Δημήτρης Στατήρης | Μπλε σπίθα

Ήρθαν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς εκείνη, χωρίς κανέναν. Νύχτωνε. Έξω το χιόνι στροβιλιζόταν και έπεφτε πάνω στις σκεπές, στα δέντρα, στους δρόμους. Άναψαν τα φώτα, η πόλη χλόμιασε. Κούρνιασες στην πολυθρόνα, το τζάκι έκαιγε. Τρεμόπαιζαν οι σκιές πίσω απ` τα κάδρα και τις κορνίζες. Παιδιά, εγγόνια και εκείνη. Η Ειρήνη. Το βλέμμα της υποσχόταν μια αόριστη προοπτική, πέρα απ` τον κόσμο, πέρα απ` την ύλη. Λίγο καιρό πριν ήταν που ανεβήκατε μαζί στο βουνό για να κόψετε ένα μικρό έλατο για τις γιορτινές μέρες που έρχονταν. Θα το στόλιζε με κουκουνάρια και βαλανίδια, ήθελε λίγη μυρωδιά από δάσος στο σπίτι αυτή τη χρονιά. Όμως, δεν πρόλαβε. Τώρα το δεντράκι βρισκόταν καταχωνιασμένο στην αποθήκη, μαραινόταν, μαδούσε. Στο τραπέζι υπήρχαν μερικές ευχετήριες κάρτες –δε σε ξεχνούσαν. Μόλις πριν λίγες ώρες είχες συνομιλήσει, μέσω υπολογιστή, με την κόρη σου και την οικογένειά της. Όλοι φορούσαν χειρουργικές μάσκες, δε το ρίσκαραν γιατί τα παιδιά πήγαιναν στο δημοτικό και η δασκάλα σύστησε στους γονείς να προσέχουν. Στο βάθος της εικόνας διακρινόταν ένα φωτεινό καραβάκι. Για μια στιγμή, παρανόησες, είχες την εντύπωση ότι μιλούσες με κάποιους άγνωστους που σου έκαναν πλάκα και προσπαθούσαν να σε πείσουν ότι δεν υπήρχε καμία πανδημία και πως όλο αυτό το δράμα που συγκλόνιζε την οικουμένη ήταν μια επινόηση μερικών σκοτεινών μυαλών και τίποτα παραπάνω, όμως, αμέσως ο νους σου πήγε στην Ειρήνη όταν βρισκόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου με τις βελόνες στα χέρια και εκείνη τη βαριά αναπνοή που θύμιζε ζώο που ξεψυχά και επανήλθες στην πραγματικότητα.

Γέμισες ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί στην κουζίνα. Σκάλισες το τζάκι. Πύρωσαν οι ρυτίδες στο μέτωπο και στα μάγουλά σου. Σκούρες φλέβες σχημάτιζαν ζιγκ ζαγκ πάνω στα κυρτωμένα σου χέρια. Στάθηκες μπροστά από το παράθυρο: το χιόνι πλευροκοπούσε τα κτίρια και τους περαστικούς λες κι ήταν αστρική βροχή. Λαμπιόνια αναβόσβηναν και αναρριχούνταν στις κολώνες, τις βιτρίνες και τα μπαλκόνια. Έκανες ένα γύρω στο σαλόνι, η κορνίζα της Ειρήνης βρισκόταν ανάμεσα από δυο ξύλινα αγαλματίδια. Τα γαλάζια της μάτια έρχονταν σε αντίθεση με το σακουλιασμένο πρόσωπό της που όσο γερνούσε τόσο τα μάτια της φωτίζονταν, θαρρούσες ότι ακόμα και μέσα στον τάφο αυτά τα μάτια δε θα σάπιζαν αλλά θα παράμεναν αναλλοίωτα, ίδια πολύτιμα πετράδια. Τότε κάτι σκίρτησε μέσα σου: γεννήθηκε ένα αίσθημα που έμοιαζε με γέφυρα ανάμεσα στη ζωή και την αιωνιότητα. Γέμισες ένα ακόμα ποτήρι με κρασί. Έβγαλες τις πυτζάμες και φόρεσες τα καλά σου. Ξεσκόνισες ένα δίσκο με παλιά λαϊκά τραγούδια και τον έβαλες στο πικάπ. Τοποθέτησες στη θράκα μια σχάρα με κάστανα. Ξετρύπωσες ένα πακέτο μελομακάρονα απ` το ντουλάπι. Κρέμασες στους τοίχους κάτι ξεχασμένες γιρλάντες, εκείνη τις είχε κουλουριάσει μέσα σε ένα χαρτόκουτο γιατί είχαν ξεφτίσει και ήταν για πέταμα. Έγειρες στην πολυθρόνα, ρούφηξες το κρασί με λαχτάρα. Και αφέθηκες. Ήρθαν στο νου σου εποχές που ο έρωτας γεννιόταν στα πανηγύρια και τις κυριακάτικες βόλτες. Εποχές που ο έρωτας άνθιζε και με τις πέντε αισθήσεις.

Ξαφνικά άρχισες να ακούς ψίθυρους, φωνές, γέλια. Ποιοι ήταν όλοι αυτοί; Δεν πέρασε ώρα και οι φωνές πήραν σχήμα, μορφή, σάρκα και οστά. Άνθρωποι ηλικιωμένοι, άγνωστοι αλλά και οικείοι ταυτόχρονα, όπως συμβαίνει με εκείνους που μοιραζόμαστε την ίδια φοβία που μέχρι πρότινος νομίζαμε ότι δεν την έχει άλλος κανείς. Κάθονταν στον καναπέ, στις καρέκλες, στέκονταν όρθιοι, συζητούσαν, χόρευαν, αντάλλασσαν ευχές. Δεν φορούσαν μάσκες, έδειχναν να αγνοούν την πανδημία. Ήταν όλα όπως παλιά. Η ματιά σου έπεσε πάνω σε μια νεαρή κοπέλα. Ήταν όρθια δίπλα απ` το παράθυρο. Παραμέρισες τον κόσμο, την πλησίασες. Κάτι ρώτησες αλλά η κοπέλα δεν απάντησε, παρά μόνο κοιτούσε χαμηλά. Είχε δέρμα διάφανο, γυαλιστερά μαλλιά και φορούσε παπούτσια από λουστρίνι. Αναρωτήθηκες τι μπορεί να γύρευε μια τόσο νέα κοπέλα ανάμεσα σε γριές και γέρους. Όμως, παρατηρώντας την, θυμήθηκες τη βραδιά που γνώρισες την Ειρήνη στο πάρτι ενός φίλου. Χριστούγεννα ήταν και τότε. Στεκόταν και κοιτούσε το χιόνι που στρωνόταν στα κεραμίδια και τις αυλές. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά σας και το δικό της χαμήλωσε, ναι όπως χαμήλωνε και τώρα, και ήταν σαν να χάθηκε ένα ηλιόλουστο πέλαγος από μπροστά σου και αμέσως πήγες και της μίλησες γιατί ήθελες να αντικρίσεις αυτό το πέλαγος ξανά και ξανά.

Ράγισε το πρόσωπό σου, ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό. Όμως, πριν προλάβεις να κάνεις οτιδήποτε άλλο, η κοπέλα άρχισε να τρέχει, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Την ακολούθησες. Έξω σφύριζε ο παγωμένος αγέρας, οι νιφάδες πύκνωναν στα φρύδια και τα μαλλιά σου. Η κοπέλα δε σταμάτησε να τρέχει διαγράφοντας μια λοξή πορεία πάνω στο χιόνι. Μια κυρία με ένα κοριτσάκι με κέρατα ταράνδου στο κεφάλι ήρθαν και σου πρόσφεραν κάτι ζεστό αλλά τις προσπέρασες μονομιάς. Το κρύο τρύπωνε στα πνευμόνια, έγδερνε το δέρμα σου. Πλαστικοί αγιοβασίληδες σκαρφάλωναν στα μπαλκόνια. Ώσπου την είδες να κοντοστέκεται κάτω απ` το κίτρινο φως μιας κολώνας. Η κοπέλα είχε στραφεί προς το μέρος σου, σε κοιτούσε, μια μπλε σπίθα λαμπίριζε στην καταχνιά. Έβαλες τα δυνατά σου. Έκαιγες από μέσα, τώρα υπήρχες μόνο εσύ κι εκείνη. Τα τραγούδια και οι φωνές απ` το σπίτι ξεμάκραιναν πίσω σου. Το φεγγάρι κρεμόταν πάνω από έναν ουρανό που έμοιαζε χτισμένος με γκρίζα παγόβουνα. Όταν κόπασε ο χιονιάς, σε βρήκαν θαμμένο στα λευκά. Με τα μάτια ανοιχτά, σαν να έβλεπες κάτι ζωντανό, σαν να ήθελες τα Χριστούγεννα εκείνα να κρατήσουν για πάντα.


Ο Δημήτριος Στατήρης γεννήθηκε το 1985 στην πόλη της Λάρισας. Έχει φοιτήσει στο Α.Τ.Ε.Ι. Λάρισας, στο τμήμα μηχανολογίας. Έχει εκδώσει έξι βιβλία. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο.

#Χριστούγεννα_2021

3 σκέψεις σχετικά με το “Δημήτρης Στατήρης | Μπλε σπίθα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.