Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του.
Αν Άγιος της πεζογραφίας μας είναι ο Παπαδιαμάντης, τολμώ να ονομάσω Άγιο της Ποίησής μας τον Τάσο Λειβαδίτη. Η αγιοσύνη του -πέρα από θρησκείες- πηγάζει από την ίδια τη ζωή του, την ταυτισμένη με τις αξίες που υπηρέτησε το έργο του. Με αδιατάρακτη συνέπεια, έζησε μια ζωή αφιερωμένη στον άνθρωπο, στην αγάπη στον διπλανό, στα όνειρα που οικοδομούν την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο με οδηγό διαχρονικές αξίες. Έδινε απλόχερα σε όλους. Χρόνο, γνώση, πείρα, αγάπη στους νέους. Ως και υλική βοήθεια από το υστέρημά του σε ανθρώπους αδύναμους, πάντοτε εν κρυπτώ.
Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ, δεν κακολόγησε, δεν επέρριψε ευθύνη για τίποτα και για οιονδήποτε λόγο σε κανέναν. Ως και τους διώκτες και βασανιστές του δεν μίσησε. Δεν πίκρανε, δεν πρόδωσε, δεν παραπλάνησε, δεν ενέπαιξε. Πορεύτηκε και δημιούργησε, παραμένοντας πιστός σε ιδανικά. Με μια ταπεινότητα, που όμοιά της δεν συναντάμε στον κόσμο της δημιουργίας, όπου συνήθως η έπαρση, η αλαζονεία, η οίηση, η αμετροέπεια και οι στείροι ανταγωνισμοί, καλά κρατούν…
Ο Λειβαδίτης ήταν ταπεινός με όλη τη μεγαλοσύνη της έννοιας αυτής. Κι όσοι μικρόψυχοι προσπάθησαν να τον μειώσουν, αγνοούσαν ότι δεν μπορεί ποτέ να ταπεινωθεί ένας επί της ουσίας ταπεινός άνθρωπος. Νομίζω ότι ο Λειβαδίτης ήταν από φιλοσοφικά επιλεγμένη θέση ταπεινός. Ένιωθε μια σε βάθος ελευθερία. Οι πικρίες του δεν είχαν να κάνουν με μικροψυχίες, αλλά με την επίγνωση του τραγικού της ανθρώπινης μοίρας. Είχε φύγει από καιρό από τον μικρόκοσμό μας. Είχε κατακτήσει την ελευθερία που δίνει η επίτευξη του στόχου «να μη θέλεις να αποδείξεις τίποτα στον εαυτό σου, ούτε σε κανέναν άλλο». Και αυτή η άρνηση της επιβεβαίωσης της ύπαρξης, αποτελεί την πιο βαθιά κατάφαση ταπεινοσύνης. Ο μέγας ταπεινός, ο άγιος Λειβαδίτης, δεν έπαψε να ισοπεδώνει ενσυνείδητα το εγώ του, υπήρξε πολυδιάστατα με την Ποίησή του και με το οριστικό φευγιό του υψώθηκε στην αθανασία. Και πώς ήταν δυνατό να γίνει αλλιώς, όταν μπορεί και κάνει την εξαίσια υπέρβαση βίωμα: «…γι’ αυτό και μέσα σε κάθε ζωή / υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ / απ’ τον εαυτό της / – η ζωή των άλλων».
Έχω την εντύπωση ότι ο Λειβαδίτης είχε επίγνωση του όγκου και της σημασίας του έργου που μας άφησε. Ίσως γι αυτό δεν πικραινόταν από την προβολή άλλων, ενισχυμένων από συντεχνίες ή κομματικούς μηχανισμούς. Αυτός σιωπούσε φλύαρα, έγραφε συνεχώς, δεν ανταγωνιζόταν, δεν συγκρουόταν. Υπηρετούσε την πραγματική Ποίηση, αυτήν της υψηλής αισθητικής και του στοχαστικού βάθους. Δεν στηρίχτηκε σε μηχανισμούς προώθησης, δεν καλλιεργούσε δημόσιες σχέσεις, δεν τον αφορούσε η όποια συναλλαγή με στόχο τη δημοσιότητα. Πιστεύω ότι δύσκολα θα βρει ο μελετητής της Ποίησης αυτής της περιόδου άλλον ποιητή με τόσο έντονα δύο χαρακτηριστικά στη γραφή του: 1. Φιλοσοφικό βάθος και 2. Απλότητα γραφής. […]
[…] Το 1950 στη Μακρόνησο γράφει: «Μας φτάνει να μιλήσουμε/ απλά/ όπως πεινάει κανείς απλά/ όπως αγαπάει/ όπως πεθαίνουμε/ απλά».
Και, απευθυνόμενος στον ανθρωποφύλακα σκοπό του στρατοπέδου, λέει: «Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/ χτύπα με αλλού/ μη σημαδέψεις την καρδιά μου./ Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./ Δεν θάθελα να το λαβώσεις». Δεν ήθελε ο Λειβαδίτης να λαβώσει το πρόσωπο του ίδιου του εκτελεστή του! Τέτοια μεγαθυμία! […]
[…] Θα μεταφέρω κάποια στοιχεία της προσωπικότητάς του, λίγα στιγμιότυπα, μικρές ψηφίδες, χαρακτηριστικές του ανθρώπου, μαρτυρίες από την πολύχρονη φιλία μου μαζί του. Σε μια προσπάθεια να καταγραφεί η σπουδαιότητά του όχι μόνο ως ποιητή, αλλά και ως ανθρώπου. Διότι ήταν η σπάνια περίπτωση ενός δημιουργού, ο οποίος υπηρέτησε με τη στάση του ένα ολόκληρο αξιακό σύστημα ζωής, το οποίο οικοδόμησε και στήριξε με την Ποίησή του.
