Στον Βαγγέλη Τασιόπουλο
Δρόμοι και λίθοι της γαληνοτάτης πόλης
Νερά που περίσσεψαν και κατεβαίνουν απ` το Καλάθι
Σπίτια πάνω σε σπίτια με τα σοφά σκυλιά να ψάχνουν τη θάλασσα
Και θάλασσα δεν βλέπουν
Σπίτια πάνω στα περιβόλια που βύθισε ο ουρανός
Και συνεχίζουν να βγάζουν φωτιά
Ξοπίσω διαδηλωτές κυνηγώντας σφίγγες που πέτρωσαν
Και μπροστά καταμεσής στο δρόμο φαράγγια εν ειρήνη
Μοιάζουν ξένα και ιερά
Όταν το φως φυσά τα πνεύματα των καταραμένων
Στην παγωμένη χώρα
Όπου οι απόγονοι δεν κρύβονται στον ουρανό
Μέσα βαθιά στα μάτια αδειάζουν τα θρύψαλα της σάρκας
Με android ολούθε τριγυρίζουν
Σβήνουν το χρόνο καίνε με λέξεις τ` άστρα
Σκεπάζουν βουνά και κάμπους κι` αγρούς ταραγμένους
Πλάι τους βαδίζει ένα κοπάδι άλογα γαλήνια
— revera a gloria
Σκορπίζουν στο δρόμο κίτρινη σκόνη
Ό,τι απόμεινε απ` το ερμητικό ταξίδι
Νεκροί που αναπνέουν απέραντη σκόνη
Σκόνη σαν μουχλιασμένο βιβλίο
αδύνατο να κατοικηθεί
Όπως το λιμάνι ενός ορισμένου δειλινού του χειμώνα με χιόνι
αδύνατο να κατοικηθεί
Και η αταξία του φεγγαριού με τους πολυμήχανους δορυφόρους
Και τη σκοτεινή γλώσσα των υλικών
αδύνατο να κατοικηθεί
Μόνο ο μαινόμενος ουρανός
Κι` εκείνος μόνο το πένθος αντέχει
Τώρα μιλά το σώμα
Η αίσθηση των μακρινών τόπων
Με αρκούδες άχυρα και κύκνους
Νύχτα χθόνια ψυχή
Με γλεντοκόπους κι` εραστές
Νύχτα κρεμασμένη στο ράμφος της σάρκας
Με πρόστυχα τραγούδια
Σε αμμόλοφους που στέρεψε τ` αλάτι
Των πολιορκημένων οδοιπόρων
Στην πορεία για την αποικία
Μέσα από κούφια καράβια
Και πληγές στο κεφάλι
Μισοκρυμμένοι σε απόκρυφες σπηλιές
Θαύμα του αέρα
Το όμορφο σκουλήκι του αέρα
Σε αυτή τη βάρβαρη περιπέτεια
Σαν ρίγος στις ώρες που πληθαίνουν τα ερείπια
Και το μάτι φεύγει
με του ζώου τους τραχείς ρυθμούς
κάποια νύχτα που δεν μπορεί να γίνει μέρα
Τώρα μιλά το σώμα
Στον διάπυρο ουρανό
Χοροπηδούν οι φλούδες των φρούτων
Και τα έκλυτα ήθη των έφιππων της Σπάρτης
Στο ξέφωτο της Άμφειας
Γίνονται ζώα παράξενα
Της γλώσσας σάρκα
Σαν άγουρο σύκο
Γεμάτο γάλα φωνές και θρήνους
Για τούτο το φως που πνίγεται σε τρίσβαθο ποτάμι
Τυφλωμένο από τη μανία του ήλιου
Από χαρούμενες μιγάδες και πρόσωπα γυμνά
Καθώς έρχονται ξανά τα είδωλα
Αρματωμένα με φωτιά
Τη μέρα που οι νεκροί καπνίζουν
Ξυπόλυτοι στα νερά της σελήνης
Και ο διάβολος τουλάχιστον συγκρατεί τις αμαρτίες τους
Ο Κώστας Γουλιάμος είναι ποιητής, συγγραφέας, πρ. Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών και Επίτιμος Καθηγητής σε πανεπιστήμια της Κίνας.
Φωτογραφία: Broesis