Ο μεγάλος ποιητής δεν είναι αυτός που μένει στην ιστορία με το όποιο έργο του, αλλά αυτός που δίνει απαντήσεις που σχετίζονται με το νόημα της ζωής, την ουσία της ύπαρξης, την παρουσία του Θεού στον κόσμο. Δευτερευόντως, μαγεύει με τη γλώσσα του, τις ιδέες του, την πίστη του στις παραδόσεις της πατρίδας του.
Ο Γκαίτε με τον Φάουστ φανερώνει την ποιητική του μεγαλοφυΐα. Προκειμένου να αποδώσει τα μυστήρια της ζωής χρησιμοποιεί ως όπλα αποκάλυψης τις λέξεις και τα πρόσωπα. Προβάλλουν στο φως οι ιδέες της αγάπης, της αιώνιας πάλης καλού και κακού, της πίστης στην ποίηση και τους υπηρέτες της.
Ο Θεός είναι το κεντρικό πρόσωπο στο έργο, αν και η παρουσία του είναι πρωταγωνιστική μόνο στην πρώτη πράξη. Εκεί πραγματοποιείται ο διάλογος που κάνει με τον Μεφιστοφελή. Φυσικά, ο Θεός γνωρίζει πού θα κινηθεί η ιστορία του διαβόλου με τον Φάουστ. Παρεμβαίνει στο τέλος, όταν σώζει την ψύχη της Μαργαρίτας.
Το έργο, αν το δούμε στενά ποιητικά, είναι ένα μεγάλο δημιούργημα, αν όμως το δούμε φιλοσοφικά πρόκειται για ένα μοναδικό σύγγραμμα επενδυμένο με μουσική και εικόνες. Δίνεται η δυνατότητα να μιλήσουμε για μαθήματα ζωής και αλήθειας. Μια αλήθεια που σαν φάρος μάς κατευθύνει στο λιμάνι της εξιλέωσης και της ενώσεως με τον Θεό.
Το μέγεθος του κακού και της αμαρτίας το εκφράζει ο διάβολος που φέρει το όνομα Μεφιστοφελής από γερμανικές λέξεις. Η παρέμβαση του Θεού στο τέλος του έργου πιστοποιεί με απλότητα ότι σώζεται η Μαργαρίτα και θριαμβεύει το καλό. Αν δούμε τις συμπεριφορές, τις αντιδράσεις των προσώπων του έργου, θα παρακολουθήσουμε μπροστά στα μάτια μας την αρχέγονη ζωή. Ο κόσμος του Φάουστ κινείται μέσα από διάφορα πνεύματα, Βαλπούργιες νύχτες, σκηνές έρωτα και θανάτου, συγκρούσεις, φιλοσοφίες, συκοφαντίες, μαγείες και εξευτελισμούς. Βαθιές επισημάνσεις με αρχή, μέση και τέλος γίνονται και αφορούν τους χαρακτήρες ανθρώπων και δαιμόνων. Τέλος, κυριαρχεί η αιώνια πάλη του καλού με το κακό.
Το κακό είναι παντού, αμφισβητεί κάθε στιγμή την αλήθεια. Ακόμα και στις καθημερινές ασχολίες των ανθρώπων ο διάβολος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι παρών, αλλά όχι παντοδύναμος. Ο Θεός δεν είναι ο μόνος ο οποίος εκφράζει την τελειότητα. Με άλλο πρόσημο, αλλά με θεϊκή πνοή την εκφράζει και το δημιούργημά του ο άνθρωπος. Έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει το τέλειο, αλλά η θέλησή του, το περίφημο αυτεξούσιο, είναι το στοιχείο που τον κάνει να μην τη διακρίνει. Δηλαδή, αγωνίζεται να επιτύχει την τελειότητα ή να την εγκαταλείψει, μένοντας στενά συνδεδεμένος με την ηθική κατάπτωση και την χυδαιότητα.
Ο Φάουστ είναι ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Μεσαίωνα. Συνεχίζει ως αναγεννησιακός άνθρωπος να αναζητά το νόημα της ύπαρξης, της ενώσεως με το άπειρο. Ο ήρωας του Γκαίτε είναι αυτός που στέκεται πάνω απ’ τα πράγματα, αλλά ταυτόχρονα ως γήινο ον, μένει και βαθιά ριζωμένος στη γη. Η τεράστια μόρφωσή του, φαίνεται ότι δεν του χάρισε το κορυφαίο μυστικό της ζωής. Τώρα, γίνεται εύκολα στόχος των κακών πνευμάτων, ιδιαίτερα του Μεφιστοφελή, που επιθυμεί να σφυγμομετρήσει τη δύναμη του Θεού, έστω κι αν ξέρει ότι κάτι τέτοιο είναι απείρως αδύνατο.
Ο Γκαίτε παρουσιάζει στον πρόλογο τον ποιητή να συνδιαλέγεται με τον θιασάρχη για το έργο. Ο Φάουστ αρχίζει με τον διάλογο θιασάρχη, ποιητή και κωμικού ηθοποιού. Είναι τρία διαφορετικά πρόσωπα τα οποία αντιπροσωπεύουν τρεις διαφορετικές στάσεις ζωής. Κατ’ επέκταση εκφράζουν την αντίληψή τους για τη ζωή, την τέχνη, τον χρόνο. Ο θιασάρχης βλέπει καθαρά ωφελιμιστικά τα πράγματα. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να μείνει ευχαριστημένος ο κόσμος, το πλήθος που έρχεται στο θέατρό του. Τα έργα που θα ανέβουν πρέπει να εύπεπτα από το κοινό, να μην το προβληματίζουν παρά μόνο να το διασκεδάζουν. Γιατί αν το έργο δεν είναι κοντά στο επίπεδο του κοινού, ο ίδιος δεν θα κερδίζει χρήματα. Το χυδαίο πνεύμα του υλισμού έρχεται σε αντίθεση με τον ποιητή. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος ποιητή και του «εργοδότη» του.
Ο ποιητής
«Ω, μη μου μιλάς για εκείνο το παρδαλό πλήθος
Που μόλις το ατενίζω μου φεύγει το πνεύμα
Να μη βλέπω το κυματιστό πλήθος
Ό,τι γυαλίζει είναι γεννημένο για τη στιγμή»
Το πλήθος που επαινεί ο διευθυντής είναι ένα κύμα που τελειώνει σχεδόν αμέσως στον βράχο της λήθης. Το θνησιγενές δεν αντιπροσωπεύει τον μεγάλο ποιητή, γιατί αυτός κατευθύνεται από το αιώνιο. Αυτός είναι που δίνει μορφή στους θεούς και τους κατεβάζει στη γη. Είναι εκείνος που μορφώνει τις ιδέες, όχι για να γίνουν θέαμα διασκέδασης, αλλά γέφυρες που θα οδηγήσουν στους μεγάλους σκοπούς της ζωής. Ομορφιά, φύση, Θεός και αγάπη. Δίπλα στη χυδαιότητα των εμπόρων της τέχνης στέκεται και ο κωμικός. Ο διευθυντής εκφράζει τη γνώμη του για το κοινό
«τη μάζα μπορεί μόνο με τη μάζα να την υποτάξετε.
Ο καθένας τέλος απ’ αυτό διαλέγει κάτι για τον εαυτό του,
Όποιος φέρνει τα πολλά, φέρνει κάτι για τον καθένα»
Ο ποιητής αμύνεται για την πραγματική τέχνη, ενώ ο διευθυντής επιμένει ότι η μάζα κάνει τη διαφορά, εννοώντας ότι το πλήθος έλκεται από το κακόφωνο και κακότεχνο θέατρο, γιατί απλά τού μοιάζει.
Αμέσως, τοποθετείται από τον πρόλογο το πρώτο μεγάλο δίλημμα: αληθινή τέχνη ή μαζική παραγωγή. Η απάντηση μπορεί να είναι εύκολη, όμως οι πράξεις νοηματοδοτούν την επιλογή. Το κοινό απαιτούσε, απαιτεί και θα απαιτεί το εύκολο, το εύπεπτο, που το κάνει να γελά, να ευφραίνεται στιγμιαία, χωρίς να ελευθερώνεται. Μετά οι άνθρωποι μπορούν ευχαριστημένοι να γυρίσουν στις ζωές της πλήξης και της συνήθειας. Ένας κόσμος εντελώς διαφορετικός από τους αρχαίους θεατές των τραγωδιών του Αισχύλου και των κωμωδιών του Αριστοφάνη. Οι καιροί δεν είναι για διλήμματα και ερωτήματα, ας αρκεστούμε στην αιώνια ευκολία και στην ελαφρότητα των πάντων. Ο κωμικός το τρίτο πρόσωπο του προλόγου βλέπει τα πράγματα από την κωμική και επιπόλαιη πλευρά. Είναι πιστό αντίγραφο της εποχής του. Εκφράζει το πνεύμα της και την αδιαφορία της για το αιώνιο, το άφθαρτο, βέβαια ο κωμικός ηθοποιός λέει και αλήθειες:
«Αδράξτε μόνο γερά την ανθρώπινη ζωή!
