Συνέντευξη στην Αλεξία Καλογεροπούλου
alexia.kalogeropoulou@gmail.com
Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας
O Στρατής Πασχάλης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσιο Δίκαιο στη Νομική Αθηνών. Δημοσίευσε δέκα ποιητικές συλλογές (οι πιο πρόσφατες, Εποχή Παραδείσου, 2008, Τα εικονίσματα, 2013, Η Μεγάλη Παρασκευή, 2021), έναν τόμο με δοκίμια (Ποίηση σε μικρόψυχους καιρούς», 2017), ένα μυθιστόρημα (Ο άνθρωπος του λεωφορείου, 2006), ανθολογίες ποίησης και πεζογραφίας (Μ. Καραγάτσης, Ιστορίες αμαρτίας και αγιοσύνης, Α. Παπαδιαμάντης, Σκοτεινά παραμύθια, Όταν οι άγγελοι περπατούν, ανθολογία πεζού ποιήματος Του έρωτα και της αγάπης κ.α.), ένα παιδικό έμμετρο παραμύθι (Τ’ ασημένιο ρομποτάκι με το κόκκινο φωτάκι), ένα μονόπρακτο βασισμένο στον Σολωμό (Άστραψε φως), έναν μονόλογο βασισμένο σε πεζά του Καρυωτάκη (Ο «Φαίδων» στη λάσπη) και μεταφράσεις (Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Μπερνάρ Νοέλ κ.α.).
Το 2019 κυκλοφόρησε το σύνολο των ποιημάτων του με τίτλο Στίχοι ενός Άλλου. Μετέφρασε για τη σκηνή πάνω από τριάντα έργα. Ανάμεσά τους: Ευριπίδη, Μήδεια, Ιππόλυτος, Ορέστης, Σαίξπηρ, Αγάπης Αγώνας Άγονος, Ρακίνα, Φαίδρα, Ανδρομάχη, Βερενίκη, Εδμόνδος Ροστάν, Οι Ρομαντικοί, Συρανό, Πωλ Κλωντέλ, Ο κλήρος του μεσημεριού, Το ατλαζένιο γοβάκι, Κούσνερ-Κορνέιγ, Φρεναπάτη, Πήτερ Σάφφερ, Το δώρο της Μέδουσας, Ευγένιος Λαμπίς, Οι Τα(ρεις)ευτυχισμένοι, Τέρενς Μακ Νάλλι, Master Class κ. α.. Έγραψε κείμενα για παιδικές θεατρικές παραστάσεις και διασκεύασε πολλά λογοτεχνικά έργα για το θέατρο. Τιμήθηκε για την ποίηση και τις μεταφράσεις με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης, δύο φορές με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω, με το Βραβείο Θεατρικής Μετάφρασης «Μάριος Πλωρίτης», καθώς και με το βραβείο μεταφρασμένης ποίησης «Άρης Αλεξάνδρου». Ποιήματα και βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Το 2016 τού απονεμήθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση το παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών. Μιλήσαμε μαζί του για την ποίηση.
Αγαπητέ κ. Πασχάλη, αφού σας καλωσορίσω στο Σαλόνι στο BookSitting, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω εκ των προτέρων για τη συνομιλία μας, η οποία αφορά, τι άλλο, την ποίηση. Το πρώτο σας ποιητικό βιβλίο κυκλοφόρησε το 1977, αν δεν κάνω λάθος, από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πώς ήρθε στη ζωή σας η ποίηση;
Χαίρομαι που δίνω για πρώτη φορά αυτή τη συνέντευξη στο BookSitting. Κι εγώ σας ευχαριστώ. Όπως έχω πει και άλλοτε, δεν ήμουνα ένα παιδί που αγαπούσε την ποίηση. Γενικά, τη «σοβαρή» λογοτεχνία. Τα αναγνώσματά μου ήταν πιο ελαφρά και ψυχαγωγικά. Κόμιξ, περιπέτειες, διάφορα περιοδικά, αστυνομικά και βιβλία τρέχουσας λογοτεχνίας. Ξαφνικά συνέβη η ουσιαστκή επαφή μου με την ποίηση. Από μια ανθολογία τσέπης που έπεσε στα χέρια μου, κι από μια ανάγκη αφελή που μου είχε γεννηθεί να φτιάξω κάτι, ένα αντικείμενο προσωπικό. Κάτι δικό μου. Σκέφτηκα πως ένα βιβλίο με στίχους ήταν το πιο εύκολο. Γιατί τα ποιήματα είναι μικρά σε έκταση και μπορούν εύκολα να το γεμίσουν. Έτσι, άρχισα να διαβάζω ποίηση για να τη «μιμηθώ». Και ξαφνικά, μαγεύτηκα. Κυρίως από τους μεγάλους μας ποιητές. Τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Ελύτη. Όχι από τον συρμό που κυριαρχούσε.
