Έκανα τα χέρια μου κουπιά
και κολύμπησα, όσο μου επέτρεπε
το βάρος της προπατορικής ενοχής,
προς την ελευθερία.
Κι άλλες είχαν προσπαθήσει πρωτύτερα
μα δεν τα κατάφεραν.
Κάποιες τις κατάπιαν κατακόκκινες φλόγες,
άλλες τις γρονθοκόπησαν μέχρι θανάτου
ή σφαγιάστηκαν στον δρόμο από λάμες
εκδίκησης και φθόνου.
Άλλες έγιναν αντικείμενα του ανδρικού πόθου
-πεταλούδες που καταστράφηκαν
σαν τη ζολακική Νανά-
κάποιες Υπατίες αθάνατες στων αιώνων τα βάθη,
κι άλλες σκοτώθηκαν στο μέτωπο ή από «τύχη κακιά».
Οι πιο πολλές υποτάχθηκαν στου ανδρός
το θέλημα που βαφτίστηκε όμοιο με του Θεού.
Έσερναν αδιαμαρτύρητα τις αλυσίδες
της αναγκαστικής σκλαβιάς,
του κάματου και της σιωπής
απ΄ το χωράφι στο σπίτι
απ΄ την αυλή στην εκκλησιά
απ΄ τη φροντίδα των παιδιών
σ’ αυτή των γέρων,
γερασμένες κι οι ίδιες πρόωρα
απ’ τον κόπο και τις στερήσεις.
Γυναίκα, ακάματη στο σπίτι και στη δουλειά,
υποταγμένη στην ανάγκη,
γυναίκα Εστία, της οικείας προστάτιδα,
κάποτε Μήδεια, κάποτε Αγία,
χαμένη
στις στρεβλώσεις της πατριαρχικής ματιάς,
ακόμα παλεύεις για τα αυτονόητα,
ακόμα παλεύεις να σωθείς, συχνά,
από ένα «αντρίκιο» χέρι.
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Απίκο)
εξαιρετικο , ενας υμνος στο αλλο μισο του ουρανου
ΜΠΡΑΒΟΑλεξια !
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο
Σ΄ευχαριστώ πολύ, Κώστα!
Μου αρέσει!Μου αρέσει!