Γιώργος Δουατζής | Γραφή. Η μεγάλη περιπέτεια (μέρος τρίτο)

Τελετουργία αφεαυτής η διαδικασία της γραφής, όπου, όπως κι αν γίνεται. Για τον καθένα άλλη, διαφορετική. Δεν σκέφτηκα ποτέ αν ακολουθώ συγκεκριμένη διαδικασία. Ξέρω ότι γράφω. Ακούω πάντοτε μουσική όταν γράφω. Με συνοδεύουν φωνές, σαν εκείνες των καστράτων στο Stabat Mater του Vivaldi, τα κορσικάνικα πολυφωνικά τραγούδια. Αγαπώ πολύ την κλασική μουσική και την παλιά τζαζ.

Η πεζογραφία με ξεκουράζει. Η Ποίηση με διεκδικεί ολοκληρωτικά. Ο στοχασμός, αδελφός της Ποίησης, ξάδελφος της πεζογραφίας. Οπότε, τα ταξίδια ατελείωτα…

Την αρμονία προσλαμβάνω ως ισορροπία μέσα από τον διαρκή διάλογο με τον εαυτό, τους άλλους και τον κόσμο. Είναι η διάχυση της ματιάς σε ό,τι μπορώ να προσλάβω ως σύμπαν. Αν δεν μπορώ να διαλέγομαι με τον εαυτό μου, δεν μπορώ και με τον άλλον. Ο επί της ουσίας διάλογος, οδηγεί στην αρμονία. Κι όταν γράφεις, ευτυχής, διότι βλέπεις την πορεία τής εντός και περιρρέουσας αρμονίας.

Χτυπούν την πόρτα οι αναμνήσεις. Συχνά, τη βροντοχτυπούν. Το υλικό των αναμνήσεων, άλλοι το αγνοούν, άλλοι το αποστρέφονται, άλλοι το δέχονται ως πολύτιμο μάθημα και άλλοι το μορφοποιούν σε έργο. Οι τελευταίοι πιο τυχεροί. Οι ανασκοπήσεις ενίοτε πονούν, αλλά είναι άκρως διδακτικές.

Ναι. Η γραφή μού χάρισε πολλές χαρές. Ίσως, διότι κατάλαβα από καιρό ότι είσαι ευτυχέστερος αγαπώντας και προσφέροντας. Δυστυχείς όσοι φθονούν τους ομοτέχνους συγγραφείς και ποιητές, στερούμενοι τη μοιρασιά της χαράς που προσφέρουν τα έργα των άλλων. Όταν δε εγώ είμαι αιτία χαράς στους άλλους, η δική μου διπλασιάζεται.

Γελούσα λέγοντας ότι «θα με απολύσει το αφεντικό γιατί δεν έγραψα λέξη», υπονοώντας αυτό το αόρατο στοιχειό που μου δημιουργούσε ως και ενοχές όταν δεν έγραφα. Λες και ήμουν υποχρεωμένος να γράφω ή κάποιος θα μου ζητούσε το λόγο για την παροδική συγγραφική αδράνεια.

Η γραφή με διασώζει, ορισμένες φορές, να μην μπω στα χωράφια της τρέλας. Ίσως γι’ αυτό μοναδικός πραγματικός φόβος είναι μη χάσω τα λογικά μου και φυσικά θα αγνοώ ότι τα έχασα. Ο φόβος της παράνοιας είναι μορφή παράνοιας; Η οικεία μου αίσθηση του παρών-απών; Βέβαια μαζί με αυτές τις διερωτήσεις, αναρωτιέμαι, τι με νοιάζει…

Ποιος πήγε προς τον άλλο; Εγώ ή η γραφή; Πότε έγινε αυτή η συνάντηση; Δεν θα μπορούσε να υπάρχει ο ένας χωρίς την άλλη και αντίστροφα. Η συνάντηση ουσιαστική και οι χρονικοί προσδιορισμοί παράταιροι. Η συνάντηση ήταν ένα είδος αλληλοκατάληψης. Εδώ δεν υπάρχουν ισορροπίες, μόνο αφοσίωση και ένα ολόκληρο σύστημα ενοχών που πηγάζει από αδιόρατες υποχρεώσεις, τόσο απούσες όσο και ισχυρές. Και βεβαίως, όπως σε όλες τις σχέσεις, υπάρχει ανταλλαγή προϊόντων, καμιά φορά ανισοβαρών.