Ο καθένας τη ζει, δεν την ξέρουν όμως πολλοί!
Κι όπου την αδράξετε, είναι ενδιαφέρουσα»
Ο κωμικός αναφέρεται παρακάτω στην ομορφιά της νεότητας και στη μέθη που προκαλούν όλα γύρω της . Η σπατάλη της νεότητας εξαιτίας των ηδονών που υπόσχεται είναι ένα απατηλό κομμάτι, γιατί σε βυθίζει στις θάλασσες των εντυπώσεων. Πολλές φορές οι νέοι βδελύσσονται το αληθινά ωραίο και όμορφο. Ο χρόνος παρόλη τη σοφία και την σκληρότητά του, δεν μας κάνει πιο ώριμους. Συνεχίζουμε τη σπατάλη του εαυτού μας όπως και στη νεότητά μας.
Ο ποιητής απαντά κάνοντας μια επίκληση στις αδιόρατες δυνάμεις να ξαναγυρίσουν τα νιάτα του
«Δώσε μου λοιπόν πάλι τα χρόνια
Που ήμουν ακόμα ο ίδιος το γίνωμά μου
………………………………………………………………
Δώσε μου την ακράτητη εκείνη την ορμή,
Την βαθιά πολύπονη ευτυχία,
Τη δύναμη του μίσους, το κράτος της αγάπης
Δώσε μου τα νεύρα μου ξανά»
Ο κωμικός λέει άθελά του αλήθειες, απαντώντας στον ποιητή. Τα αναγκαία τα χρειάζεται όχι για την ποίηση πάρα για τη μάχη του έρωτα, τα γλέντια. Με τα παρακάτω λόγια εκφράζει τη βαθιά απογοήτευση του ποιητή για τον άνθρωπο. Αρνείται αυτός να ακούσει τη φωνή της ανωτερότητας, να μείνει πιστός στην αληθινή του πατρίδα που δεν είναι άλλη παρά η ελευθερία.
«Τα γηρατειά δεν μας κάνουν παιδιά, όπως ο λόγος λέει
Μας βρίσκουν μόνον ακόμα αληθινά παιδιά»
Η εισαγωγή του έργου έχει γραφτεί από τον Γκαίτε για να προετοιμάσει τον θεατή – αναγνώστη γι’ αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν στο υπόλοιπο έργο. Έχει όμως την αξία του ο διάλογος ανάμεσα στα τρία πρόσωπα, γιατί διαφαίνονται τα βασικά διλήμματα που θα κυριαρχήσουν. Είναι και απαραίτητα σε κάθε μεγάλο έργο.
Ο διευθυντής του θεάτρου κλείνει τον πρόλογο, υπερτονίζοντας για ακόμη μια φορά τη χρησιμοθηρική στάση απέναντι στην ποίηση. Δεν τον ενδιαφέρουν τα άχρηστα που κάνουν το κοινό να σκέφτεται, αλλά αυτά με τα οποία το κοινό διασκεδάζει και το κάνουν να συνεχίζει τις αναλαμπές της νεότητάς του. Είναι, λοιπόν, άξιο προσοχής ότι όλος ο Φάουστ είναι ένα φιλοσοφικό ποίημα. Τα ερωτήματα και οι απαντήσεις δίνονται από τους πρωταγωνιστές. Το κοινό καλείται να διακρίνει την ουσία μέσα από τα λόγια. Το υψηλό δημιούργημα είναι απλό, γιατί διαπλέει την θάλασσα της ανθρώπινης ζωής πάνω σε γερό σκαρί. Μπορούν όλοι να επιβιβαστούν, λίγοι όμως, είναι αυτοί που θα καταφέρουν να κολυμπήσουν.
Ο Χριστόφορος Τριάντης είναι εκπαιδευτικός. Γράφει ποιήματα, διηγήματα και κείμενα.