Δεν θυμάμαι πότε ανταμώσαμε τελευταία φορά, θυμάμαι μονάχα ότι στις συναντήσεις μας, εγώ στεκόμουν πάντα πίσω από τον θεόρατο κορμό ενός γέρικου πλάτανου με τα μάτια κλειστά και καλυμμένα με τις παλάμες μου. Μετρούσα ασταμάτητα, 5, 10, 15, 20, και έφτανα μέχρι το δικό μου άπειρο. Παίζαμε κρυφτό, το αγαπημένο μου παιχνίδι, βέβαια πάντα με κέρδιζες εσύ, εγώ ποτέ δεν κατάφερνα να βρω την κρυψώνα σου. Σαν απάντηση της νίκης σου έπαιρνα τα ακόλουθα λόγια: «Είναι θέμα οπτικής η ανακάλυψη της πραγματικότητας». Θύμωνα μαζί σου, έτσι σταματούσα το μέτρημα και έβαζα τέλος στον ανταγωνισμό μας.
Τραβούσα για το σπίτι, εσύ ποτέ δεν έκανες την κίνηση να με σταματήσεις ή έστω να ακολουθήσεις τα άγουρα χνάρια μου. Έφτανες συνήθως μια ώρα μετά από μένα, ποτέ δεν σε ρώτησα τι έκανες ενώ βρισκόσουν μακριά μου, αλλά κι εσύ μπορεί να περνούσες το κατώφλι του σπιτιού αλλά δεν με πλησίαζες, με άφηνες μόνη να προσεύχομαι στο εικονοστάσι μέσα στο οποίο αναπαύονταν τάματα και σκέψεις καλά πλεγμένα μεταξύ τους, σαν να επρόκειτο από στιγμή σε στιγμή να γεννήσουν μια νέα ζωή.
Η επόμενη συνάντησή μας γινόταν στο δωμάτιο της κουζίνας, καθόμασταν πάντα αντικριστά, ποτέ ο ένας δίπλα στον άλλον, το θεωρούσαμε αγένεια. Δύο ψάθινες καρέκλες μάς φιλοξενούσαν, το τραπέζι ήταν σκεπασμένο με ένα πλαστικό χρωματιστό τραπεζομάντιλο, έτσι έκρυβε τα ναυάγια του χρόνου που είχαν καταβροχθίσει λαίμαργα το λούστρο του. Στην συνέχεια έπαιρνα ένα πορτοκάλι από την φρουτιέρα και με τα μικροσκοπικά μου δάχτυλα χώριζα την σάρκα από την φλούδα, όταν ολοκλήρωνα αυτή την σύντομη τελετή έφερνα τα χέρια μου κοντά στο πρόσωπο και ρουφούσα με όλη μου την δύναμη την ανεξίτηλη ευωδιά της φύσης, τώρα την μεταφράζω αθωότητα. Εσύ, δίχως να με ρωτήσεις, άρπαζες το μεγαλύτερο κομμάτι του φρούτου και το άφηνες ευλαβικά στο στόμα σου μέχρι που έλιωνε και η τελευταία του ίνα, κι ύστερα ξεκινούσες να φτιάχνεις δικούς σου κόσμους με την άναρχη φλούδα του πορτοκαλιού. Εγώ ποτέ δεν γευόμουν την ζουμερή σάρκα του φρούτου, μου αρκούσε να σε παρατηρώ, και πίστευα πως στο τέλος θα μου πρόσφερες κάποια λόγια σαν αντίδωρο. Ποτέ βέβαια δεν συνέβη η αόρατη ένωση του επίγειου χρόνου μας.
Τις νύχτες εσύ καθόσουν κοντά στο παράθυρο και με μια κλωστή έκανες κόμπους, ήθελα να μάθω τι έκρυβες μέσα τους, ποιες σκέψεις ανάσταινες και ποιες έθαβες, δεν τόλμησα ποτέ να ραγίσω την αφηρημένη ισορροπία μας, σεβόμουν βλέπεις τον εαυτό μου. Εγώ, καθισμένη πάντα στο ξύλινο πάτωμα, δίπλα από την σκουρόχρωμη ντουλάπα, περίμενα να ξημερώσει, δεν μου άρεσαν τα όνειρα γι’ αυτό έμενα ξάγρυπνη, και για άλλη μια φορά παρατηρούσα εσένα που στριφογύριζες πάνω στο κρεβάτι ενώ μπλεκόσουν στα φρεσκοπλυμένα σκεπάσματα. Γνώριζα πως όταν το μέτωπό σου άρχιζε να μοιάζει με παγωμένη άθραυστη λίμνη, κάποιος εφιάλτης σάρωνε την πολύτιμη γαλήνη σου, έτσι δίχως δεύτερη σκέψη σε ξυπνούσα δεν ήθελα να γίνεις σαν κι εμένα μία σκιά με όψη ανθρώπινη. Στην συνέχεια τα βλέμματά μας εισέρχονταν στην ίδια τροχιά για ελάχιστα δευτερόλεπτα, όμως καμία κουβέντα δεν γινόταν ξύλινο γεφύρι ανάμεσά μας. Χάσμα μυθικό είχε τα χαλινάρια της ζωής μας.
Τα χρόνια πέρασαν, μία ομιχλώδες βοή έσβησε την μορφή σου, μεταμορφώθηκες σε αχνό σκίτσο ενώ εγώ γιγαντώθηκα, έγινα ένας βαρετός ενήλικος μονόλογος. Πάντα πίστευα πως δεν ήσουν πλάσμα της φαντασίας μου, όμως έχεις χρόνια να με επισκεφθείς, δεν ξέρω πια τι να πιστέψω, ίσως να σε σκότωσα εγώ καθώς μεγάλωνα.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε στον Πειραιά και είναι δασκάλα ισπανικής γλώσσας. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της με τίτλο «Αξελερέ» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2021 από τις εκδόσεις Συρτάρι.
Φωτογραφία: Izabela Urbaniak