Υπηρετώ τη γραφή κι αυτή μου δίνει γενναίες δόσεις γεγονότων ζωής. Αυτή η είσπραξη έχει γερό τίμημα, πολύμοχθες προσπάθειες, ξενύχτια, χαρές, πόνο, αλλά και ίαση. Ο πόνος εμπεριέχει την ίαση, όπως η αλήθεια την αναίρεσή της. Κάποιοι θα γελούσαν με όλα αυτά και θα κουνούσαν με συγκατάβαση το κεφάλι.

Είναι τόσο μεγάλη η ευτυχία να γράφεις, ως και για τα τραγικότερα πράγματα. Είναι τόση η χαρά της γραφής που ισορροπείς τη μεγαλύτερη λύπη.

Τι αρρώστια κι αυτή, να μη μου φτάνει η πραγματικότητα και να επινοώ συνεχώς μιαν άλλη στα πεζογραφήματα ή να μπαίνω βαθιά μέσα της γράφοντας ποιήματα, κι ας ματώνω.

Η αναμέτρηση με τους άλλους είναι ευτελής. Αντίπαλο δέος της, η ταπεινότητα. Η σύγκριση προωθεί τη σκέψη, προάγει τη δημιουργία. Το δε μεγαλύτερο στοίχημα, η αναμέτρηση με τον εαυτό.

Για να παραχθεί έργο, δεν φτάνει να χειρίζεσαι επιδέξια τον λόγο. Χρειάζεται να αγκαλιάζεις τον κόσμο με αισθαντικότητα, να αφουγκράζεσαι ως και τον μικρότερο ψίθυρο της ψυχής του. Χωρίς τον διπλανό δεν υπάρχει έργο, είτε ως πρόκληση δημιουργίας, είτε ως υποκείμενο μοιρασιάς.

Τα σπουδαία έργα βγαίνουν με ερέθισμα από κάθε είδους συναισθήματα -χαράς ή λύπης, είναι αδιάφορο- αρκεί να είναι γνήσια και ανεπιτήδευτα.

Αρκετές φορές σκέφτηκα να τυπώσω μόνο ένα βιβλίο και να το δώσω στη σύντροφό μου ή να φτιάξω δέκα αντίτυπα να τα μοιράσω στους λίγους που εκτιμώ.

Δεν θέλω η τέχνη μου να υπηρετεί απαραίτητα κάποιο σκοπό. Την υπηρετώ εγώ κι έτσι παράγεται έργο. Αν αυτό είναι χρήσιμο στους άλλους νιώθω ένα είδος ικανοποίησης, φαντάζομαι, επειδή έτσι νιώθω χρήσιμος.

Υπάρχουν έννοιες, στο όνομα των οποίων έχει χυθεί πολύ αίμα, όπως η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η αλήθεια. Κι αυτές τις νοητές υπάρξεις, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδη συστατικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υπηρετεί συνήθως ο καλλιτέχνης, ο ποιητής.

Η γραφή είναι αναζήτηση ενός στόχου πολύ ασαφούς, που σχηματοποιείται με την ολοκλήρωση ενός βιβλίου. Δεν ξέρω πιο μοναχική δουλειά. Είμαι τυχερός βέβαια που μου φτάνουν ένα χαρτί κι ένα μολύβι για την τέχνη μου και ένας αναγνώστης που εκτιμώ την κρίση του για την ουσιώδη μοιρασιά.

