Πάνε πολλά χρόνια που στην κεντρική μας πλατεία, όταν οι πιο ευκατάστατοι έβγαιναν για τα ψώνια των Χριστουγέννων, στεκόταν μπροστά απ’ το βιβλιοπωλείο ένας οργανιτζής με τη λατέρνα του και δίπλα του μια μαϊμού ντυμένη σαν χανούμισσα, με μπακιρένια φλουριά που συνόδευαν ηχητικά σαν κρουστά τις εναέριες τούμπες της και το χοροπηδηχτό της. Όταν χιόνιζε, η μαϊμού δεν ήθελε ιδιαίτερα να χορέψει και τότε ο οργανιτζής, που ήταν γέρος και ράθυμος, της έδινε καμιά μ’ ένα μπαστούνι, όχι πολύ δυνατά, ίσα να ζεσταθεί, κι αυτή άρχιζε πάλι τον χορό της, με τις νιφάδες του χιονιού στο τρίχωμα σαν κάποια άσκημη νύφη στον θλιβερό της γάμο. Και πράγματι, τα τραγούδια της λατέρνας, όλα τους παλιά και ξεχασμένα, κουβάλαγαν πάνω τους μια θλίψη ασύμβατη με το πνεύμα των ημερών και οι καταστηματάρχες είχαν αρχίσει να σκέφτονται να ζητήσουν απ’ τη δημοτική αστυνομία να διώξει απ’ την πόλη μας τον οργανιτζή, αλλά το ξανασκέφτηκαν όταν ένας τους παρατήρησε ότι το παράταιρο τούτο θέαμα άρεσε ιδιαίτερα στα παιδιά, που τραβολογούσαν τους γονείς τους απ’ το χέρι να πάνε κοντά στη μαϊμού, και έτσι ήταν κάτι σαν ατραξιόν που δεν ήταν φρόνιμο να ξεφορτωθούν.
Ήρθε κάποτε ένας χειμώνας πιο βαρύς απ’ τους προηγούμενους, χιόνιζε μέρες στη σειρά και το χιόνι το είχε στρώσει για τα καλά. Ο οργανιτζής δεν τα ’χε παρατήσει, μόνο καθόταν σ΄ ένα ξύλινο σκαμπό γιατί δε βάσταγε να μείνει όρθιος. Χτυπούσε τη μαϊμού—στη ζούλα πάντα—πιο συχνά από ό,τι συνήθως για να την αναγκάσει να μείνει κινητική, πράγμα που στο μυαλό του ήταν μάλιστα φιλεύσπλαχνο με τόσο κρύο που είχε.
Κάποια στιγμή αντιληφθήκαμε ότι η μουσική απ’ τα καρφάκια του κυλίνδρου στη λατέρνα είχε πάψει, γιατί ο αέρας ακουγόταν πιο ξεκάθαρα από πριν καθώς πέρναγε ανάμεσα στα κτίρια της πλατείας. Τον οργανιτζή τον είδε πρώτος ένας πιτσιρικάς, έξι-εφτά χρονών. Είχε γείρει προς τα δεξιά στο σκαμπό του και δε γύριζε πια τη μανιβέλα. Η μαϊμού δε χόρευε, παρά μόνο κοιτούσε νευρικά ολόγυρα και κάθε τόσο πλησίαζε τον οργανιτζή, τον μύριζε, χοροπηδούσε πάνω στα πόδια του, κάποτε ανέβηκε γρήγορα και επιφυλακτικά και ως τους ώμους του να κόψει αντιδράσεις.
Έχοντας αντιληφθεί πως ο οργανιτζής τα είχε πια τινάξει, πήρα τον δρόμο για την αστυνομία για να αναφέρω το περιστατικό. Ένιωθα κάπως ενοχλημένος που μου είχε πέσει αυτό το θλιβερό καθήκον στους ώμους γιατί δεν είχα σκοπό να χασομερήσω στην πλατεία, μόνο περνούσα από εκεί στον δρόμο για το σπίτι, γιατί είχα διάβασμα για τις εξετάσεις μου στη φιλοσοφία, και ο Καρτέσιος δεν είναι παίξε-γέλασε.
