις ψυχές που κατοικούσαν σ’ εκείνο το παλιό αρχοντικό. Η συκιά μπροστά στην ξύλινη πόρτα έσπασε μερικά κλαδιά άγουρους καρπούς.
Στο εσωτερικό, η νύφη χάιδευε την κοιλιά της κάτω απ’ τη μάλλινη κουβέρτα.
«Θα ανάψω τη σόμπα. Έβγαλε κρύο», έκανε μέσα απ’ τα δόντια της η πεθερά. Μερικές σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω στη λαμαρίνα. Ο Κωνσταντής είχε φύγει από νωρίς για το χωράφι, μπας και προλάβει. Θα έπρεπε να κερδίσει αυτήν την χρονιά, αν ήθελε να συντηρεί ακόμη αυτό το αρχοντικό στην άκρη του χωριού.
Όταν τα πράγματα ήταν καλά, κάθε τόσο, συνήθιζαν από μια γιορτή. Τούτο το σπίτι ήταν γεμάτο απ’ ανθρώπους πέρα δώθε, γελώντας και τραγουδώντας στην αυλή. Κάτω απ’ τη λαμαρίνα απλώνονταν ένα τεράστιο τραπέζι γεμάτο λογιών εδέσματα και κρασιά. Πότε ο τρύγος, πότε η σπορά και πότε το αλώνι, ευκαιρίες για γλέντι και φαΐ. Όταν όμως ο κυρ Παρασκευάς χώθηκε δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη, όλα σταμάτησαν. Σφράγισαν οι πόρτες και τα παράθυρα.
Δυο γιους είχε όλους κι όλους, ανεπρόκοποι απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Στον χρόνο πάνω, η συγκομιδή έπεσε στο μισό κι εκείνοι αντάλλαξαν βαριές κουβέντες. Ούτε στον γάμο του αδερφού του δεν ήρθε ο Χρήστος. Κάποιοι τον είδαν τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη μέρα. Το επόμενο πρωί, η πεθερά κρέμασε όλο περηφάνια το σεντόνι στα κάγκελα. Ολόκληρο το χωριό πέρασε να δει τα καμώματα του Κωνσταντή και το ήθος της νύφης. Σε αυλές και υπόγεια, σε σταυροδρόμια και σε χωράφια, σε στενά και σε παράθυρα ο κόσμος μίλαγε. Σαν πέρασαν τρεις μήνες κι η νύφη άρχισε να φουσκώνει, τα στόματα σφάλισαν για πάντα.
«Θα βράσω λίγο μαντζουράνα», είπε η νύφη και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Ο αέρας ούρλιαζε στην καμινάδα της σόμπας Στα λόγια της η πεθερά δεν έστριψε ούτε το βλέμμα της πέρα απ’ το κοφτό κέντημα.
«Είναι στην αποθήκη», απάντησε ξερά.
Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος τής έφερε καταπάνω το μεσημεριανό. Σήκωσε το πατάκι της πόρτας, έστριψε το κλειδί κι η παλιά πόρτα έτριξε. Μέσα στο μισοσκόταδο πάσχιζε να προσανατολιστεί μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν. Έκανε δεξιά και πάνω στο τσίγκινο ταψί κάτι έλαμψε. Ταραγμένη, γύρισε το πρόσωπό της προς την αντίθετη κατεύθυνση και το φως την ακλούθησε πίσω απ’ το κουτί που είχαν τα βοτάνια. Ο ήχος της καρδιάς της ήταν τόσο εκκωφαντικός που δεν έδωσε σημασία στην μπόρα που μαινόταν έξω. Σήκωσε το κουτί κι αντίκρισε τον άδειο τοίχο. Μια δεσμίδα φωτός λαμπίρισε στα γαλανά της μάτια κι ύστερα πέρασε απ’ τα ξερά της χείλη. Τρία χτυπήματα στο παράθυρο. Νόμισε πως ήταν η πεθερά. Βγήκε βιαστικά. Ο σκύλος γρύλιζε.
Έτρεξε μέχρι το σπίτι και γλίστρησε στην εξώπορτα. Τα γόνατά της μάτωσαν πάνω απ’ το λευκό νυχτικό.
«Τι έγινε;», ρώτησε αναστατωμένη η πεθερά.
«Δεν ξέρω, ένα παράξενο φως και μετά ένας ήχος, σαν κάποιος που χτυπούσε το παράθυρο», απάντησε η νύφη με κομμένη την ανάσα.
«Πόσες φορές χτύπησε;», ρώτησε ξεψυχισμένα η πεθερά.
«Τρεις», ψιθύρισε η νύφη.
Ήρθε.
Η πεθερά άφησε το πλεκτό της επάνω στην καρέκλα και πήγε κοντά στη νύφη. Απ’ το ντουλαπάκι πήρε έναν επίδεσμο και καθάρισε την πληγή. Έδεσε προσεκτικά τον επίδεσμο γύρω απ’ τα γόνατά της και της χάιδεψε τα μαλλιά. Την σκέπασε με τη μάλλινη κουβέρτα. Της έβαλε δυο ξύλα στη φωτιά.
«Μη πλαγιάσεις απόψε, καλύτερα να περιμένεις να γυρίσει ο Κωνσταντής πρώτα. Εγώ θα πάω στην κάμαρά μου. Μείνε ξύπνια και μόλις τον ακούσεις, μήνυσέ τον να ‘ρθει σ’ έμενα πρώτα», είπε σχεδόν άηχα καθώς έκλεινε την πόρτα της. Φεύγοντας την φίλησε στο μέτωπο.
Εκείνη δεν κατάλαβε τι είχε συμβεί. Άνοιξε κρυφά την πόρτα και την είδε να στέκεται μπρος τον καντήλι στη μέση της σάλας. Ήταν γονατισμένη κι έκανε το σταυρό της. Κοιτούσε προς το ταβάνι και κουνούσε τα χέρια. Σαν προσευχή. Η νύφη μετακινήθηκε κι έγειρε το κορμί της επάνω στο στενό ντιβάνι. Τυλίχθηκε με τη μάλλινη κουβέρτα. Κοιτούσε τη φλόγα που ολοένα γινόταν πιο αδύνατη μέχρι που έσβησε. Το βλέμμα της είχε συνηθίσει στο σκοτάδι και μπορούσε να δει το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Είχε σημάνει μεσάνυχτα. Η βροχή δυνάμωσε. Ο ήχος της λαμαρίνας, ένα γλυκό νανούρισμα ανάκατο με τους ψίθυρους της νύχτας.
Το επόμενο πρωί δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια της. Μια μεταλλική γεύση τής είχε στεγνώσει στο στόμα. Η κουβέρτα ήταν τόσο βαριά που τίποτα δεν μπορούσε να την πάρει από πάνω της. Κάτι ξερό είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στα πόδια της. Το αίμα είχε ήδη στεγνώσει. Όταν ανασηκώθηκε, καυτά δάκρυα ξεχύθηκαν στο πρόσωπό της. Πήγε να ουρλιάξει αλλά τα χείλη της δεν σάλευαν.
Φαίνεται πως, όταν έφυγε, το ίσκιωμα είχε ξεριζώσει τη γλώσσα της.
Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας, MA στη Δημιουργική Γραφή. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr), όπως και η συλλογή χαϊκού «Του χρόνου».
Φωτογραφία: Ehud Neuhaus