Άντον Τσέχωφ | Ιόνιτς (απόσπασμα)

Στην πόλη Σ., πρωτεύουσα νομού, οι ξένοι παραπονιούνταν συχνά για την πληκτική και μονότονη ζωή. Οι ντόπιοι όμως, σαν να δικαιολογούνταν, υποστήριζαν το αντίθετο. Έλεγαν ότι στο Σ. είναι πολύ ωραία, αφού υπάρχει βιβλιοθήκη, θέατρο, λέσχη, γίνονται χοροί, ότι τέλος πάντων υπάρχουν έξυπνες, ενδιαφέρουσες οικογένειες, με τις οποίες μπορεί κανείς να γνωριστεί. Και ανέφεραν πάντοτε την οικογένεια Τουρκίν σαν την πιο μορφωμένη και ταλαντούχα.

Η οικογένεια Τουρκίν έμενε στον κεντρικό δρόμο, δίπλα στο σπίτι του διοικητή της πόλης, σε δικό τους σπίτι. Ο ίδιος ο Τουρκίν, ο Ιβάν Πέτροβιτς, παχύς, ωραίος, μελαχρινός, με φαβορίτες, οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ο ίδιος υποδυόταν ρόλους ηλικιωμένων στρατηγών κι έβηχε συχνά με κωμικό τρόπο, ήξερε πολλά ανέκδοτα, γρίφους, ρητά, του άρεσε να αστειεύεται και να ευφυολογεί. Είχε πάντοτε μια τέτοια έκφραση, που ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς πότε αστειευόταν και πότε μιλούσε σοβαρά.

Η γυναίκα του Τουρκίν, η Βέρα Ιωσήφοβνα, ξερακιανή, χαριτωμένη, με φασαμέν, έγραφε νουβέλες και μυθιστορήματα, που τα διάβαζε πρόθυμα στους ξένους της. Η νεαρή κόρη τους, η Αικατερίνα Ιβάνοβνα, έπαιζε πιάνο. Με λίγα λόγια, κάθε μέλος της οικογένειας είχε κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο.

Οι Τουρκίν δέχονταν τους ξένους με χαρά και τους έδειχναν το ταλέντο τους εύθυμα, εγκάρδια, με απλότητα. Το μεγάλο σπίτι τους ήταν ευρύχωρο και, το καλοκαίρι, δροσερό. Τα μισά παράθυρα έβλεπαν στον παλιό σκιερό κήπο, απ’ όπου την άνοιξη ακουγόταν το κελάηδημα των αηδονιών. Κάθε φορά που είχαν ξένους στο σπίτι, από την κουζίνα ακουγόταν ο θόρυβος των μαχαιριών, έφτανε στην αυλή η μυρωδιά από καβουρντισμένο κρεμμύδι, κι αυτό προμηνούσε πλούσιο και νόστιμο δείπνο.

Και στο γιατρό Στάρτσεφ, τον Ντμίτρι Ιόνιτς, που μόλις είχε διοριστεί γιατρός της τοπικής αυτοδιοίκησης και είχε εγκατασταθεί στο χωριό Ντιάλιζα, εννιά βέρστια από την πόλη Σ., είπαν τα ίδια, ότι δηλαδή είναι απαραίτητο, σαν διανοούμενος, να γνωριστεί με τους Τουρκίν. Κάποια μέρα, το χειμώνα, του σύστησαν στο δρόμο τον Ιβάν Πέτροβιτς. Μίλησαν για τον καιρό, το θέατρο, τη χολέρα και ακολούθησε η πρόσκληση. Την άνοιξη, στη γιορτή της Αναλήψεως, όταν τελείωσε την εξέταση των ασθενών στο ιατρείο του, ο Στάρτσεφ πήγε στην πόλη να διασκεδάσει λίγο και με την ευκαιρία ν’ αγοράσει μερικά πράγματα για τον εαυτό του. Πήγαινε με τα πόδια, χωρίς να βιάζεται -δική του άμαξα δεν είχε ακόμα- και σ’ όλο το δρόμο τραγουδούσε: «Όταν ακόμα δεν είχα πιει δάκρυα από το ποτήρι της ζωής…».

Στην πόλη, γευμάτισε και περπάτησε για λίγο στο δημοτικό κήπο. Ύστερα θυμήθηκε αναπάντεχα την πρόσκληση του Ιβάν Πέτροβιτς κι αποφάσισε να περάσει από τους Τουρκίν, να δει τι είδους άνθρωποι είναι.

«Γεια σας, περάστε, παρακαλώ», είπε ο Ιβάν Πέτροβιτς, υποδεχόμενος το γιατρό στο εξώστεγο. «Είμαι πάρα πολύ χαρούμενος που βλέπω έναν τόσο ευχάριστο επισκέπτη. Ελάτε, θα σας συστήσω τη γυναίκα μου. Βέροτσκα», συνέχισε, ενώ σύστηνε το γιατρό στη σύζυγό του, «του λέω ότι σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, δεν έχει κανένα δικαίωμα να μένει κλεισμένος στο νοσοκομείο του. Έχει υποχρέωση να διαθέτει τον ελεύθερο χρόνο του σε κοινωνικές σχέσεις. Δε νομίζεις ότι αυτό είναι σωστό, ψυχούλα μου;»

«Καθίστε εδώ», είπε η Βέρα Ιβάνοβνα, καθίζοντας τον επισκέπτη δίπλα της. «Μπορείτε να κορτάρετε μαζί μου. Ο σύζυγός μου είναι ζηλιάρης, είναι ένας Οθέλος, εμείς όμως θα τα καταφέρουμε τόσο καλά, που δεν θα καταλάβει τίποτα.»

«Αχ, εσύ, κοτούλα παιχνιδιάρα…», μουρμούρισε τρυφερά ο Ιβάν Πέτροβιτς και τη φίλησε στο μέτωπο. «Ήρθατε στην πιο κατάλληλη ώρα», είπε γυρίζοντας προς τον επισκέπτη, «η γυναίκα μου έγραψε ένα μυθιστόρημα και σήμερα επρόκειτο να μας το διαβάσει.»

«Ζάντσικ», είπε η Βέρα Ιωσήφοβνα στο σύζυγό της, dites que l’on nous donne du thé.

Έπειτα σύστησαν στον Στάρτσεφ την Αικατερίνα Ιβάνοβνα, μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα που έμοιαζε πολύ στη μητέρα της, το ίδιο λεπτή και χαριτωμένη. Το παρθενικό, ήδη αναπτυγμένο στήθος της, ωραίο, σφιχτό, μιλούσε για την άνοιξη, την πραγματική άνοιξη της ζωής.

Πήραν τσάι με γλυκό, μέλι, καραμέλες και πολύ νόστιμα βουτήματα, που έλιωναν στο στόμα. Το βραδάκι, σιγά σιγά, άρχισαν να συγκεντρώνονται οι καλεσμένοι. Κάθε φορά που κατέφθανε κάποιος, ο Ιβάν Πέτροβιτς τον κοίταζε με τα γελαστά του μάτια κι έλεγε:

«Γεια σας, περάστε, παρακαλώ!»

Αργότερα πέρασαν στο σαλόνι. Ήταν όλοι πολύ σοβαροί και η Βέρα Ιωσήφοβνα άρχισε να διαβάζει το μυθιστόρημά της, που άρχιζε ως εξής: «Η παγωνιά δυνάμωνε…» Τα παράθυρα ήταν διάπλατα ανοιχτά, ακουγόταν ο θόρυβος που έκαναν τα μαχαίρια στην κουζίνα κι έφτανε η μυρωδιά από το καβουρντισμένο κρεμμύδι… Οι μαλακές, βαθιές πολυθρόνες ήταν πολύ άνετες. Τα φώτα τρεμόσβηναν στο μισοσκόταδο του σαλονιού. Και καθώς μέσα στο καλοκαιρινό βράδυ έφταναν από το δρόμο οι φωνές και τα γέλια και αναδιδόταν από την αυλή το άρωμα της πασχαλιάς, ήταν δύσκολο ν’ αντιληφθεί κανείς ότι έπεφτε παγωνιά, και ο ήλιος που έδυε φώτιζε με τις παγωμένες αχτίδες του τη χιονισμένη κοιλάδα και τον μοναχικό διαβάτη που περπατούσε στο δρόμο. Η Βέρα Ιωσήφοβνα διάβαζε για μια νεαρή, όμορφη κόμισσα που είχε ιδρύσει στο χωριό της σχολεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες και αγάπησε έναν πλανόδιο ζωγράφο. Διάβαζε για κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ στη ζωή, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ευχάριστο να την ακούει κανείς, ένιωθε άνετα κι από το μυαλό του περνούσαν πολύ ωραίες, ήρεμες σκέψεις, δεν είχε διάθεση να σηκωθεί…

«Καλούτσικα…», είπε ήρεμα ο Ιβάν Πέτροβιτς.

Κι ένας από τους προσκεκλημένους που άκουγε, αλλά οι σκέψεις του ταξίδευαν πολύ μακριά, είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν:

«Ναι… Πραγματικά…»

Πέρασε μια ώρα, άλλη μία. Στο δημοτικό κήπο, που ήταν κοντά, έπαιζε μια ορχήστρα και τραγουδούσε μια χορωδία. Όταν η Βέρα Ιωσήφοβνα έκλεισε το τετράδιό της, για πέντε λεπτά σώπαιναν όλοι κι άκουγαν το τραγούδι «Λουτσίνουσκα», που τραγουδούσε η χορωδία, και το τραγούδι εξηγούσε αυτό που δεν υπήρχε στο μυθιστόρημα, αλλά υπάρχει στη ζωή.

«Έχετε δημοσιεύσει τα έργα σας σε περιοδικά;» ρώτησε τη Βέρα Ιωσήφοβνα ο Στάρτσεφ.

«Όχι», απάντησε εκείνη, «πουθενά δεν τα δημοσιεύω. Τα γράφω και τα κρύβω στην ντουλάπα του σπιτιού μου. Γιατί να τα δημοσιεύσω; Έχουμε τα μέσα να ζήσουμε.»

Και όλοι, άγνωστο γιατί, αναστέναξαν.

«Και τώρα εσύ, γατάκι, παίξε κάτι», είπε ο Ιβάν Πέτροβιτς στην κόρη του.

Σήκωσαν το σκέπασμα του πιάνου και άνοιξαν τις παρτιτούρες, που ήταν ήδη έτοιμες. Η Αικατερίνα Ιβάνοβνα χτύπησε με τα δυο της χέρια τα πλήκτρα και αμέσως μετά πάλι τα χτύπησε με όλη της τη δύναμη, ξανά και ξανά. Οι ώμοι και το στήθος της ανατρίχιαζαν, χτυπούσε τα ίδια πλήκτρα επίμονα και έμοιαζε πως δεν θα σταματήσει ποτέ, παρά μόνο αν χώσει τα πλήκτρα μέσα στο πιάνο. Το σαλόνι γέμισε από μπουμπουνητά. Μπουμπούνιζαν τα πάντα, και το πάτωμα και το ταβάνι και τα έπιπλα. Η Αικατερίνα Ιβάνοβνα έπαιζε ένα δύσκολο μουσικό κομμάτι, που ήταν ενδιαφέρον ακριβώς εξαιτίας της δυσκολίας του, μακρύ και μονότονο, και ο Στάρτσεφ, ακούγοντας, φανταζόταν ότι κατρακυλούν πέτρες από ένα ψηλό βουνό, κατρακυλούν, ολοένα κατρακυλούν, κι εκείνος ήθελε να σταματήσουν το γρηγορότερο να κατρακυλούν, ενώ ταυτόχρονα κοίταζε την Αικατερίνα Ιβάνοβνα, ροδαλή από την προσπάθεια, δυνατή, ενεργητική, με μια μπούκλα πεσμένη στο μέτωπο, και του άρεσε αφάνταστα. Μετά το χειμώνα που πέρασε στην Ντιάλιζα, ανάμεσα σε αρρώστους και μουζίκους, το να κάθεται στο σαλόνι, να κοιτάζει αυτό το νεαρό, κομψό και, ίσως, αγνό πλάσμα και ν’ ακούει αυτούς τους θορυβώδεις, βαρείς ήχους, του ήταν τόσο ευχάριστο και τόσο καινούριο.

«Λοιπόν, γατάκι, σήμερα έπαιξες καλύτερα από κάθε άλλη φορά», είπε ο Ιβάν Πέτροβιτς με δάκρυα στα μάτια, όταν τελείωσε η κόρη του και σηκώθηκε.

Την περικύκλωσαν όλοι, της έδιναν συγχαρητήρια έκπληκτοι και διαβεβαίωναν ότι είχαν πολύ καιρό ν’ ακούσουν τέτοια μουσική, κι εκείνη άκουγε σωπαίνοντας, μόλις χαμογελώντας, και στην έκφρασή της ήταν ζωγραφισμένος ο θρίαμβος.

«Υπέροχα! Έξοχα!»

«Υπέροχα!» είπε και ο Στάρτσεφ, υποτασσόμενος στο γενικό ενθουσιασμό. «Πού σπουδάσατε μουσική;» ρώτησε την Αικατερίνα Ιβάνοβνα. «Στο ωδείο;»

«Όχι, για το ωδείο τώρα μόλις ετοιμάζομαι, μέχρι τώρα έπαιρνα μαθήματα εδώ, από τη μαντάμ Ζαβλόφσκαγια.»

«Τελειώσατε εδώ το γυμνάσιο;»

«Ω, όχι!» απάντησε αντ’ αυτής η Βέρα Ιωσήφοβνα. «Καλούσαμε καθηγητές στο σπίτι, γιατί στο γυμνάσιο ή στο ινστιτούτο, δεν ξέρω αν συμφωνείτε, μπορούν να υπάρξουν κάποιες επιδράσεις. Μέχρι ν’ αναπτυχθεί μια κοπέλα, πρέπει να βρίσκεται μόνο κάτω από την επιρροή της μητέρας της.»

«Πάντως στο ωδείο θα πάω», είπε η Αικατερίνα Ιβάνοβνα.

«Όχι, το γατάκι αγαπάει τη μαμά του. Το γατάκι δεν θα λυπήσει τον μπαμπά και τη μαμά.»

«Όχι, θα πάω! Θα πάω!» είπε η Αικατερίνα Ιβάνοβνα, αστειευόμενη ναζιάρικα, και χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα.

Μετά το δείπνο, ο Ιβάν Πέτροβιτς έκανε επίδειξη των δικών του ταλέντων. Γελώντας και κάνοντας γκριμάτσες, μόνο με τα μάτια, έλεγε ανέκδοτα, ευφυολογούσε, έβαζε κωμικά προβλήματα και τά ‘λυνε μόνος του και μιλούσε διαρκώς με έναν συνηθισμένο τρόπο, τον οποίο είχε καλλιεργήσει μετά από μακροχρόνιες ασκήσεις σε ευφυολογήματα και που, όπως φαινόταν, από καιρό του είχε γίνει συνήθεια.

Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Στο τέλος οι επισκέπτες, χορτάτοι κι ευχαριστημένοι, συνωστίζονταν στον προθάλαμο, για να βρουν τα παλτά και τα μπαστούνια τους. Γύρω τους πηγαινοερχόταν ο λακές Παβλούσια, ή, όπως τον φώναζαν σπίτι, Πάβα, ένα αγοράκι δεκατεσσάρων ετών, κουρεμένο, με φουσκωτά μαλλιά.

«Λοιπόν, Πάβα, δείξε μας το ταλέντο σου!» του είπε ο Ιβάν Πέτροβιτς.

Ο Πάβα πήρε πόζα, σήκωσε ψηλά το χέρι και πρόφερε με τραγικό τόνο:

«Θα πεθάνεις, δυστυχισμένη!»

Και όλοι ξέσπασαν σε δυνατά γέλια.

«Διασκεδαστικό», σκέφτηκε ο Στάρτσεφ, βγαίνοντας στο δρόμο.

Στο δρόμο στάθηκε σε κάποιο εστιατόριο και ήπιε ακόμα μια μπύρα. Έπειτα πήρε με τα πόδια το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι του στην Ντιάλιζα. Περπατούσε και σ’ όλο το δρόμο τραγουδούσε: «Η φωνή σου για μένα είναι χαδιάρικη και λιγωμένη…»

Αν και είχε περπατήσει εννιά βέρστια, όταν ξάπλωσε να κοιμηθεί δεν αισθανόταν την παραμικρή κούραση, αντίθετα του φαινόταν ότι μ’ ευχαρίστηση θα περπατούσε ακόμα είκοσι βέρστια.

«Καλούτσικα», σκέφτηκε, καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, και χαμογέλασε.

[Πηγή: Α. Π. Τσέχωφ, «Ιόνιτς» [απόσπασμα], Α.Π. Τσέχωφ. Επιλογή από το έργο του, Μετάφραση Γιάννης Στυλιάτης, Αθήνα, εκδ. Κέδρος, 1998, σσ. 305-309.]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.