Παρατηρείτε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο γραφής σας από την πρώτη ποιητική συλλογή σας ως σήμερα; Και ποιες είναι αυτές;
Από την «Ανακτορία» (1977) ως τη «Μεγάλη Παρασκευή» (2021), η ποίησή μου δεν νομίζω ότι «εξελίσσεται». Δεν έχω μια ενιαία τεχνοτροπία. Κάθε φορά αλλάζω, παραμένοντας κατ’ ουσίαν ο ίδιος. Κινούμαι άλλοτε προς την κατεύθυνση του Σολωμού άλλοτε του Καβάφη (δύο κεντρικά ρεύματα της ελληνικής ποίησης) και κάποιες φορές αυτές οι δύο κατευθύνσεις συγχέονται. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι «εξελίσσομαι». Γιατί δεν μπορώ να θεωρήσω ότι το πρόσφατο βιβλίο μου είναι πιο «εξελιγμένο» από το πρώτο. Απλώς είναι διαφορετικό.
Ποια χαρακτηριστικά καθιστούν έναν ποιητή καλό; Και τι σας αγγίζει, κυρίως, σε ένα ποίημα;
Για μένα, καθαρά για μένα, ένας ποιητής είναι καλός όταν αυτό που γράφει δεν είναι «ποιητικολογία» αλλά ποίηση. Δεν είναι δηλαδή ποιητικός τρόπος έκφρασης, αλλά γλωσσικό «γεγονός». Δηλαδή ποίηση. Άλλος παράγοντας είναι η αυθεντικότητα. Όταν σε πείθει ότι είχε απόλυτη ανάγκη να μιλήσει έτσι και να πει αυτά, να μοιραστεί κάτι που ανακάλυψε, που επινόησε. Και όχι για να πει τα ίδια και τα ίδια επιδεικνύοντας την ποιητική του δεινότητα ή γνώση ή καλλιέργεια. Πάντως, προτιμώ ένα αληθινό τραγουδάκι από ένα επινοημένο περισπούδαστο «έργο». Όσο περισσότερο, επίσης, λείπει το εγώ, τόσο πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει κάτι. Τις προβολές πρωτοτυπίας ή υπαρξιακού δράματος τις εκτιμώ, χωρίς να με γοητεύουν. Επίσης, πλήττω πια με αυτό που κάποιες προηγούμενες γενιές ονόμασαν «βιωματικότητα». Εννοώ την εσκεμμένη βιωματική εξομολόγηση, γιατί το βίωμα είναι αναπόφευκτο, το ζήτημα είναι πώς το χειρίζεσαι. Θα μου άρεσε να διαβάζω ποιήματα λιγότερο υποκειμενικά, ή ψυχολογικά, ή ποιήματα καθημερινότητας που τα βαριέμαι αφόρητα. Παραδόξως, θα προτιμούσα φαντασιακές δραπετεύσεις… Διαφυγές από το Εγώ…. Αυτό που όχι μόνο λείπει, αλλά και δεν το θέλουν. Μήπως όμως εκεί κρύβεται μια εντελώς σημερινή πρωτοπορία;

Ποια είναι η γνώμη σας για την κριτική; Υπάρχουν τρόποι να κρίνει κανείς αντικειμενικά ένα ποίημα ή υπεισέρχεται πάντοτε ο υποκειμενικός παράγων, οι προτιμήσεις και οι ταυτίσεις του κριτικού-αναγνώστη;
