Κάθε που έβλεπαν την ομίχλη να ζώνει το χωριό έτρεχαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Όταν αυτή απλώνονταν, μαντάλωναν πόρτες και παράθυρα παρότι εκείνον τον καιρό δεν το ’χαν για συνήθειο να αμπαρώνονται μήτε κι όταν διάβαιναν οι αντάρτες – κι όλο και κάποιον θα έβρισκαν μετά να κρέμεται απ’ τον πλάτανο στη πλατεία όταν ξεμύτιζαν να δουν ποιον πήρε ο χάρος.
Σαν άρχιζε να πέφτει η αντάρα, οι μανάδες μέτραγαν με βιάση τα παιδιά να δουν αν είναι όλα σπίτι, κι οι άντρες είχαν το νου τους να μπάσουν τα γερόντια. Μετά κάθονταν βουβοί και καρτερούσαν να φύγει ο δαίμονας. «Κακό», «θεριό» και «δαίμονα» έλεγαν την ομίχλη σ’ εκείνα τα χωριά, και μια φορά που ο γραμματικός (νησιώτης απ’ την Ανάφη) την είπε πούσι, ο Άγγλος που ξέμεινε ένα βράδυ στο σπιτικό του με δυο καπεταναίους γέλασε και του έδειξε ξεδιάντροπα με μια χειρονομία τι σήμαινε η λέξη στα εγγλέζικα. Ο έρμος ο γραμματικός κοκκίνισε ντροπιασμένος και κάτι ψέλλισε για την κατάρα της Βαβέλ. Ο δάσκαλος τους έλεγε ότι για τους αρχαίους, αχλύς ήταν η καταχνιά που έρχονταν στα μάτια πριν απ’ τον θάνατο, κι ήταν η εξήγηση αυτή που πιότερο τους τρόμαζε.
Κανένας πια στο χωριό δεν θυμότανε γιατί την καταχνιά θα ’πρεπε τόσο να τη φοβούνται. Μήτε οι γεροντότεροι το θυμόντουσαν – Η ίδια αν είχε φωνή θα τους έλεγε πως ήταν άδικοι μαζί της που πίστευαν πως ό, τι έκανε ήταν για κακό• είχε κι ένα σωρό παραδείγματα να τους αραδιάσει. Αυτή η δεισιδαιμονία πέρασε από γενιά σε γενιά έτσι, σαν έθιμο• σαν τ’ άι-Γιωργιού που βγαίναν με τις τσουγκράνες και τα δρέπανα για να συνδράμουνε τον άγιο στη μάχη του να φονέψει το θεριό. Τούτο όμως το θεριό δεν είχε σχήμα και τρύπωνε ύπουλα απ’ τους φευγάτους ρόζους και τα μεγάλα τα ανοίγματα που άφηναν οι τάβλες της εξώπορτας από το χωματένιο δάπεδο. Έμπαινε σαν καπνός, αργά, σαν έξω να καίγονταν οι αυλές κι έμενε εκεί, μια σπιθαμή από το πάτωμα να το κοιτάνε τα παιδιά με γουρλωμένα μάτια κι ύστερα αποτραβιόταν ξαφνικά σαν τζίνι που το ρούφηξε το λυχνάρι. Λες κι ο δαίμονας έμπαινε να κάνει τη δικιά του καταμέτρηση, να δει αν κάποιος θρασύς τ’ αψήφησε κι έμεινε εκεί έξω. Η γριά η Θύμιαινα μολογάει πως κάποτε ξέμεινε στα χωράφια η Αγγελική του μαστρο-Θόδωρου, και η αντάρα την κατάπιε πριν η συφοριασμένη προκάμει να μπει στο σπιτικό της. Όταν καθάρισε η αχλή, τη βρήκαν χαμογελαστή, μ’ εκείνο το χαμόγελο που έχουν οι νεραϊδοπαρμένοι, να κάθεται σιμά στο ρέμα και τάχα να νανουρίζει την μονάκριβη Ανάστω της που ’χασε από οστρακιά προτού ακόμα το δόλιο κλείσει χρόνο. Της πήρανε ήσυχα το λιανόξυλο που ταχτάριζε τρυφερά μες στην αγκάλη της και τη συντρόφεψαν στον άντρα της. Άλλο παιδί δεν έκαμαν.
