Ο μικρός Αλί καθόταν κουρνιασμένος πάνω στο κρεβάτι ενός φτηνιάρικου ξενοδοχείου και περιεργαζόταν όλο τον ξεφτισμένο διάκοσμο. Ήταν τόσο δυστυχισμένος μα και συνάμα τρομαγμένος. Γιατί άφησε το ζεστό του το δωμάτιο με τα τόσο παιχνίδια; Γιατί έπρεπε να φύγουν όλοι μαζί οικογενειακώς από την πόλη που ζούσε τόσα χρόνια; Και οι φίλοι του που θα τον αναζητούσαν; Αν ζούσαν φυσικά, μετά από τόσες βόμβες που πέφτανε τριγύρω απ’ τα σπίτια τους. Έβλεπε τα πρόσωπα των γονιών του κι αναρωτιόταν γιατί ήταν τόσο λυπημένοι; Δεν καταλάβαινε τίποτα ο μικρός Αλί. Μόνο αυτό που ένιωθε: πείνα και κρύο.
Γύρισε και έψαξε με το βλέμμα του τη μαμά του που κάτι ψαχούλευε στα πράγματά τους. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια του είχαν ξαπλώσει στο δεύτερο κρεβάτι του δωματίου και λέγανε αστεία κι όλο χαχάνιζαν. Αυτή τους τη χαρά όμως δεν τη συμμεριζόταν και η μάνα τους. Παρόλο που τους είχε γυρισμένη την πλάτη, ο Αλί καταλάβαινε, ότι η καλή του μανούλα έκλαιγε σιωπηλά. Το ψυχανεμιζόταν καθώς άκουγε την ανάσα της κοφτή.
– Μανούλα γιατί κλαις;
– Δεν κλαίω παιδί μου. Να, κάτι μπήκε στο μάτι μου και μ’ ενοχλεί.
– Κι ο μπαμπάς που είναι; Σκοτείνιασε έξω και φοβάμαι.
– Μη φοβάσαι αγόρι μου. Ο μπαμπάς πήγε έξω να μας φέρει κάτι να φάμε. Δε θ’ αργήσει.
Ο Αλί ξαναμαζεύτηκε στη γωνιά του και προσπάθησε να φανεί γενναίος. Θα ‘ρχόταν κι ο μπαμπάς κι όλα θα ήταν καλά. Κι όσο περίμενε, έκλεισε τα μάτια, κι ονειρεύτηκε το άγνωστο μέλλον. Θα ξανάβρισκε ένα δωμάτιο σαν κι αυτό που άφησε, σε μια μεγάλη πόλη, γεμάτη λαμπιόνια και ωραία μαγαζιά. Θα ήταν διαφορετικά απ’ όσα ήξερε μέχρι τώρα, αλλά κι ο ίδιος ήταν διαφορετικός κι όχι σαν όλα τα ευτυχισμένα παιδάκια.
Αυτές τις σκέψεις ήρθε να διακόψει η είσοδος του πατέρα που ήταν ασυνήθιστα χαρούμενος. Μιλούσε και στα μάτια του καθρεφτιζόταν η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τους είπε πως την επόμενη μέρα θα σαλπάριζαν για νέους τόπους, όπου η ζωή θα ήταν καλύτερη. Οι άνθρωποι ήταν καλοί και πονόψυχοι. Έτσι είχε ακούσει. Βέβαια, πίστευαν σε άλλο θεό, αλλά κι ο κάθε θεός τον άνθρωπο δεν αγαπά και νοιάζεται;
Την άλλη μέρα το πρωί, μόλις είχε αρχίσει να χαράζει, όλοι ήταν στο πόδι. Μάζεψαν τα πράγματά τους γρήγορα – γρήγορα (δεν ήταν δα και πολλά), και ξεκίνησαν για το λιμάνι. Σε λίγο, έφτασαν εκεί και αντίκρυσαν το πλοίο με το οποίο θα ξεκινούσαν τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής τους: θα άλλαζαν πατρίδα.
Του Αλί του φάνηκε τεράστιο το πλοίο. Πρώτη φορά θα ταξίδευε με τέτοιο. Φαντάστηκε τι υπέροχες κρυψώνες θα ανακάλυπτε, τι κρυμμένους θησαυρούς θα έκρυβε μέσα στ’ αμπάρια του. Όλη αυτή η προσμονή για το άγνωστο που τον καλούσε ν’ ανακαλύψει, τον αναστάτωνε τοn μικρό μας φίλο.
Ανέβηκαν, λοιπόν, όλοι μαζί οικογενειακώς και προσπάθησαν να τακτοποιηθούν σε μια γωνιά του καταστρώματος. Ο Αλί κοιτούσε γύρω του σα χαμένος. Τόσος κόσμος, όπως κι η οικογένειά του, μιλούσαν δυνατά, γελούσαν, κάναν χειρονομίες. Άλλοι προσεύχονταν σε αόρατους θεούς. Ήταν όλοι αναστατωμένοι.