Είναι σκληρότερα τα υλικά της τέχνης μου σε σχέση με άλλους δημιουργούς. Διότι δεν προσπαθώ να μιλήσω με χρώματα ή νότες, αλλά με απολύτως συγκεκριμένες λέξεις, με ακριβή, ευκρινή νοήματα. Η ασάφεια του μηνύματος σε ένα έργο (ζωγραφικής, μουσικής), αυτή η ευρυχωρία, δίνει αίσθηση ελευθερίας, ευτυχίας στον καλλιτέχνη. Στον ποιητή συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Δεν θα μπορούσα να γράψω κάτι για να περνάει η ώρα, η δική μου ή του αναγνώστη. Ίσως διότι δεν γνώρισα ακόμα την πλήξη, την ανία. Και δεν έμαθα ακόμη, αν στη διάρκεια της μέρας ξεκλέβω χρόνο για την καθημερινότητα ή για τη γραφή.

Έρχονται στίχοι στη σειρά, δεν μπορώ να ελέγξω ροή, ρυθμό, αυτοδύναμοι, αυτόνομοι, συχνά με τσακίζουν. Ως και σωματικά, με βάρος στο κεφάλι, ταχυκαρδία, ένταση νευρική και διάφορα άλλα. Βλέποντάς με την επομένη, οι άθλιοι, μου χαμογελούν σαρκαστικά και διερωτώμαι για την πατρότητά τους, αφού με γεμίζουν υποψίες. Ευτυχώς που έμαθα πια τον γραφικό μου χαρακτήρα και δεν με ξεγελούν…

Ως και στα διηγήματα που γράφω, οι ήρωες με οδηγούν, τους βλέπω με μορφή, ένδυση, φιγούρες γνώριμες παλαιόθεν. Κι όταν είναι αξύριστοι, το παρατηρώ. Για να είμαι ειλικρινής, το τελευταίο που με ενδιαφέρει όταν γράφω πεζά είναι η πλοκή. Τη θεωρώ αφορμή για να εκφράσω σκέψεις – πραγματική αιτία της γραφής. Είναι ένα πλέγμα η πλοκή, όπου ξετυλίγω τη σκέψη μου.

Τι χαρά μου δίνουν αυτά τα περίφημα μπλοκάκια μου… Τα ξεχνάω καμιά φορά και όταν τα ανακαλύπτω πάλι, γεμάτα λέξεις, μπαίνω στα τρίσβαθά τους. Δεν γυρίζω πίσω στον χρόνο, αλλά διαβάζω με άλλα μάτια αυτά που έγραψα και νιώθω να διαβάζω ένα καινούργιο βιβλίο. Κι ας υπάρχουν μόνο μια δυο φράσεις στο αγαπημένο μπλοκάκι των ημερολογιακών καταγραφών.

Συχνά έχει φτάσει ο νους σε επίπεδα που δεν μπορούν να εκφράσουν οι λέξεις. Σαν να ανακαλύπτεις το τέλος των λέξεων, οριακά τα νοήματα. Κι έπειτα, σαν έκρηξη, απόλυτη, άγια σιγή.

Ομολογώ, δεν με δυσκόλεψε η γλώσσα. Τη σέβομαι και αγαπώ ιδιαίτερα το πλούσιο λεξιλόγιο που δίνει άνεση στην επιλογή λέξεων και αίσθημα ελευθερίας.

Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν είναι πραγματικά χρήσιμες οι διορθώσεις σε πεζά, σε ποιήματα. Κάθε κίνηση γραφής ξεκινάει από την επιθυμία για κίνηση, για ζωή. Όπως έλεγα, έφηβος, επιστρέφω πιστεύοντας ότι κάθε διόρθωση αφαιρεί γενετήσια μυρωδιά, αγνότητας, άδολης αγάπης.

Μεγάλη πατρίδα μου γραφή, τι θα απογίνω αν χάσω την πολυδιάστατη αγκαλιά σου, την ολάνοιχτη θύρα της ψυχής σου, τη ζωογόνα πνοή της ανάσας σου, το γόνιμο χωράφι της νόησης, τη μοναδική χωρίς θεούς θρησκεία μου…

Εν αρχή ην ο Λόγος, ερχόμαστε πάλι στον χρόνο, με τη λέξη αρχή να τον προσδιορίζει. Δέσμιοι του χρόνου πάντα. Εδώ μπαίνει και η μνήμη, με τις αναμνήσεις να αποτελούν υλικό γραφής. Τι να καταγράψει ο λόγος χωρίς τη μνήμη; Γράφω κάπου: «ανώφελα πασχίζω/να στραγγίξω τη μνήμη μου/για να μην έχω τίποτα να γράψω πια». Ο παρελθών χρόνος ως ανάμνηση δίνει το υλικό της γραφής. Ανάμνηση, που τροφοδοτεί τη γραφή και βγαίνει από τη συνείδηση ή άλλες σκοτεινές περιοχές του νου. Δεν κρύβω, ότι το ενδεχόμενο που τρέμω –σε πόσους δεν έχει συμβεί άλλωστε– είναι μην τύχει και χάσω τη μνήμη μου και νεκρωθεί μέσα μου η ζωή, η γραφή.

Δυστυχώς, από τη μία δεν ελέγχω τις αναμνήσεις που έρχονται ερήμην μου, κι από την άλλη είμαι ανίκανος να φέρω στη μνήμη μου και να πω έστω και ένα μου στίχο.

Το έργο όταν δημοσιοποιείται δεν ανήκει πλέον στον δημιουργό. Να είναι αυτός ο τελικός του προορισμός; Αλλά έτσι κι αλλιώς, το ποίημα θέλει να ολοκληρωθεί στην επαφή του με τον αναγνώστη.

Δεν έχω το κουράγιο που είχα και δεν γράφω τις νύχτες, παρότι με ξυπνούν οι στίχοι, παρότι το μπλοκάκι είναι πάντα δίπλα στο κομοδίνο. Είναι στίχοι που έρχονται από τα όνειρα, από τις αναμνήσεις που δουλεύονται με άγνωστο τρόπο στο υποσυνείδητο. Και το χειρότερο; Δεν θυμάμαι τίποτα ξυπνώντας το πρωί.

Έχουν ενδιαφέρον οι διηγήσεις περιστατικών που κάνουμε αναθυμούμενοι γεγονότα. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να απαλείφει τα οδυνηρά και να κρατάει τα ευχάριστα. Κάποιος μηχανισμός απωθεί συνήθως όσα πονούν. Η πείρα μού έδειξε πως δεν κλείνει ερμητικά η πόρτα στις πικρές αναμνήσεις. Στο ποίημα που συνιστά μια ιδιότυπη αφήγηση δεν δουλεύει ο μηχανισμός απώθησης των οδυνηρών. Αδυσώπητη η ποιητική γραφή. Υπηρετεί πιστά την αλήθεια, δεν μας χαρίζεται ποτέ.

Δεν θα συμφωνήσω ότι το ποίημα γράφεται μόνο σε κατάσταση θλίψης, πόνου. Έχω γράψει ποιήματα γεμάτος χαρούμενη διάθεση. Η ανάγκη να βγει στο χαρτί το ποίημα, ανεξαρτήτως συναισθηματικής κατάστασης, είναι το ίδιο ορμητική, απαιτητική, ατίθαση.

Αίσθηση απομόνωσης από το περιβάλλον, κι ας βρίσκομαι ανάμεσα σε κόσμο όταν γράφω στο μπλοκάκι μου. Μόνος. Απολύτως. Το λευκό χαρτί πλημμυρίζει γράμματα. Το τίποτα γίνεται κάτι. Κι αν αναρωτηθώ γιατί, δεν έχω απάντηση. Άλλωστε, τι μυστήριο της δημιουργίας θα ήταν, αν υπήρχε απάντηση στο μυστήριο.

Ποιος δίνει και γιατί το σήμα της εκκίνησης γι’ αυτό το δίχως τέλος ταξίδι της γραφής;

Άλλη η συνθήκη γραφής του πεζού λόγου, τελείως άλλη της Ποίησης. Κρασί κι απόσταγμα…

Τις ώρες της επιλεγμένης μοναχικότητας πάλευα πάντα για την υπέρβαση δυνατοτήτων στη σκέψη και τη γραφή. Τα κατάφερα; Δεν γνωρίζω αν οριοθετούνται αυτές οι δυνατότητες με την ανασφάλεια μεταξύ αυτού που νομίζουμε και αυτού που πραγματικά υπάρχει.

Η ανάγκη μοιρασιάς, μία από τις χιλιάδες κατασκευές που υπηρετούν αιτούμενα κι επιθυμίες. Γι’ αυτό προσπαθούν οι άνθρωποι να συν-ομιλήσουν. Αλλά συνομιλία δεν σημαίνει απαραίτητα πλήρη κατανόηση του λόγου που εκφέρεται. Οι συνομιλίες με τον εαυτό, όπου επίσης εμφιλοχωρούν μυριάδες αμφιβολίες, είναι και οι συχνότερες σε όσους γράφουν.

Πιστεύω πως οι περισσότεροι λογοτέχνες και ποιητές οδηγούνται από εσωτερικές φωνές. Θέλει περίσσια τόλμη η γραφή. Τόλμη να ακούσεις αυτές τις φωνές, να σκάψεις μέσα σου και πάλι τόλμη για να δημοσιοποιήσεις αυτό που βρήκες.

Η προβολή των υποπροϊόντων τέχνης σαν πραγματική τέχνη ενισχύει την κρίση πολιτισμού. Παρ’ ότι βλέπω θετικά τη διάχυση ποιημάτων στο διαδίκτυο, φοβάμαι πως η υπερβολική προβολή… «παραποιημάτων» κάνει κακό σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την Ποίηση. Και αρκετούς θα τους απωθεί, μιας και εκλαμβάνουν ως ποίημα ένα κακοτεχνούργημα πνιγμένοι στα παραποιήματα και την παραλογοτεχνία. Είναι αυτό που λέει ο φίλος ζωγράφος Μιχάλης Αμάραντος: Πώς να πείσεις κάποιον ότι η άνοστη μεταλλαγμένη τομάτα που τρώει δεν είναι τομάτα, αφού ποτέ δεν γεύτηκε την πεντανόστιμη –εξ αντικειμένου βιολογική– τομάτα που τρώγαμε στα παιδικά μας χρόνια;

Δεν μπορείς να κρυφτείς από τις λέξεις, συχνά σου μιλούν αυτές, και κατά βάθος σου αρέσει να σε βασανίζουν… Μαρτύριο και μαρτυρία η γραφή, όπως έλεγε και ο αγαπημένος μου Γιάννης Δάλλας.

Στο βιβλίο μου Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη λέει ο ποιητής Ευχέτης: «Από την εφηβική ηλικία γεύτηκα την ιερή μελαγχολία, που έγραψε ο Ντοστογιέφσκι σε δύο αράδες από τους Δαιμονισμένους του. Λέει: “Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς κατάφερε να αγγίξει τις πιο ευαίσθητες χορδές στην καρδιά του φίλου του. Κατάφερε και τον έκανε να νιώσει εκείνη την πρώτη, την ακαθόριστη ακόμα, αιώνια και ιερή μελαγχολία που φτάνει να τη δοκιμάσει μια φορά και να τη γνωρίσει μια εκλεκτή ψυχή, για να μην την ανταλλάξει πια ποτέ της με καμία φτηνή απόλαυση”». Ε, φαίνεται πως γράφω διότι δεν αντάλλαξα την ιερή αυτή μελαγχολία.

Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τη λειτουργία που επισυμβαίνει όταν βλέπω εικόνες. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο παρατηρώντας έναν πίνακα ζωγραφικής. Θα τολμούσα να πω ότι σκέφτομαι με εικόνες, εικόνες πάνω στις οποίες επεμβαίνω, τις μικραίνω, τις μεγαλώνω, τις αποχρωματίζω, τις πολλαπλασιάζω –σαν τα καλειδοσκόπια που λέει ο Καλβίνο– και μπαίνω σε έναν στρόβιλο αναπαραγωγής τους, που θα έλεγες ότι δεν έχει τέλος.

Μη με ρωτήσετε αν τα βιβλία μου είναι πραγματικά, απαντήστε εσείς σ’ αυτό. Σας βεβαιώ, όμως, ότι είναι αληθινά.

Αν μπορούσα να καταγράψω όσα ταχύτατα διαπερνούν το μυαλό μου, πόσα βιβλία θα είχαν γραφεί;

Παλαιότερα, λόγω αναγκών βιοπορισμού που γύριζα εξουθενωμένος στο σπίτι, έγραφα μόνο τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα. Την ημέρα, σημείωνα στίχους που κατέκλυζαν το μυαλό μου σε άσχετες ώρες και τόπους, π.χ. στη διάρκεια ενός ρεπορτάζ ή στην τηλεόραση κατά τη σύσκεψη για τα θέματα της ημέρας. Τώρα, δεν θα έλεγα ότι προτιμώ κάποια συγκεκριμένη ώρα για να γράψω, άλλωστε, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε επισκεφθεί ένα ποίημα. Δουλεύω πια πειθαρχημένα και επεξεργάζομαι, σε συγκεκριμένες ώρες, με πρόγραμμα, όσα πρωτογενώς έχουν γραφεί. Δουλεύω από νωρίς το πρωί και τα απογεύματα, πάντοτε συντροφιά με κλασική μουσική, λόγω παιδιόθεν αγάπης μου.

Αναρωτιέμαι πώς μπορώ και γράφω ακόμα στο χέρι με φοβερή ταχύτητα πάνω από τριάντα σελίδες, χωρίς να κουραστώ. Τι υπερνικά τη σωματική κόπωση, όταν υπό κανονικές συνθήκες το μυϊκό σύστημα του χεριού δεν ανταποκρίνεται στην προσπάθεια να γράψω με μολύβι πάνω από   δυο σελίδες;

Θυσίασα πολλά από την προσωπική μου ζωή για να γράψω. Αλλά, μήπως η προσωπική μου ζωή ήταν ακριβώς αυτό;

Ασαφείς πάντοτε οι απαντήσεις: Γιατί έγραφα από παιδί; Τι με οδηγούσε στον ωκεανό των λέξεων, όπου πρώτιστη φροντίδα μου ήταν να βρω την καταλληλότερη λέξη βάζοντάς την στη σωστή σειρά; Τι με οδηγούσε στην αναζήτηση της υποδορίως κρυμμένης στις λέξεις μουσικής; Έναντι τίνος διαγωνιζόμουν; Γιατί προχωρούσα στην έκδοση των βιβλίων μου; Γιατί δεν διάβασα ποτέ ένα τυπωμένο βιβλίο μου;

Είμαι κακογράφος, ιδίως όταν βιάζομαι να καταγράψω μια σκέψη. Πολύ συχνά δεν μπορώ να διαβάσω τα γράμματά μου, είτε λόγω κακογραφίας, είτε διότι γράφω σε σκοτεινά μέρη όπως σε μια παράσταση ή στον κινηματογράφο, οπότε το αποτέλεσμα είναι πραγματικά αστείο. Τότε, ή προστρέχω στη βοήθεια της γυναίκας μου ή με τις ελάχιστες λέξεις που μπορώ να διακρίνω, γράφω κάτι από την αρχή.

Αγαπάω όλα μου τα έργα, με ξεχωριστό τρόπο το καθένα. Κάθε ποίημα που βλέπω με παραπέμπει στις στιγμές που γεννήθηκε. Θυμάμαι πάντα πού, γιατί και σε ποιες συνθήκες έχω γράψει κάτι, ως και μυρωδιές θυμάμαι, αλλά ποτέ το πότε, όπως δεν μπορώ να αποστηθίσω ούτε ένα στίχο μου.

Άλλοι μεμψιμοιρούν για τη μοναξιά τους. Εγώ πάλι αναρωτιέμαι τι θα έκανα χωρίς αυτήν. Ίσως χωρίς την παρέα της να μην είχα γράψει λέξη.

Καταγράφοντας εμπειρίες μου αντιλήφθηκα ότι επινοούσα λεπτομέρειες, τις οποίες πιθανώς να μην είχα ζήσει πραγματικά. Διαπίστωσα επίσης ότι γράφοντας ένα πεζογράφημα σπανίως ασχολήθηκα με τη μορφή των ηρώων ή με τον περιβάλλοντα χώρο. Παρά ταύτα είχα ευκρινέστατη εικόνα τους, τους έβλεπα ζωντανούς. Συνήθως έγραφα μόνο για τη σκέψη, τα συναισθήματά τους. Δεν κατάφερα ποτέ να αναλύσω γιατί έχω αυτή την τάση.

Συνήθως οδηγώ τους ήρωες των βιβλίων μου στην αβεβαιότητα, η οποία αποτρέπει το να χαρακτηριστούν υγιείς τουλάχιστον σε ό,τι αφορά αυτό που λέμε πολιτικώς ορθό. Θα ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να πω ότι γνωρίζω ελάχιστους έως κανέναν υγιή γύρω μου;

Γιατί δεν μπόρεσα σχεδόν ποτέ να διαβάσω ένα βιβλίο μου τυπωμένο; Μόλις γινόταν το χειρόγραφο βιβλίο, έφευγε για πάντα από μένα. Ως γραφή, προερχόταν από τη μοναξιά μου. Ως βιβλίο, ελάττωνε τη μοναξιά των άλλων.

Δεν φοβήθηκα ποτέ το άδειο λευκό χαρτί. Πάντα ήξερα ότι το αγαπημένο μου μαύρο μελάνι θα το γεμίσει με λέξεις. Λέξεις που στις πλέον απίθανες στιγμές απαιτούν να καταγραφούν. Η γραφή ήταν συντροφιά μου σε δύσκολες, όμορφες, απεγνωσμένες στιγμές, ήταν σωτήρια παρούσα και ταυτισμένη με την ύπαρξή μου. Ξέρω ότι κάποιοι θα μιλήσουν για παθογένεια. Αλλά, έχει σημασία;

Το μόνο που δεν μπόρεσα ποτέ να προγραμματίσω ήταν το τι θα γράψω, αφού ποτέ δεν γνώριζα εκ προοιμίου πότε και τι θέλουν να αποτυπώσουν οι λέξεις με διάμεσο εμένα.

«Η ομιλία ύψιστη δημιουργός αβεβαιότητας» είπε σοφά ο Ζοζέ Σαραμάγκου και σκέφτομαι τη μόνιμη αμφιβολία, αν μπορώ να εκφράσω όσα προσλαμβάνω, και κυρίως τα συναισθήματά μου. Δεν χωρούν όλα στις λέξεις, δεν απεικονίζουν το όλον της επιθυμίας να εκφραστώ. Έτσι και κάθε αναγνώστης δεν θα προσλάβει ποτέ το όλον που προσπάθησα να καταγράψω. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο, όπου η γέφυρα ασταθής ως προς την ταύτιση πομπού-δέκτη.

Κι αφού έρθει η πρώτη γραφή, τη στιγμή που δεν ορίζεις τίποτα, όταν το χέρι μετασχηματίζει τη σκέψη σε στίχους, τότε αρχίζει το βασανιστικό μέρος της επεξεργασίας που δεν σταματά ποτέ, όσες φορές κι αν ξανακοιτάξεις το ποίημα. Πάντα θέλεις ν’ αλλάξεις κάτι, συνήθως αφαιρετικά, για να μείνει η ουσία απέριττη, οπότε και βλέπεις να αναδύεται η ομορφιά χωρίς στολίδια. Οδυνηρό παιχνίδι με τις λέξεις, των οποίων τη χώρα δεν θα κατακτήσω ποτέ.

Δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω κάτι πρωτότυπο, αλλά κάτι αληθινό. Αν έχω στο νου μου τον αναγνώστη όταν γράφω, είναι βέβαιο ότι δεν θα μπορούσα να γράψω λέξη. Σωστά λέει ο Ιονέσκο: «Μόλις σκεφτώ ότι οι σελίδες αυτές μπορεί να δημοσιευτούν, η αλήθεια τους αλλοιώνεται».

Με κάνει ευτυχισμένο, όταν ένας στίχος μου ακουμπήσει έστω και έναν άνθρωπο, τον προκαλέσει να σκεφτεί παραπάνω και να γίνει, έστω κατ’ ελάχιστο, καλύτερος άνθρωπος αγαπώντας τον διπλανό.

Γράφοντας, απλώς απεικονίζω το πώς μού παρουσιάζεται ο κόσμος και παλεύω να ανασυνθέσω τη δική μου πρόσληψη της ζωής. Δεν θέλω να πείσω τον αναγνώστη για τη δική μου πραγματικότητα, αλλά να τον κεντρίσω να ανακαλύψει νέες πτυχές με τα δικά του εργαλεία.

Αρκετές φορές νιώθω σαν να μου ζητούν να απολογηθώ για δικά τους κρίματα. Αυτό δεν με κάνει συμμέτοχο, συνένοχο ή ενοχικό, αλλά με φορτώνει με ένα βάρος. Είναι μια διαδικασία παράδοξη, που με ωθεί στην περισυλλογή.

Κάθε που τελειώνω ένα βιβλίο, βγαίνει μια μεγάλη εκπνοή ανακούφισης, παρότι κατά βάθος ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι τελείωσε οριστικά ένα έργο. Με παιδεύουν τα γραψίματα, όχι τόσο τα πεζά, όσο τα ποιήματα. Και πάντα θεωρώ ότι για να υπάρξει το βιβλίο σημαντικό ρόλο έχει ο αναγνώστης.

Με ρώτησαν: Αν κάποιος σας χάριζε την αιώνια νιότη με αντίτιμο την απώλεια της συγγραφικής ή αναγνωστικής σας ιδιότητας, θα το δεχόσασταν; Απάντησα και βέβαια όχι, αναλογιζόμενος τη βάσανο μιας οιονεί νεότητας, χωρίς προοπτική ωριμότητας. Ζωή χωρίς γραφή και ανάγνωση, τι ζωή θα ήταν;

Συμβαίνει μερικές φορές να έχει ίση σημασία ο τρόπος έκφρασης, η ομορφιά, η ακρίβεια, όσο και το νόημα που εκφέρει ο λόγος.

Ναι. Το εύρος και την ποιότητα της ελευθερίας που μου χάρισε η γραφή, δεν την βρήκα αλλού.

(Από τις «Χρονογραφίες-σημειώσεις ημερολογίου», Κεφ. 16.Γραφή. Η μεγάλη περιπέτεια, εκδόσεις Κάκτος, 2021)


Ο Γιώργος Δουατζής είναι ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος.


Διαβάστε επίσης:

Γιώργος Δουατζής | Γραφή. Η μεγάλη περιπέτεια (μέρος πρώτο)

Γιώργος Δουατζής | Γραφή. Η μεγάλη περιπέτεια (μέρος δεύτερο)

2 σκέψεις σχετικά με το “Γιώργος Δουατζής | Γραφή. Η μεγάλη περιπέτεια (μέρος τρίτο)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.