[…]
Όταν ξανάπεσα για ύπνο, είδα ένα περίεργο όνειρο – ακόμα πιο περίεργο από την Εξέγερση των Μπόξερ. Περπατούσα στις όχθες της λίμνης κάτω από το φεγγαρόφωτο και ήμουν ντυμένος σαν παπαδοπαίδι – αισθανόμουν τον μαγνητισμό του ασάλευτου ήσυχου νερού και με κάθε μου βήμα πλησίαζα όλο και περισσότερο στην όχθη, μέχρι που οι άκρες από τις μαύρες μπότες μου βυθίστηκαν μέσα. Τότε φύσηξε ένας άνεμος και το νερό φούσκωσε, σαν μικρό παλιρροϊκό κύμα, αντί όμως να ’ρθει προς το μέρος μου, πήγε στην αντίθετη κατεύθυνση, τα νερά αποτραβήχτηκαν, οπότε βρέθηκα να περπατάω πάνω σε στεγνά βότσαλα και είδα πως η λίμνη υπήρχε μονάχα σαν μια λάμψη στον μακρινό ορίζοντα, πέρα από την έρημο των χαλικιών που πλήγωναν τα πόδια μου γιατί οι μπότες μου είχαν τρυπήσει. Ξύπνησα και ολόγυρά μου επικρατούσε μια ταραχή που τράνταζε τις σκάλες και τα πατώματα σ’ ολόκληρο το ξενοδοχείο. Η κυρία κόμισσα, η μητέρα μου, είχε πεθάνει.
Ταξίδευα με ελάχιστα ρούχα. Το ευρωπαϊκό μου κουστούμι ήταν πολύ ζεστό για να το φορέσω και η μόνη μου επιλογή ήταν μερικά φανταχτερά σπορ πουκάμισα για να πάω στον νεκρικό θάλαμο. Διάλεξα ένα που είχα αγοράσει στην Τζαμάικα· ήταν κατακόκκινο και σταμπωτό με μια εικόνα από ένα βιβλίο του 18ου αιώνα για την οικονομία των νησιών. Είχαν ετοιμάσει πλέον τη μητέρα μου και ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα μ’ ένα ροζ διάφανο νυχτικό και ένα αινιγματικό χαμόγελο μυστικής ή ακόμα και αισθησιακής ικανοποίησης. Η πούδρα της, ωστόσο, είχε κάνει κρούστα από τη ζέστη και δεν μου ’κανε καμιά όρεξη να φιλήσω τις σκληρές φολίδες. Ο Μαρσέλ στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι, ντυμένος στα μαύρα όπως ήταν το σωστό, και στο πρόσωπό του έσταζαν δάκρυα όπως η βροχή από μια μαύρη στέγη. Νόμιζα πως ήταν απλώς ο τελευταίος παραλογισμός της μητέρας μου, μα κατάλαβα πως δεν ήταν ένας σκέτος ζιγκολό, όταν μου είπε γεμάτος αγωνία: «Δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο, κύριε. Της έλεγα συνέχεια “Όχι, δεν είσαι αρκετά δυνατή ακόμα. Περίμενε λιγάκι. Θα είναι ακόμα καλύτερα αν περιμένεις”».
«Κι εκείνη τι απάντησε;»
«Τίποτα. Πέταξε απλώς τα σεντόνια. Και όταν τη βλέπω έτσι, είναι πάντα το ίδιο». Πήγε να φύγει από το δωμάτιο, κουνώντας το κεφάλι του σαν να ’θελε να διώξει τη βροχή από τα μάτια του, και ύστερα ξαναγύρισε βιαστικά, έπεσε στα γόνατα δίπλα στο κρεβάτι και πίεσε τα χείλη του πάνω στο σεντόνι, εκεί όπου στρογγύλευε το στομάχι της. Απόμεινε γονατισμένος με το μαύρο του κουστούμι, μοιάζοντας σαν νέγρος ιερέας σε άσεμνη τελετή. Τελικά, εγώ ήμουν που βγήκα από το δωμάτιο, όχι αυτός, εγώ κατέβηκα στην κουζίνα και έβαλα τους υπηρέτες να ετοιμάσουν το πρωινό των πελατών (ακόμα και ο μάγειρας ήταν σχεδόν σακατεμένος από τα κλάματα), εγώ τηλεφώνησα στον δόκτορα Μαζιό. (Εκείνη την εποχή το τηλέφωνο λειτουργούσε συχνά).
«Ήταν καταπληκτική γυναίκα», μου είπε αργότερα ο δόκτωρ Μαζιό και το μόνο που κατάφερα να του απαντήσω μουδιασμένος ήταν: «Τη γνώριζα ελάχιστα».
(Από το βιβλίο του Graham Greene, «Οι θεατρίνοι», μετάφραση: Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδόσεις Πόλις, 2014)
Ο Graham Greene (Γκράχαμ Γκριν) είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου του 1904 στο Berkhamsted του Hertfordshire, στην Αγγλία. Σπούδασε στην Οξφόρδη και στα πρώτα του επαγγελματικά βήματα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το πρώτο του έργο το έγραψε το 1929 σε ηλικία 25 ετών, με τίτλο «The Man Within». Το «Όριαν Εξπρές», όμως, που έγραψε τρία χρόνια αργότερα ήταν αυτό που γνώρισε τεράστια επιτυχία και του πρόσφερε την αναγνώριση. Ακολούθησαν τα έργα: «Πεδίο μάχης», «Η Αγγλία με έκανε», «Ένα όπλο για πούλημα», «Ο βράχος του Μπράιτον (Brighton rock)», «Η δύναμη και η δόξα» , «Η καρδιά του ζητήματος» και «Το τέλος μιας σχέσης». Κατά την διάρκεια της συγγραφικής του καριέρας έγραψε και πολλά κατασκοπευτικά μυθιστορήματα. Κυριότερα είναι: «Εμπιστευτικός πράκτορας», «Το υπουργείο του φόβου», «Ο τρίτος άνθρωπος». Άλλα έργα του: «Ο χαμένος τα παίρνει όλα», «Ο άνθρωπος μας στην Αβάνα», «Ο επίτιμος πρόξενος», «Ο ήσυχος Αμερικανός», «Ο ανθρώπινος παράγοντας», «Μονσινιόρ Κιχώτης», κ.α. Πολλά από τα έργα του διασκευάστηκαν στη συνέχεια για τον κινηματογράφο και έγιναν επιτυχημένες ταινίες. Πέθανε το 1991 στο Vevey της Ελβετίας, σε ηλικία 86 ετών.