Κάποια στιγμή, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος που σκέπασε την οχλοβοή του πλήθους. Οι μηχανές ξεκίνησαν τη δουλειά τους, και το πλοίο άρχισε να κινείται νωχελικά σα μια γριά κοκόνα αλλοτινής εποχής. Αυτό ήταν. Ξεκινούσαν για το άγνωστο. Κάτι που δεν άφηνε τον Αλί και τ’ αδέλφια του να απομακρυνθούν απ’ τους γονείς τους, όσο κι αν ήθελαν να εξερευνήσουν το πλοίο, για κρυψώνες και κρυμμένους θησαυρούς. Κι έκανε και τόσο κρύο! Ήταν περίπου μέσα Δεκέμβρη.
Μετά από κάποιες ώρες ταξίδι, κι αφού το καράβι είχε ανοιχτεί μεσοπέλαγα κι η στεριά διόλου δεν ξεχώριζε, οι μηχανές σταμάτησαν να δουλεύουν. «Τι έγινε;» αναρωτιόντουσαν όλοι. Κάποιος που ήξερε κάτι αγγλικά, ανέλαβε να μάθει απ’ το προσωπικό. Οι νέες πληροφορίες ήταν ότι θα κατέβαιναν με βάρκες για το κοντινότερο νησί, μιας και το καράβι είχε άλλη ρότα. «Αυτό είναι απάτη» ψιθύριζαν οι μεγάλοι. «Μας πήραν τα λεφτά για να μας πάνε σε κάποιο λιμάνι, κι όχι να μας αφήσουν στη μέση της θάλασσας με τέτοιο καιρό!» διαμαρτύρονταν κάποιοι άλλοι. Όμως δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να διορθωθεί η κατάσταση! Πάνε κι οι κρυψώνες, πάνε κι οι θησαυροί, σκεφτόταν ο Αλί. Μόνο να μη χάσει την οικογένειά του. Γαντζώθηκε λοιπόν στα φουστάνια της μαμάς του και την ακολουθούσε κατά βήμα.
Μετά από μεγάλο στριμωξίδι, βρέθηκε στην αγκαλιά της, μαζί με άλλους – καμιά πενηνταριά άτομα – μέσα σε μια βάρκα. Ήταν μισοβυθισμένη στο νερό, από το σμάρι των ανθρώπων που υπήρχαν πάνω της.
– «Μαμά φοβάμαι! Θα βουλιάξουμε!» ψιθύρισε ο μικρός Αλί.
– «Μη φοβάσαι! Ο θεός θα μας προστατέψει» απάντησε η μάνα του, δίνοντάς του κουράγιο. Όμως κι αυτή φοβόταν, αλλά δεν ήθελε να τρομάξει τα παιδιά της. Κι όλο προχωρούσαν, κι όλο η βάρκα βούλιαζε περισσότερο.
Ώσπου στο τέλος, λίγα μίλια έξω απ’ το λιμάνι του νησιού, η βάρκα βούλιαξε εντελώς κι όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν πάνω της, βρέθηκαν στο νερό. Ακολούθησε ένας μικρός χαμός. Τσιρίδες, κλάματα, κραυγές απελπισίας που καλούσαν σε βοήθεια. Ποιος να τους ακούσει όμως, μέρα που ήτανε; Ξημέρωνε Χριστούγεννα. Όλοι ή ήταν μες τη γλυκιά θαλπωρή του σπιτιού τους ή ετοιμάζονταν να πάνε να ευχηθούν το «καλώς όρισες» στο μικρούλη θεό που γεννιότανε τέτοιες ώρες.
Αργότερα, βγήκαν κάποια καΐκια, να βοηθήσουν όσους άντεξαν στα παγωμένα νερά. Κάποιοι σώθηκαν, κάποιοι άλλοι όμως δεν τα κατάφεραν. Κι ένας απ’ αυτούς ήταν κι ο Αλί. Κι όταν το σωματάκι του ξεβράστηκε στη στεριά, κάποιοι είπαν ότι ήταν το πιο βαρύ σώμα που σήκωσαν αυτοί που τρέχανε να σώσουνε ανθρώπινες ψυχές. Ίσως γιατί η ψυχούλα του Αλί ήταν γεμάτη από ελπίδα και λαχτάρα για ζωή. Για μια ευτυχισμένη ζωή, που τη δικαιούνται όλα τα παιδιά της γης: άσπρα, μαύρα, κίτρινα κόκκινα.
Και ξημέρωνε Χριστούγεννα! Με τα λαμπιόνια και τις μουσικές, τα γλυκά και τις νοστιμιές. Ξημέρωνε μια λαμπερή μέρα για τα παιδάκια. Όχι όμως για τον Αλί.
Δυστυχώς χάσαμε πολλούς Αλί, που ήθελαν να ζήσουν ως παιδάκια τη χαρά της ζωής!
Δεν υπάρχουν λόγια γι αυτό το σύγχρονο δράμα!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο