Ο Σάκης Σερέφας στο Σαλόνι του BookSitting

Συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

Ο Σάκης Σερέφας γεννήθηκε το 1960 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει εβδομήντα βιβλία µε ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, µελέτες για πόλεις, για τόπους και για ποιητές, µεταφράσεις και ανθολογίες, βιβλία για παιδιά. Θεατρικά έργα του έχουν ανέβει στο Εθνικό Θέατρο, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, στο Φεστιβάλ Φιλίππων-Καβάλας, στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν», στην Πειραµατική Σκηνή της «Τέχνης», στο Tristan Bates Theatre. Το έργο του Μαµ τιµήθηκε µε το Βραβείο ελληνικού έργου «Κάρολος Κουν 2007» της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών. Το θεατρικό έργο του Αποστολή στον πλανήτη Γη τιµήθηκε µε το Βραβείο του Υπουργείου Πολιτισµού για το 2007. Το βιβλίο του Ένας δεινόσαυρος στο µπαλκόνι µου τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για Παιδιά, 2008. Το βιβλίο του Μια τρύπα στο νερό τιµήθηκε µε το Βραβείο «Πηνελόπη Μαξίµου» για το 2012 από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 2015 τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το βιβλίο του Δρόµο παίρνω, δρόµο αφήνω. Το Άνθρωπος Μαρίκα (εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του.

Τι σας ώθησε καταμεσής μιας πανδημίας να ασχοληθείτε με τη Μαρίκα Νίνου, μια σπουδαία ερμηνεύτρια που κουβαλάει όμως μέσα της έναν άλλο κόσμο «παλιό», όλο ντέρτια και διαφορετικούς καημούς;

Η Μαρίκα Νίνου, τα τραγούδια της δηλαδή, είναι όσο «παλιά» και όσο «νέα» είμαι κι εγώ. Στα εφηβικά και στα φοιτητικά μου χρόνια, δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα και στη δεκαετία του ογδόντα, στα κουτούκια που πηγαίναμε για ρετσίνες τα σαββατοκύριακα, αφού υπήρχαν ακόμη κουτούκια, ακούγαμε είτε από το τζουκ μποξ, είτε από το ραδιόφωνο, είτε από το κασετόφωνο του μαγαζιού τραγούδια των Νίνου, Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Καζαντζίδη, Περπινιάδη, Μπέλλου, κι όταν μετά τις ρετσίνες πηγαίναμε κατευθείαν στα μπαρ, ακούγαμε τζαζ και Deep Purple και Jethro Tull. Το σύμπαν των ρεμπέτικων και των λαϊκών τραγουδιών με αγγίζει πολύ και εν μέρει με περιέχει. Εκφράζει αλήθειες που με αφορούν, όπως και το δημοτικό τραγούδι.

Η Μαρίκα Νίνου

Αντιμετωπίσατε αυτή την πονεμένη και δυνατή γυναίκα όχι απλά ως εμβληματική τραγουδίστρια, αλλά και λιγάκι σαν σύμβολο;

Όχι λιγάκι, αλλά αρκετά σαν σύμβολο, όπως φαίνεται και από τον τίτλο του βιβλίου άλλωστε. «Άνθρωπος Μαρίκα» σημαίνει ένα πλάσμα που πάλεψε ενάντια στη μοίρα της (ένα φτωχό προσφυγάκι ήτανε) και ενάντια στο φύλο της (μια μόνη γυναίκα στο ανδροκρατούμενο σύμπαν της νύχτας και των δισκογραφικών εταιρειών) και κατάφερε να λάμψει σαν μετέωρο, χάρη στο ταλέντο και στο πείσμα της.

Μικρασιατική καταστροφή, δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, τραγικές περίοδοι περνάνε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας. Ανοιχτές, χέουσες πληγές που θα κλείσουν ποτέ, νομίζετε, ή θα εγγραφούν στο DNA ακόμα και των εγγονών μας;

Αυτές οι τραγικές περίοδοι του νεότερου ελληνισμού για τη νέα γενιά δεν αποτελούν παρά ύλη των Πανελλαδικών Εξετάσεων και βιβλιογραφία για τα διδακτορικά τους. Η δική μου γενιά, δηλαδή όσοι γεννήθηκαν μέσα στη δεκαετία του εξήντα, είναι η τελευταία που άκουσε από πρώτο χέρι μαρτυρίες από πρόσφυγες της Μικρασίας κι από ανθρώπους που πολέμησαν και έζησαν στην Κατοχή και στον Εμφύλιο.Φανταστείτε πως έχω συνομιλήσει με άνθρωπο που έζησε τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης στα 1917! Η σημερινή γενιά, οι σημερινοί εικοσάρηδες, χτίζει τη δική της βιωματική χρονογραφία με τα υλικά που έζησε μέχρι τώρα: μνημόνια, πανδημία, κλιματική κρίση, προσφυγικό, κοινωνική και κρατική βία, επαγγελματική ανασφάλεια και εκμετάλλευση, πόλεμος στην Ουκρανία κι όλα όσα έπονται. 

Μιλώντας για «πληγές»: Σήμερα με όλα αυτά τα τραγικά που ζούμε –σαν να βλέπουμε σκληρή ταινία– πόλεμος στην Ουκρανία, νέα προσφυγιά, λοιμοί, οικονομικές καταστροφές που αφορούν όλο τον κόσμο, ποια είναι η βασικότερη, η πιο επικίνδυνη, κατά τη γνώμη σας, να κακοφορμίσει;

Όλα αυτά είναι προβλήματα που ήρθαν για να μείνουν. Με αυτά θα πορευτούν οι σημερινοί νέοι. Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο από όλα είναι η ανασφάλεια που ξέρω καλά πως βιώνει η σημερινή γενιά, τόσο για την ατομική της πορεία όσο και για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Στην Κατοχή, ένας νέος ήλπιζε πως κάποια μέρα ο πόλεμος θα τελειώσει, άλλωστε μόνο τέσσερα χρόνια κράτησε. Τα παραπάνω προβλήματα έχουν γίνει ένας μόνιμος τρόπος ζωής για τους νέους, χωρίς ορατή ελπίδα για το ξεπέρασμά τους, τουλάχιστον μέσα στον βιολογικό χρόνο που κρατούν τα νιάτα και χτίζει κανείς το μέλλον του, δηλαδή για μια δεκαετία, το πολύ, από δω και πέρα. Αυτά τα προβλήματα είναι ο βιότοπος των νέων, δεν είναι έξω από τις ζωές τους.

Έχετε κατά καιρούς πάρει πολλά βραβεία. Αυτό σας δίνει δύναμη να συνεχίζετε το γράψιμο ή δεν σας αφορούν οι λογής λογής έπαινοι; Τους προσπερνάτε;

Ο κάθε λογής έπαινος έρχεται κατόπιν εορτής για κάτι που το έχεις ήδη δημιουργήσει. Όταν ξεκινώ να γράφω κάτι, κανένας έπαινος και κανένα βραβείο δεν μπορεί να ανακουφίσει την τρομερή ανασφάλεια που νιώθει ένας δημιουργός έχοντας την αίσθηση πως ξεκινάει από το μηδέν, σαν να μην έχει γράψει ποτέ και τίποτε στη ζωή του. Είναι μια αίσθηση κενού που διαρκεί μέχρι να αρχίσει να μορφοποιείται κάπως το νέο έργο. Σχεδόν πάντα, όταν έχω τελειώσει την προεργασία για ένα βιβλίο μου, αρχίζω και δημιουργώ τεχνητούς περισπασμούς, θυμάμαι εκκρεμότητες που πρέπει να τακτοποιήσω, και άλλες τέτοιες παγαποντιές, ώστε να καθυστερήσω όσο μπορώ την έναρξη της συγγραφής. Ώσπου μια μέρα παίρνω μια βαθιά ανάσα και ορμώ στα ζόρια.