Ίσως ακούγεται υπερβολικό. Αλλά κάθε φορά που αναφέρομαι στον Τάσο Λειβαδίτη, τον μεγάλο αυτό δημιουργό και φίλο, νιώθω πραγματική συγκίνηση. Καλούμαι να μιλήσω γι’ αυτόν ως απόντα. Κάτι το οποίο δεν έχω συνηθίσει ακόμα. Κι ας πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια από το θάνατό του. Ίσως, διότι απωθώ τη σκέψη της μεγάλης απουσίας. Ίσως γιατί έχω ανάγκη να ξανακούσω τη φωνή του να με τονώνει, λέγοντάς μου «Δεν σε φοβάμαι εσένα. Ξέρεις να παλεύεις. Και μην ξεχνάς, κάθε μέρα γράφουμε ένα ποίημα»… Ίσως φαίνεται αφύσικο δυο δεκαετίες μετά, αλλά επιζητώ ακόμα την παρουσία του ανθρώπου, του φίλου, του εμψυχωτή κάθε προσπάθειας στη ζωή και τη δημιουργία.

Είχα τη χαρά να με τιμά με τη φιλία του, από τη νεαρή μου ηλικία. Η αρχή της γνωριμίας μας είναι ενδεικτική της μεγαθυμίας και γενναιοδωρίας του. Νεαρός, με κάποια χειρόγραφα στο συρτάρι, τόλμησα να του τηλεφωνήσω. Με φοβερή δυσκολία, επιφύλαξη, δέος θα έλεγα. Διότι ο Λειβαδίτης ήταν για μένα, σε κείνη την ηλικία, το απόμακρο είδωλο. Ιδού ο σύντομος διάλογος:
«Καλησπέρα σας. Λέγομαι Γιώργος Δουατζής και νομίζω ότι γράφω ποιήματα. Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να ρίξετε μια ματιά και να έχω τη γνώμη σας;»
«Μεγάλη μου τιμή κύριε. Αφήστε τα στον εκδότη μου και θα σας τηλεφωνήσω εγώ».
Τα έχασα. Σκέφτηκα προς στιγμή ότι με ειρωνεύεται. Παρά ταύτα, άφησα στον εκδότη του τα χειρόγραφά μου, σίγουρος ότι δεν θα υπάρξει συνέχεια. Και όμως. Σε μία εβδομάδα ο Λειβαδίτης μού τηλεφώνησε για να ορίσουμε συνάντηση κάτω από το σπίτι του, στην οδό Αχαρνών 35.
Ακριβέστατος στη συνάντηση, με μεγάλη αγωνία, τον περίμενα την καθορισμένη ώρα. Σαν να με γνώριζε καιρό, μόλις με είδε, πλησίασε, με έπιασε από το μπράτσο και αρχίσαμε να περπατάμε στην Αχαρνών, με κατεύθυνση ένα ουζοπωλείο στην πλατεία Βικτορίας. Εκεί λοιπόν, μετάνιωσα που δεν είχα μαζί μου μαγνητόφωνο. Διότι άκουσα μια μοναδική διάλεξη για την ελληνική Ποίηση, από την αρχαιότητα έως εκείνη την εποχή. Μία διάλεξη, που μου έδωσε το στίγμα του γνωστικού εύρους του Λειβαδίτη. Αλλά κυρίως, των δυνατοτήτων του να διαχειρίζεται σοφά αυτές τις γνώσεις.

Από την πρώτη στιγμή, μου ζήτησε να του μιλάω στον ενικό. Άρχισε να αναφέρεται στα χειρόγραφά μου και ανακάλυψα έκπληκτος, ότι είχε κάνει σημειώσεις σε κάθε σελίδα που του είχα δώσει. Ήταν ευγενικά σκληρός στις επικρίσεις και φειδωλός στα εγκώμια. Παράλληλα, ήταν άκρως ενθαρρυντικός και με παρότρυνε να συνεχίσω να γράφω. Δεν έπαψε να μου τονίζει την πειθαρχία που θέλει η γραφή, επισημαίνοντας ότι το ποίημα είναι ένα χειροτέχνημα, το οποίο απαιτεί επίμονη, επίπονη και συστηματική δουλειά.
Ξεθαρρεύοντας, εξομολογήθηκα τη σκέψη που έκανα αρχικά, ότι με ειρωνεύτηκε όταν μου είπε στο τηλέφωνο αυτό το «μεγάλη μου τιμή κύριε». Μου απάντησε: «Το εννοούσα. Διότι είναι πράγματι τιμητικό, πολύ σημαντικό, να απευθύνονται νέοι άνθρωποι σε μένα. Είναι μεγάλη δικαιολογία ύπαρξης αυτή. Κάποτε εύχομαι να συμβεί και σε σένα, ώστε να καταλάβεις τι εννοώ». Αυτός ήταν ο Τάσος Λειβαδίτης. Πάντοτε έτοιμος να βοηθήσει κάθε νέο ποιητή, σε αντίθεση με άλλους ομοτέχνούς του. Χαρακτηριστική η συνεχής του ενασχόληση με τη δημοσίευση δεκάδων κριτικών του για νέους ποιητές, στην εφημερίδα «Αυγή». Έδινε απλόχερα, ανυστερόβουλα, μεγάθυμα. Όπως κάθε μεγάλος… […]
(Αποσπάσματα από το βιβλίο «Τάσος Λειβαδίτης. Ο ποιητής, το έργο, η ζωή του», επιμ. Γ. Δουατζή, εκδόσεις Στίξις, Αθήνα 2017)
Ο Γιώργος Δουατζής είναι ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος.