Τα απογεύματα τους έβλεπα που σύχναζα στο κέντρο: ζευγάρια περπατούσαν κρατώντας πανάκριβες μηχανές καφέ μέσα σε γυαλιστερές, με σκαλιστά λογότυπα, σακούλες. Τα αγόρια φορούσαν μεσάτα μαύρα σακάκια και τα κορίτσια με τις μικροσκοπικές άσπρες τους ποδιές σέρβιραν ristretto πίσω από τα γυαλιστερά γκισέ που έπαιζαν με τις ακτίνες του ήλιου, ενώ οι πελάτες απαντούσαν χαρούμενα στις προσκλήσεις φίλων. Ήταν και κάποιοι που απλώς δοκίμαζαν κι έφευγαν, ως μια άλλη περφόρμανς πάγιας τακτικής κρυμμένης ανάμεσα σε ποτήρια κρασιού στα τραπέζια μαγαζιών που τα στόλιζαν φυτά εσωτερικού χώρου. Ύστερα οι πρώτοι, στις αέρινες ταράτσες που χόρευαν τα δειλινά και στα χαμόγελα της πορσελάνινης οδοντοστοιχίας που κοίταζαν κατάματα τη θάλασσα, ατένιζαν το μέλλον τους που ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένο και δίχως εκπλήξεις: σε διάφανα κτίρια με πολυτελή αυτοκίνητα στο πάρκινγκ και λουστραρισμένα σκαρπίνια στα αρχιτεκτονικά γραφεία, με τα χέρια τους να ζεσταίνονται γραπώνοντας τα δάχτυλά τους γύρω από γυάλινα φλιτζάνια, αχνίζοντας εκείνον τον καφέ που ανέμελοι κράταγαν χρόνια πριν στη Μητροπόλεως.
Ο Αργύρης Φυτάκης είναι συγγραφέας, MA στη Δημιουργική Γραφή. Το πρώτο του αφήγημα «Ημέρα Γενεθλίων» και η πρώτη του συλλογή χαϊκού «Διαθλάσεις Φωτός» βρίσκονται σε ψηφιακή μορφή στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr)
Φωτογραφία: mentatdgt