Άλλαξε τη μπόλια της η μητέρα μου κ΄ ετοιμάστηκε
να πάει στην εκκλησία.
Καθαρή σαν αστέρι,
παρ΄όλα τα μαύρα της, κατεβαίνει τα πέτρινα
σκαλοπάτια κοιτάζοντας την ευγένεια του ήλιου
και τις άσπρες πορτοκαλιές. Δεν ξέρει η μητέρα μου
τι είναι ο ήλιος. Τον φαντάζεται αγάπη
που ανατέλλει στον ουρανό-δεν ξέρει η μητέρα μου.
[…]
Τώρα η μητέρα μου πηγαίνει στην εκκλησία.
Από εδώ κι από κει, στις άκρες του δρόμου
σαλεύουν οι λεύκες. Καθώς παιχνιδίζουνε
μέσα στο διάφεγγο, νομίζει κανείς
πως είναι ψυχές που χαίρονται οι λεύκες.
Πως κρέμεται ο ίδιος ο ήλιος
απάνω τους, ψαλιδισμένος σε φύλλα.
Ξεκόβοντας τέσσερα-πέντε σπουργίτια,
καθώς προχωρεί, φτερουγίζουνε παίζοντας
γύρω στους ώμους της.
Κάθε τόσο κονταίνει το βήμα,
αφουγκράζεται. Στις φωνές τους ανάμεσα,
θαρρεί πως ακούγεται ακόμη η παιδιάστικη
του γιου της φωνή…. Προσπαθεί να διακρίνει.
Θυμάται πως κάποτε στον ίδιο αυτό δρόμο
τον κρατούσε απ΄το χέρι, πως ήτανε άνοιξη.
Θυμάται, ξεχνιέται, ανοίγει τα δάκτυλα
του ενός χεριού, σα νάναι να πιάσει
πάλι το χέρι του. Κοιτάζει στο πλάι της.
Φορούν τα καλά τους οι λεύκες.
Τώρα παίρνει η μητέρα μου τη στροφή.
Μουρμουρίζουν απάνω της τα πλατάνια.
Περνά δίπλα στη βρύση που οι τρεις της αυλοί
μπερδεύουν τ΄ασήμι τους μέσα στ΄ αυλάκι.
Τόσα χρόνια κι ούτε ένα φθόγγος δεν άλλαξε.
Το νερό συνεχίζει τα ίδια,
τα ίδια, τα ίδια πράγματα πάντοτε.
Δεν άλλαξε τίποτα.
Απαράλλαχτα ίδια τα κλωνάρια της λεμονιάς
ξεπετιούνται απ΄ τους φράχτες.
Κι μέλισσες ίδιες κι ο βαθύς ολοκάθαρος
ουρανός κ΄η φωνή του βάτραχου στη στέρνα.
Μονάχα η παιδική ναυτική του αλλαξιά που δεν είναι
τώρα κοντά της, μονάχα τα χρυσά του
μαλλιά, κ΄εκείνο το φρέσκο γέλιο του
γύρω στ΄άσπρα δοντάκια του.
Τώρα φτάνει η μητέρα μου, πατάει το κατώφλι,
χαμηλώνει το βλέμμα της -τώρα μπαίνει στην εκκλησία.
Το πρόσωπο της ανάμεσα στη μαντήλα μοιάζει
μ ΄ένα ήμερο φως, που αχτιδίζει γλυκύτατα
σ΄ ένα πλαίσιο μαύρο. Προχωρεί προς το νάρθηκα.
Στέκεται ακίνητη πλάι στο στασίδι της.
Παρ΄όλο το γύρω της πλήθος, λιγνή
κ΄υψηλή μες στην άχνα
των κεριών, ξεχωρίζοντας, δείχνει ολομόναχη.
[…]
Της είπανε, μόνο, πως κάτι
έχω γράψει για τον Ταΰγετο-αλλά
δεν ξέρει η μητέρα μου,
τι είναι οι στίχοι. Ο Ταΰγετος, ξέρει,
είναι ένα βουνό που απ΄τη μια του πλευρά
είναι αυτή και στενάζει κι απ΄την άλλη ο Θεός.
Κι από τότε, σηκώνεται κάθε πρωί,
ακουμπάει στο παράθυρο κι από κει τον χαϊδεύει
τρυφερά με το βλέμμα της. Δεν ξέρει είναι αλήθεια,
κ΄ εγώ δεν της έγραψα. Πώς να γράψει κανείς
στα πουλιά; Να γράψει στ΄ αγριόδεντρα;
[…]
Έχει τώρα σταυρώσει τα χέρια της κι έχει
σκύψει μ΄ευλάβεια-τόσο που πια
το πρόσωπο της δεν φαίνεται κάτω απ΄ τη μπόλια της.
Είναι ώρα πολλή που δεν έχει σαλέψει.
Σιγοψέλνει το πλήθος. Σηκώνει την όψη της,
μισανοίγουν τα χείλη της, σκάζει ένα φως.
Πως μπορεί ένα πρόσωπο που το σκάψαν οι αρμύρες,
οι καιροί και τα πράγματα που ποτέ δε θα μάθει,
νάχει τόση γαλήνη; Πως γίνεται, αλήθεια,
ν΄αναδίνουνε κάτι σαν άνθη οι ρυτίδες του;
(Από «Τα ποιήματα» του Νικηφόρου Βρεττάκου, τόμος Α’, 2η έκδοση, Αθήνα 1984)
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (1 Ιανουαρίου 1912 – 4 Αυγούστου 1991) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και έλαβε πολλά άλλα βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη και το Πρώτο βραβείο Κρατικής Ποίησης.