*
Παραμονή Χριστούγεννα αποβραδίς κατέβηκε η καταχνιά απ’ τα βουνά και φυλάκισε τους ανθρώπους μες στα σπίτια τους. Αυτό που όλοι προσεύχονταν μπροστά στο εικόνισμα της εγκυμονούσας Παναγιάς, ήταν να τσακιστεί να φύγει το θεριό πριν ξημερώσει για να μπορέσουνε να πάν στην εκκλησιά να υποδεχτούνε τον Θεό που έπαιρνε σάρκα και οστά εκείνη τη άγια νύχτα.
Η Ισιδώρα άκουσε τους τελευταίους γείτονες που πέρναγαν με ποδοβολητό έξω απ’ το παράθυρό της με την ομίχλη στο κατόπι τους και σταυροκοπήθηκε. Τελευταίο άκουσε το λαχανιασμένο αγκομαχητό και τη φάλτσα φωνή του Σωτηριά που τραγούδαγε καθώς γύρναγε πάλι πιωμένος και με το πάσο του από τον καφενέ του Γιαννακού. Έτσι όπως ερέθιζε την τύχη του, κάποια φορά το θεριό θα τον προλάβαινε (Ποιος ξέρει, μπορεί και να το γύρευε).
Όταν ήρθε ο πόλεμος, έφυγαν όσοι μπορούσαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, χάθηκαν οι αντρίκειες οι φωνές και το χωριό βουβάθηκε. Ακούγονταν μονάχα βογγητά απελπισιάς και που και που το κλάμα κάποιου μωρού που ήταν καρπός σμιξίματος αγχωμένου παρά ευχαρίστησης – πριν φύγουν για το μέτωπο να σπείρουν μια ζωούλα πίσω τους στη θέση της δικιάς τους που μπορεί να κόβονταν απότομα. Τα μεγαλύτερα παιδιά μήτε έκλαιγαν μήτε γελούσαν, βουβά, σαν από φόβο μη βεβηλώσουν τη σιωπή και προκαλέσουν το κακό. Όσο κρατούσε ο πόλεμος ο γυναικωνίτης στην εκκλησιά γνώρισε δόξες. Στο κοιμητήριο ο χώρος περίσσευε.
Τέλειωσε ο πόλεμος κι άρχισαν να γυρνάνε όσοι σκότωσαν αλλά δεν σκοτώθηκαν, και μαζί μ’ αυτούς ξαναγύρισαν οι αντρίκειες φωνές, τα φανερά τα γέλια και τα κλάματα κι εκείνα τα παθιασμένα βογγητά κάτω απ’ τα σκεπάσματα τις νύχτες που πάσχιζαν να τα πνίξουν, δείγμα ζωής που επιστρέφει θριαμβεύτρια.
Ήταν και κάμποσοι που δεν επέστρεψαν ποτέ. Φόρεσε ο Θεός μαύρη κουκούλα κι έδειξε με το δάχτυλο τους άτυχους. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο άντρας της Ισιδώρας που τον περίμενε κάθε μέρα βάζοντας το πιάτο του αντίκρυ στο δικό της, ενώ τη μέρα της γιορτής του και κάθε Κυριακή γέμιζε ως απάνω μια κούπα με κρασί γλυκόπιοτο και το ’πινε στην υγειά του. Της γράψαν «αγνοούμενος» μα εκείνη το αγνόησε και συνέχισε να σερβίρει στο πιάτο και στην κούπα του. Στο κρεβάτι, τόσο καιρό που έλειπε, συνέχισε να κοιμάται στη μεριά της. Μήτε στον ύπνο της, αθέλητα, δεν πέρασε στη δικιά του. Νιόπαντροι, πάντα εκείνος ήταν ο εισβολέας. Με τον καιρό οι επισκέψεις αραιώσανε μέχρι που ο καθένας έμενε εκεί που πλάγιαζε. Κούνια μωρού δεν στήθηκε στην κάμαρη.