«Και να που πέρασαν τα χρόνια» γράφετε κάπου στο βιβλίο «πώς περνούν τα άτιμα, έφτασε ήδη το 1943, τι θρυλική χρονιά κι αυτή, και μόνο που γεννήθηκε ο Πάνος Γεραμάνης αρκεί…». Με συγκινήσατε. Ποια η σχέση σας με τον αγαπημένο φίλο;

Ο Πάνος Γεραμάνης είναι ένας άνθρωπος που δεν τον γνώρισα ποτέ από κοντά, μα διάβαζα πάντα ό,τι έγραφε, στα «Νέα» νομίζω, και άκουγα μετά μανίας τις εκπομπές του. Μου άρεσε η φωνή του, ο τόνος του, το ύφος του και ένιωθα πως μιλάει ένας άνθρωπος για κάτι που γνωρίζει και νιώθει πολύ καλά. Κάποτε, σε διακοπές μου σε ένα ορεινό χωριό, πέρασα δυο ώρες μέσα στο αυτοκίνητό μου, με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι, ακούγοντας τη νυχτερινή εκπομπή του τουρτουρίζοντας, γιατί είχε χαλάσει το καλοριφέρ. Ένιωθα ότι ακούω έναν φίλο, κι η παρέα του με ζέσταινε.

Κι αλλού πάλι διαβάζουμε «Να το ξέρεις: του καθενός ο τέντζερης καπακωμένος βράζει, από τον πιο σπουδαίο, τον βασιλιά, μέχρι το τελευταίο το φτωχαδάκι, το πιο παρακατιανό». Δηλαδή εν ολίγοις, κ. Σερέφα, κοινή η μοίρα των ανθρώπων, τόσο απλά… 

Είναι κοινοί οι πόνοι μας και το πόσο μουλωχτά τούς ζούμε ο καθείς. Αν σε παράτησε ο έρωτάς σου, το μαράζι είναι το ίδιο, είτε το ζεις σε σπίτι με χρυσά πόμολα είτε σε ημιυπόγειο με κατσαρίδες, μόνο το αμπαλάζ διαφέρει. Αν σκαλίσει κανείς λίγο την πέτσα από τις ψυχές των ανθρώπων, νομίζω πως θα δει από κάτω τις ίδιες πληγές, ίσως και τις ίδιες χαρές, αν και για το τελευταίο δεν είμαι τόσο σίγουρος, κι είναι μεγάλη κουβέντα για να την ανοίξουμε εδώ, δηλαδή το πώς «εκπαιδεύεται» κανείς να παίρνει χαρά από τη ζωή. 

Κλείνοντας: Αυτές τις απερίγραπτες εικόνες που βλέπουμε να συμβαίνουν νυχθημερόν από έναν πόλεμο –σχεδόν δίπλα μας–, πώς τις επεξεργάζεστε; Σας επηρεάζουν βαθιά, αρνείστε να μπείτε στο τριπ; 

Βλέπω την ιστορία να επαναλαμβάνεται, σε ζωντανή μετάδοση. Αυτές τις μέρες ερευνώ τις εφημερίδες της δεκαετίας του εξήντα. Στα πρωτοσέλιδά τους αναφέρονται στον ανταγωνισμό Αμερικής και Ρωσίας, στην κατάσταση στην Κορέα και στον φόβο για πυρηνικό πόλεμο. Θυμάμαι τον εαυτό μου, στις αρχές της ίδιας δεκαετίας, να κάθομαι τα απογεύματα και να ακούω στο ραδιόφωνο (η τηλεόραση δεν είχε έρθει ακόμη στην Ελλάδα) τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού για χαμένους και πρόσφυγες, από τα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής, αλλά και μεταγενέστερα. Ακόμα τους αναζητούσανε!

Άκουγα τις αναγγελίες και έπλαθα ιστορίες μέσα μου. Θυμάμαι στις παρελάσεις να προηγούνται με αναπηρικά καροτσάκια οι υπερήλικες Μακεδονομάχοι (αυτοί που πολέμησαν με τον καπετάν Άγρα από τα «Μυστικά του Βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα που το διαβάζαμε στο σχολείο σε συνέχειες) κι από πίσω, με πατερίτσες και ένα ποδάρι, οι τραυματίες πολέμου, της Κατοχής. Θυμάμαι στα περίπτερα την ταμπελίτσα που έγραφε «ανάπηρος πολέμου» για το καθεστώς της αδειοδότησής του. Αυτό σημαίνει βιωμένος ιστορικός χρόνος, αυτό σημαίνει κοινωνική μνήμη, αυτό σημαίνει βλέπω την ιστορία να περνά από μπροστά μου και αργότερα να επαναλαμβάνεται.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.