Σπύρος Κιοσσές | Δεκαπενταύγουστος

Τέτοιες μέρες, ήσυχες, μου ‘ρχεται, απρόσκλητη, σχεδόν, στο μυαλό μια απ’ τις «καλοκαιρινές» διηγήσεις που συνήθιζε να λέει ο μπαμπάς σε διάφορες περιστάσεις κι ακροατήρια – φίλους του, κυρίως, σε τσιμπούσια στο σπίτι μας ή κι αλλού. Μια διήγηση όχι ακριβώς η ίδια, αλλά σε διαφορετικές παραλλαγές, καθώς οι λεπτομέρειές της μεταβάλλονταν κάθε φορά. Έτσι, νομίζω, συμβαίνει, γενικά με τις προφορικές ιστορίες. Αλλάζουν σε κάθε αφήγησή τους, ανάλογα με τον αποδέκτη, τον στόχο, τη διάθεση και τη μνήμη του αφηγητή. Το σκηνικό, πάντως, ο χρόνος, οι χαρακτήρες κι η βασική δομή τής συγκεκριμένης ιστορίας παρέμεναν αναλλοίωτα: δεκαπενταύγουστος, τέλη δεκαετίας του ’60, ο μπαμπάς κι η μαμά αρραβωνιασμένοι, κάνουν το μπάνιο τους στον Άγιο Χαράλαμπο, στη Μαρώνεια, και χαζολογούν με την παρέα τους, τσιμπολογώντας («Είχε φτιάξει κάτι κεφτέδες – ή κολοκυθοκεφτέδες – η κυρα – Λούλα, όνειρο. Από τότε άφταστη μαγείρισσα»). Ξαφνικά, αντιλαμβάνονται ότι ένας άντρας πνίγεται. Πετάγεται ο μπαμπάς, βουτάει στη θάλασσα, τον τραβάει απ’ τα μαλλιά («έτσι κάνουν, για να μην τους τραβήξουν μέσα μαζί τους», σα να τον ακούω να απευθύνεται σε μένα) και τον βγάζει στην ακτή, όπου του παρέχει τις πρώτες βοήθειες. Στο σημείο αυτό συμπλήρωνε ή ενίοτε παρέλειπε κάποιες λεπτομέρειες, όπως λ.χ. ότι ψηλάφησε τον σφυγμό του στην καρωτίδα, ότι του έκλεισε τη μύτη και ότι φύσαγε αέρα στο στόμα του, κάνοντας τεχνητές αναπνοές. Τόνιζε απαρέκκλιτα, ωστόσο, ότι τα χνώτα του άντρα μύριζαν αλκοόλ (ρετσίνα, μπίρα ή ούζο, ανάλογα με το τι έπινε η παρέα του την ώρα της αφήγησης). Η διήγηση, όμως, δεν τέλειωνε, όπως θα περίμενε κανείς, με την επιτυχή ανάνηψη. Οι ιστορίες τού μπαμπά διέθεταν πάντα μια ανατροπή, μια απροσδόκητη εξέλιξη, ένα punchline. «Όταν τον πήγαμε στη γυναίκα του», συνέχιζε, «αποκαλύφτηκαν όλα. – Γιατί δεν τον αφήσατε να πνιγεί; μας κατηγόρησε αυτή με βλέμμα βλοσυρό. Ούτε για έναν πνιγμό δεν είναι άξιος.» Τι έγινε; Τον είχε πιάσει στα πράσα με μια γειτονοπούλα, τον έδιωξε κακήν κακώς από το σπίτι κι αυτός – για να τον λυπηθεί; για ν’ αποδείξει τον έρωτά του; – έκανε το απονενοημένο.» «Και μετά;», ρώτησα τον μπαμπά όταν είχα πρωτακούσει την ιστορία. Με κοίταξε εκείνος χαμογελώντας με την αφέλειά μου. «Έχει σημασία;» Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι όντως δεν είχε σημασία το μετά. ‘Η, τουλάχιστον, η ρητή αφήγησή του.

«Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια / Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.» «Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα: / χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.», θυμάμαι τώρα συνειρμικά τους στίχους του Χριστανόπουλου. Αγαπημένη παρομοίωση. Υπάρχουν, όμως, και κάποιοι άλλοι, θα τολμήσω να προσθέσω. Αυτοί με τις ματαιωμένες απόπειρες. Αυτοί που ποτέ τους δεν αξιώθηκαν τον έρωτα. Ή, έστω, έναν σωστό πνιγμό.


Ο Σπύρος Κιοσσές είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Εργάζεται ως Ε.ΔΙ.Π. Νεοελληνικής Λογοτεχνίας – Δημιουργικής γραφής στο Τμήμα Ελληνικής Φιλολογίας του Δ.Π.Θ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.