Όταν γύρισα, μαζί με τον αστυνομικό και τον γιατρό, που είχε ειδοποιηθεί, στο σημείο έξω απ’ το βιβλιοπωλείο, είδα όχι μόνο τον οργανιτζή γερμένο δεξιά—είχε μάλιστα γείρει ακόμη περισσότερο—αλλά τη λατέρνα ριγμένη κάτω. Είχε ξεχαρβαλωθεί απ’ το πέσιμο, φαινόταν τα σπλάχνα του μουσικού της κυλίνδρου, κι η μαϊμού, που προφανώς της είχε επιτεθεί, χοροπήδαγε ολόγυρα θριαμβευτικά, λες και είχε καταφέρει πλήγμα κατά μικρότερης και ασθενέστερης μαϊμούς στη ζούγκλα. Μόλις μας είδε που κοντεύαμε, το έβαλε γρήγορα στα πόδια και εξαφανίστηκε στα στενά πίσω απ’ την πλατεία. Δεν την ξανάδαμε ποτέ. Μερικές φορές την σκεφτόμουν να περιπλανιέται στα δάση στα μέρη μας, αλλά μετά σκεφτόμουν ότι ήταν αφιλόξενα για μια μαϊμού. Θα ήταν ευκολότερο να φαγωθεί εκεί παρά να βρει κάτι να φάει.
Η πόλη μας σύντομα ξέχασε το περιστατικό, το οποίο, ακόμη και για τα δικά της μικρά μεγέθη, ήταν μάλλον ασήμαντο. Μονάχα εγώ, όταν, μετά τον θάνατο του οργανιτζή, την καταστροφή της λατέρνας και τη διαφυγή της μαϊμούς πήγα μια μέρα να κοινωνήσω, ένιωσα μια ναυτία μες στα θυμιατά και την κλεισούρα κι όταν έφτασε η σειρά μου ξέρασα μες στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας μέσα σ’ ένα ντελίριο (είχα ιδρώσει τόσο που χοντρές στάλες έτρεχαν απ’ το μέτωπό μου), πως δεν έχει νόημα τίποτε απ’ όλα αυτά, πως είμαστε όλοι—λατέρνες, οργανιτζήδες, μαϊμούδες—μονάχα μηχανές, μηχανές χωρίς ψυχή. Και πως για αυτόν τον λόγο το μόνο που έχει νόημα είναι η εξέγερση, έστω η απελπισμένη, έστω χωρίς ελπίδα και χωρίς αύριο.
Πήγαν μετά οι γονείς μου με κάτι πάστες στο σπίτι του παπά την επομένη Κυριακή και του ζητήσανε συγγνώμη, λέγοντας πως με είχε καταβάλλει το διάβασμα για τις εξετάσεις μου, ο Καρτέσιος και ο Λα Μετρί, που ο παπάς ούτε που τους είχε ακουστά.
Ο Αντώνης Μπαλασόπουλος γεννήθηκε το 1970 στη Θεσσαλονίκη και είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έργα του είναι δυο συλλογές αφορισμών και δοκιμίων: «Απ’ το μάτι της βελόνας. Αρχείο ελλειπτικών παρορμήσεων» (GalerieAstra, εκτός εμπορίου, 2010) και «Το βιβλίο των μικρών συλλογισμών» (GalerieAstra, 2011)• τρεις συλλογές ποίησης: «Πολλαπλότητες του Μηδενός» (Σαιξπηρικόν, 2020), «Λευκό στο λευκό» (Ενύπνιο, 2021), και «Το βιβλίο των πλασμάτων» (Σαιξπηρικόν, 2021)• και μια συλλογή σύντομων διηγημάτων, «Ο κύβος και άλλες ιστορίες» (24 Γράμματα, 2021).