*
Η Ισιδώρα άναψε το καντήλι εμπρός στο θαυματουργό εικόνισμα της Παναγιάς της Φανερώτριας που πίστευαν πως φανερώνει τ’ αφανέρωτα, κι ενώ όλοι λουφάζανε στα σπίτια τους, αυτή ξεπόρτισε. Έλυσε το σύρμα απ’ το καρφί στο κούφωμα της σανιδένιας πόρτας και πάτησε στο πρώτο σύννεφο που ήταν στο κατώφλι της. Η καταχνιά νίκαγε το σκοτάδι κι αυτή κίνησε να περπατάει μέσα στα σύννεφα, στην αρχή δισταχτικά κι ύστερα όλο και πιο θαρρεμμένη. Ήταν σίγουρη πως χώμα δεν πατούσε. Κάνα δυο φορές που παραπάτησε, νόμισε πως θα έπεφτε από ψηλά και θα γκρεμοτσακίζονταν στην παγωμένη γης. Στιγμή δεν σκιάχτηκε κι ας ήταν ολάκερη βουτηγμένη μέσα στο χνώτο του δαιμόνου. Περπάταγε στητά, αρχοντικά, με βήμα αργό και σταθερό σαν να ’ταν λιτανεία. Εμπόδιο δεν συνάντησε κανένα στη πορεία της. Ούτε ψυχή. Μονάχα κάποια στιγμή της φάνηκε πως είδε εκεί πάνω τον Σίμο, το ζαβό, που λέγαν πως τον γέννησε η αντάρα και πως η αντάρα τον ξαναπήρε μια νύχτα κι έγινε άφαντος. «Στα σύγνεφα δεν απαντάς εμπόδια. Μόνο αγγέλους» μονολόγησε και ησύχασε.
Σταμάτησε όταν κατάλαβε πως βρίσκονταν πάνω στο πέτρινο γεφύρι στην άλλη άκρη του χωριού. Άκουσε το ρέμα να τρέχει από κάτω της φουσκωμένο. Στάθηκε καταμεσής του γεφυριού, τέντωσε τα χέρια της μπροστά και πώς της ήρθε; Ίσως γιατί ήταν σίγουρη πως κανένας δεν την έβλεπε ούτε την άκουγε• ψέλλισε: «Λουκά». Αναθάρρεψε και το ’πε πιο δυνατά κι ύστερα φωναχτά: «Λουκάαα». Σώπασε. Ντράπηκε μα ένιωσε να ξαλαφρώνει. Μάζεψε πίσω τα χέρια- κεραίες κι έκανε να φύγει. Και τότε, σαν ν’ αναδεύτηκε η άσπρη πήχτρα εμπρός της. Σαν να φυσήξαν άνεμοι μαστόροι και σμίλεψαν το σύννεφο και τ’ άσπρο τίποτα πήρε υπόσταση. Τον κατάλαβε πριν ακόμα δει το πρόσωπο, από τα λερωμένα τα παπούτσια (ποτέ του δεν τα είχε καθαρά) και από τα ανασκουμπωμένα τα μανίκια (έτσι είχε το πουκάμισο χειμώνα καλοκαίρι). Το πρόσωπο ωχρό, ένα με την αντάρα, μα δεν τη ένοιαξε. Σίγουρα τράβηξε πολλά ο δύστυχος. Στους ώμους του ριγμένη μια χλαίνη μάλλινη ολοκαίνουργια, του κουτιού – μέρα που ήταν! – κι είχε στο αριστερό του πέτο – έτσι της φάνηκε – τριαντάφυλλο που κάποτε μάλλον ήταν κόκκινο αλλά τώρα είχε σκουρύνει κι έμοιαζε μαύρη κηλίδα, σαν ξεραμένο αίμα. Αγκαλιάστηκαν, τον πήγε σπίτι μέσα απ’ τα σύννεφα και του μαγείρεψε φακές μέσα στην νύχτα που ήξερε πως του άρεσαν πολύ κι ας ήτανε παράταιρο με την περίσταση και τη μέρα. Του σέρβιρε δυο πιάτα. Πώς πείναγε ο καημένος! Του ’βαλε και κρασί γλυκόπιοτο. Κάθισε αντίκρυ του και τον κοίταζε όσο έτρωγε αμίλητος (ποτέ του δεν το ’χε με τα πολλά τα λόγια). Τη νύχτα ξύπνησε τρεις φορές κι ακούμπησε το αυτί στο στέρνο του να δει αν ανασαίνει.