Η κριτική, όπως το έχω γράψει, απαιτεί οξυδέρκεια, καμία προκατάληψη και ισχυρό γούστο. Ακόμα και για τον αντίπαλό σου. Αυτό σπάνια το συναντάς. Συνήθως ο κριτικός θέλει να τονίσει την εξουσία του ή να την υπερασπιστεί. Χωρίς κατ’ ουσίαν να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που κρίνει. Και συνήθως θεωρείται καλός κριτικός ο εκ προοιμίου αρνητικός και άσχημα αυστηρός. Αλλά ποια αρνητική κριτική έμεινε στην ιστορία της φιλολογίας; Καμιά. Σημαντικές κριτικές προσεγγίσεις είναι αυτές που με οξυδέρκεια τοποθετούν και αποκαλύπτουν τα έργα. Αν κάτι δεν τους αρέσει, ευγενικά το προσπερνούν, με μια ήπια προσέγγιση, αλλά και με διάθεση να αφήσουν ανοιχτό το απρόβλεπτο για την εξέλιξη του δημιουργού του. Η πολεμική και ο λίβελος είναι πολιτικές πράξεις τεράστιου ρίσκου. Είναι άλλο πράγμα. Γιατί εκεί εκτίθεται και ο κριτικός. Πάντως, η κριτική και χρειάζεται και δεν χρειάζεται. Οπωσδήποτε είναι κι αυτή τέχνη που απαιτεί ταλέντο. Η τέχνη του κριτηρίου. Αλλά το έργο των δημιουργών προχωρεί και υπάρχει τελικά ερήμην της…
Παρ’ όλα αυτά, στην εποχή μας, η κριτική σπανίζει. Κυρίως για την ποίηση. Κι αυτό είναι ενδεικτικό. Ενδιαφέρονται για το είδος που κυριαρχεί στην αγορά. Την πεζογραφία. Η ποίηση δεν ενδιαφέρει τους εκδότες. Όλα ορίζονται από τους αριθμούς των πωλήσεων. Κάποιοι ποιητές κρίνονται κατ’ ανάγκη, αν έχουν εκδοθεί από οίκους σημαντικούς, καλύπτοντας το άλλοθι των εκδοτών ότι εκδίδουν και… ποίηση, με κάπως μεγαλύτερο κοινό σε σχέση με τον μέσο όρο. Σαν είδος πολυτελείας. Αναρωτιέμαι, ποια θέση θα είχε στη σημερινή κατάσταση της λογοτεχνικής αγοράς ο Καβάφης που δεν είχε εκδώσει ούτε ένα βιβλίο…. Ο πιο πρωτότυπος σύγχρονος ποιητής μας.
Γενικά, τέλος, η κριτική τείνει να χαθεί και να κυριαρχήσουν τα προετοιμασμένα εκ των προτέρων κείμενα παρουσίασης. Οι «διαφημίσεις». Αυτό δείχνει μια υποχώρηση γενικότερα της σκέψης και μια χαλάρωση του κριτηρίου. Κι αυτό δεν είναι καλό. Γιατί το γούστο του καθενός μας, όσο κι αν είναι υποκειμενικό, κάποια πράγματα της αισθητικής είναι και «αντικειμενικά». Και θα’ πρεπε τουλάχιστον να μνημονεύονται καλλιεργώντας το γενικότερο γούστο, από ανθρώπους με κριτήριο, αίσθηση, απροκατάληπτη πρόθεση και ήθος. Η κριτική οφείλει να καλλιεργεί τη σκέψη των αναγνωστών και των θεατών, αυτή είναι η αποστολή της. Να διαμορφώνει ένα κοινό που ξέρει να βλέπει και να διαβάζει, πέρα από μόδες, κλίκες, συμφέροντα, μονομέρειες, ιδεολογίες, κακεντρέχειες, πολιτικές. Κατά τη γνώμη μου.
Μπορεί η ποίηση να υψώσει ηθικά τον άνθρωπο; Είναι αυτός ένας στόχος της ή δεν έχει στόχους;
Τον άνθρωπο ηθικά τον υψώνει η αναφορά του σε κάτι έξω απ’ τον ίδιο. Μια υπερβατική αναφορά ή μια ιδέα. Που κάθε φορά έχει διαφορετική χροιά. Ανάλογα με τις εποχές. Η τέχνη δεν ξέρω κατά βάση πόσο τον ανυψώνει. Ίσως στιγμιαία τον δονεί, τον συγκινεί πνευματικά… Οπωσδήποτε όμως επικοινωνεί με την ευαισθησία του και την οξύνει. Κι αυτό, δεν είναι λίγο. Επίσης, ανοίγει τους ορίζοντές του. Τον ελευθερώνει από τη σύμβαση. Πρόσκαιρα τον προβληματίζει, αφήνοντας μέσα του το ίχνος της. Κι αυτό είναι σημαντικό πολύ. Φοβάμαι όμως ότι στις κρίσιμες ώρες, όταν θίγονται συμφέροντα, όταν ξυπνούν οι ζωώδεις φανατισμοί μας, η τέχνη είναι εντελώς ανίσχυρη και η θηριωδία επικρατεί. Εμείς που υπηρετούμε τις τέχνες θέλω να πιστεύω ότι προσπαθούμε να επικρατεί όλο και λιγότερο.
Ποια είναι η γνώμη σας για την ποίηση που γράφεται σήμερα; Εντοπίζετε κοινά και διαφορές με την ποίηση παλαιότερων δημιουργών;
Η ποίηση που γράφεται σήμερα είναι ίδια με την ποίηση που γράφεται εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια. Είναι πεζολογική, επίπεδη και αντι-λυρική. Απλώς έχει γίνει όλο και πιο μινιμαλιστική και όλο και πιο αυτοαναφορική. Παγκοσμίως. Και αυτό το ζητούν οπωσδήποτε οι αγορές των οίκων, των φεστιβάλ και των συνεδρίων. Όλα είναι ίδια σαν να κυριαρχεί μία διεθνής ποιητική εσπεράντο. Από εκεί και πέρα είναι θέμα του κάθε ποιητή το πόσο θα της προσδώσει κάτι προσωπικό, είτε σαν θεματολογία, είτε σαν μορφή, είτε σαν βίωμα, είτε σαν εξυπνολογικό εύρημα, ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον. Δεν μπορούν να γίνουν πια ανατροπές, γιατί η έκφραση έγινε εντελώς πεζή. Δηλαδή πεζογραφική. Η μουσικότητα, η φαντασιακή μαγεία, οι ιδιομορφίες της εικόνας και των εκφράσεων που συνήρπαζαν, «απαγορεύονται» πια. Ο ποιητής είναι σα να εκφέρει έναν διαρκή πεζολογικό εσωτερικό μονόλογο. Μονότονα και πεζά. Μου έκανε εντύπωση μια τελευταία συνέντευξη του Σεφέρη, πριν πεθάνει, που αγνοούσα και διάβασα πρόσφατα, στη δημοσιογράφο Ανν Φιλίπ, στις 26 Μαΐου του 1971, όπου μιλάει ακριβώς γι΄αυτό. Για μία κυριαρχία-νίκη του πεζού έναντι της ποίησης, με την εξαφάνιση της ανάγκης για προφορικότητα. Αν αυτό που διαβάζεις δεν έχεις καμιά διάθεση πια να το πεις φωναχτά, να το απομνημονεύσεις, να το έχεις στο μυαλό σου πάντα σαν «τραγούδι» που σε μαγεύει και σε απογειώνει, η ποίηση δεν λειτουργεί πλέον ως ποίηση… γίνεται ένα παρακολούθημα της πεζογραφίας. Ένα μοναχικό ανάγνωσμα για λίγους. Εφόσον υπάρχει ο χρόνος και η διάθεση. Το πολύ να γίνει ένα ευρηματικό σλόγκαν….
Και κάτι τελευταίο: το μοντέρνο, από το να ψάχνει συνέχεια το καινούργιο, αποδομώντας το παλιό, μήπως έφτασε σ’ ένα όριο αυτο-αναίρεσης της ποίησης ως το μη περαιτέρω; Καμιά φορά, όμως σκέπτομαι ότι το μοντέρνο δεν είναι απαραίτητα και το σύγχρονο. Το μοντέρνο είναι αισθητική ιδεολογία της διαρκούς καινοτομίας. Μια φάση του σύγχρονου. Το σύγχρονο είναι η απόλυτη αίσθηση του τώρα, διαρκώς! Γι’ αυτό μιλάει ο Ρεμπώ όταν λέει «πρέπει κανείς να είναι απόλυτα σύγχρονος». Ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης είναι σύγχρονοι, ο Πεσόα και ο Έλιοτ είναι μοντέρνοι. Αυτός ο διαχωρισμός με απασχολεί το τελευταίο διάστημα, και με βάζει σε σκέψεις ως προς την κατάσταση της σημερινής τέχνης γενικότερα, και τη συνθήκη της κατάληξης του μοντερνισμού. Μήπως θέλουμε να είμαστε σώνει και καλά μοντέρνοι, ενώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, υπερβαίνοντας το μοντέρνο ως τεχνοτροπία, αλλά παραμένοντας σύγχρονοι; Βέβαια, αυτά γιατί να σε απασχολούν, εάν η καλλιτεχνική καριέρα απαιτεί συγχρονισμό με τη μόδα, με τον συρμό, με τα κέντρα που κατευθύνουν; Αυτά σε απασχολούν, όταν αρχίσεις να σκέπτεσαι ότι κατά βάθος δεν υπάρχει παλιό και καινούργιο, αλλά ότι ο «καλλιτεχνικός χρόνος είναι ενιαίος»…
Απ’ όσο γνωρίζω, τον Νοέμβριο πρόκειται να αρχίσουν και φέτος τα ιδιαιτέρως αξιόλογα σεμινάρια δημιουργικής γραφής του Ιανού, στο πλαίσιο των οποίων διδάσκετε ποίηση. Όμως διδάσκεται η ποιητική γραφή; Τι μαθαίνουν οι σπουδαστές σας στα σεμινάρια ποίησης και πώς μπορούν να βοηθηθούν ώστε να βελτιώσουν τη γραφή τους;
Κατ’ αρχάς, θέλα να τονίσω πως δεν πρόκειται για διδασκαλία. Πρόκειται για σεμινάρια-συναντήσεις με αφορμή την ποιητική γραφή και την ποίηση. Για συζητήσεις με κριτικές αναγνώσεις ποιημάτων που γράφουν οι συμμετέχοντες στη διάρκεια των σεμιναρίων, όπου ακούνε τις απόψεις μου αλλά και ανταλλάσσουν απόψεις, κάτι που λειτουργεί ως καταλύτης για να προχωρήσουν μετά μόνοι τους. Η επικοινωνία και η ανταλλαγή πάντα βοηθούν. Οι συζητήσεις αυτές γεννούν ερωτήματα για την τεχνική, την ιστορία της ποίησης, για πρόσωπα και πράγματα της ποίησης, για την επικαιρότητα και την παράδοση. Όλα αυτά δίνουν αφορμές για να δοθούν στοιχεία, πληροφορίες και να γίνονται δημιουργικές αναγνώσεις κλασικών ποιητικών κειμένων, αλλά και εντελώς σύγχρονων. Ελληνικών και ξένων. Όλη αυτή η διαδικασία δεν πιέζει, αλλά ευχαριστεί και λειτουργεί πολύ βοηθητικά. Είναι δουλειά συνόλου, είναι εργασία ομαδική. Προσωπικά, τους λέω την άποψή μου, χωρίς να επιβάλλω τίποτα. Και συγχρόνως ακούγονται όλες οι απόψεις. Όλα γίνονται μέσα από έναν γόνιμο διάλογο. Φέτος, έχω την πρόθεση να μιλήσουμε συγκεκριμένα και για τη μουσικότητα που κάνει τους στίχους μοναδικούς. Αλλά και το «χτίσιμο» ενός ποιητικού βιβλίου ή ενός συνθετικού έργου, αυτό ειδικά στο τμήμα των προχωρημένων. Για μένα είναι πολύτιμες αυτές οι συναντήσεις, γιατί μου δίνουν την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με ανθρώπους του σήμερα που γράφουν και διαβάζουν ποίηση. Να κουβεντιάσω μαζί τους, να συμφωνήσουμε, να διαφωνήσουμε, να πειραματιστούμε ομαδικά. Κι εγώ διδάσκομαι από εκείνους. Αν θέλετε τη γνώμη μου, ένας έξυπνος άνθρωπος θα έρθει σε αυτό το σεμινάριο πιο πολύ για μια έξοδο από τη δημιουργική μοναξιά του, παρά για «διδασκαλία».
Στον Ιανό, εκτός από ποίηση, διδάσκετε και θεατρική διασκευή. Συνδέονται, κατά τη γνώμη σας, αυτά τα δυο είδη; Τι μπορεί να μάθει κανείς παρακολουθώντας το σεμινάριό σας;
Η ποίηση γέννησε το θέατρο. Η μεταφορά της λογοτεχνίας στη σκηνή μέσω την διαφόρων τρόπων διασκευής «λύνει» το σύγχρονο πρόβλημα κρίσης ρεπερτορίου. Στις εξ αποστάσεως συναντήσεις μέσω πλατφόρμας με ανταλλαγή μέιλ, προσφέρονται δικές μου θεωρητικές εισηγήσεις για τις πρακτικές της διασκευής με παραδείγματα. Μέσω σχετικών ασκήσεων, όπου κάνω γραπτές παρατηρήσεις, βοηθιέται ο ενδιαφερόμενος να καταλάβει και να εφαρμόσει τους διαφορετικούς τρόπους διασκευής πάνω σε διαφορετικά έργα της λογοτεχνίας. Από την άνοιξη έχουμε δώσει τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες εξ αποστάσεως να επικοινωνούν και ζωντανά μαζί μου για αρκετή ώρα μέσω πλατφόρμας ζουμ, σε συγκεκριμένες μέρες, για συζήτηση και επαφή. Αυτό ισχύει τόσο για τη διασκευή όσο και για την ποίηση. Έτσι, σπάμε τον «πάγο» της επικοινωνίας μόνο μέσω μέιλ.
Ετοιμάζετε κάτι νέο το προσεχές διάστημα;
Έχω διασκευάσει, και επεξεργάζομαι μαζί με τον σκηνοθέτη (Γιώργος Παπαγεωργίου), το «Θάνατος στη Βενετία» του Τόμας Μαν για το θέατρο Πορεία. Μια παραγωγή που θα ξεκινήσει τον Φεβρουάριο. Απαιτητική ενασχόληση αλλά πολύ ελκυστική. Επίσης, στο θέατρο Πορεία, θα επαναληφθεί η «Δόξα Κοινή», σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου, μια σκηνική ποιητική σύνθεση με θέμα τον έρωτα, που έκανε αίσθηση, κι ενδιαφέρει το κοινό της ποίησης, αλλά κατέβηκε πρόωρα λόγω κορωνοϊού. Η παράσταση θα ξαναδουλευτεί με αντικαταστάσεις ηθοποιών. Τον χειμώνα, θα περιοδεύσει σε Ελλάδα και Κύπρο το έργο «Θησέας και Αριάδνη στο νησί των ταύρων», μια παράσταση για όλη την οικογένεια που είχε σκηνοθετήσει η Σοφία Σπυράτου και που το κείμενο το είχα γράψει εγώ, παραγωγή πριν μερικά χρόνια του θεάτρου Μπάντμιντον. Τώρα παρουσιάζεται σε νέα σκηνοθεσία, σύνθεση, διανομή και παραγωγή. Τέλος, όπως με πληροφορούν, στο θεατρικό αναλόγιο Παραβάσεις του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, σχεδιάζεται να παρουσιαστεί το «Αγάπης αγώνας άγονος», στη γνωστή δική μου μετάφραση.
Ταυτόχρονα, έχω αρχίσει να γράφω άλλα ποιήματα από την άνοιξη και μετά, που θα μου πάρουν βέβαια χρόνο, εωσότου ολοκληρωθούν σε μια καινούργια ενότητα… Μεσολάβησε και η μετάφραση της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη, που παρουσιάστηκε σε περιοδεία όλο το καλοκαίρι, και πρόσφατα εκδόθηκε από την Κάπα Εκδοτική. Δούλεψα πάρα πολύ πάνω σε αυτό το έργο, και για την απόδοσή του αλλά και για το σχετικό επίμετρο που το συνοδεύει…. Συγχρόνως, τα σεμινάρια του Ιανού, που με χαρά περιμένω να ξεκινήσουν, μαζί με όσα άλλα σεμινάρια κάνω επίσης… Αυτά προς το παρόν…