Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε,
δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.
Αυτά τα χωράφια δε θα ’ταν δικά μου.
Ενώ τώρα ευτύχησα να ’χω μηλιές,
να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,
να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,
η έρημός μου λαό,
τα περιβόλια μου αηδόνια.
Λοιπόν; Πώς σου φαίνονται; Είδες
τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ’ αμπέλια μου;
Είδες τι όμορφα που πέφτει το φως
στις γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι έχω ακόμη καιρό!
Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει.
Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται.
Ωστόσο,
δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα.
Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ’ ό,τι μου δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα.
Γιατί θα ’ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να ’ναι
το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει
να ’χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά
για τους τσοπάνηδες της αγάπης.
(Από τη συλλογή του Νικηφόρου Βρεττάκου «Ο χρόνος και το ποτάμι» (1957) στο βιβλίο «Η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991, εκδόσεις Ποταμός, 2008)
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (19 Δεκεμβρίου 1911/1 Ιανουαρίου 1912, Κροκεές Λακωνίας – 4 Αυγούστου 1991, Πλούμιτσα Λακωνίας) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές, έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής ποίησης και άλλα, και είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.