Σιμά το πρωί άκουσε την καμπάνα να καλεί τους χριστιανούς, σημάδι του ερχομού του Θεανθρώπου και λήξης του συναγερμού. Ο δαίμονας που είχε καταλάβει το χωριό και των ανθρώπων τις ψυχές, ξορκίστηκε από τις τόσες προσευχές κι από το πρώτο κλάμα του νεογέννητου Χριστού. Η Ισιδώρα σηκώθηκε ακροπατώντας και ντύθηκε στο σκοτάδι. Βγαίνοντας απ’ το σπίτι τούτη τη φορά πάτησε σε στέρεο έδαφος. Στην εκκλησιά μπήκε στητή και δεν ανέβηκε στον γυναικωνίτη όπως συνήθιζε, παρά στάθηκε μπροστά μπροστά, δίπλα στον άμβωνα. Ήταν ολόκληρη μανουάλι ολόχρυσο με χίλια κεριά να φέγγουν στο πρόσωπό της.
Και πέρασε και τ’ άι-Βασιλιού κι ήρθαν τα Φώτα κι ο φωτισμός κι η Ισιδώρα είχε χαρές μεγάλες. Οι χωριανοί την έβλεπαν κεφάτη και χαμογελαστή να περιδιαβαίνει τους δρόμους και τους μαχαλάδες, κι όταν οι γειτόνισσες τη ρωτούσαν τι σκέφτεται να βάλει στο τσουκάλι, εκείνη έλεγε φακές. Και σαν να γιόρταζε επέτειο, κάθε που έρχονταν το «θεριό» κι οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους, εκείνη έβγαινε αγκαζέ με τον Λουκά κι έκαναν σεργιάνι στα σύννεφα μέχρι το ρέμα κι ύστερα πάλι πίσω, να του σερβίρει τις φακές και να τον βάλει να πλαγιάσει. Κι όταν η Αθηνούλα, η κόρη της Αρίσταινας θα παντρεύονταν και φώναξαν τον κυρ Αγησίλαο τον φωτογράφο, η Ισιδώρα, κατά πως έκαναν κι άλλοι στο χωριό όταν τους δίνονταν αυτή η ευκαιρία, τον κάλεσε να βγάλει μια πόζα μπροστά στο σπίτι της.
*
Χρόνια αργότερα, η καινούργια αφέντρα του σπιτιού – μια απ’ την πόλη που αγόρασε το σπίτι για ξεκαλοκαίριασμα – , πέταξε όλη τη παλιατζούρα που ’χε η μακαρίτισσα (έπιπλα, τα λίγα κουζινικά και το διπλό κρεβάτι με τον σομιέ τον ταλαιπωρημένο μόνο από τη μια μεριά), και κράτησε για ενθύμιο το εικόνισμα και μια φωτογραφία που δείχνει την Ισιδώρα μονάχη της στο άσπρο κεφαλόσκαλο μπροστά στο σπίτι, να ’χει το αριστερό της χέρι λυγισμένο, μετέωρο, σαν να κρατάει κάποιον αγκαζέ, και να χαμογελάει στον φακό ευτυχισμένη.
(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο εξομολόγος του Θεού», εκδόσεις Απόπειρα, πρώτη έκδοση Δεκέμβριος 2019)
Το απόσπασμα μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις ως προς την μυθοπλασία και την αφηγηματική γραφή!
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο