Επιτέλους, οι ετοιμασίες για το γιορτινό τραπέζι έφτασαν το τέλος τους. Όλα είναι έτοιμα. Η πολυνησιακή σούπα, τα δύο διαφορετικά είδη σαλάτας, τα ορεκτικά, τα δύο διαφορετικά κρέατα, το απαραίτητο σουφλέ ζυμαρικών, τα γλυκά, τα κρασιά, τα ποτά και ένα καλό πορτ για το τέλος, για τα πούρα.
Κάθε χρόνο, όλα τα τελευταία χρόνια, το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, καλούμε πάντοτε τους φίλους μας στο δικό μας σπίτι.
Τις περισσότερες μέρες του χρόνου τις περνάμε σχετικά απλά. Τίποτε το εξεζητημένο γιατί προσέχουμε να μη γίνουμε σαν κι αυτούς τους επηρμένους νεόπλουτους που κοροϊδεύουμε. Να μη γίνουμε ρόμπα. Στους εαυτούς μας εννοώ.
Αλλά τις γιορτινές μέρες μάς πιάνει μια υπερβολή, ρε παιδί μου, μια καταναλωτική μανία.
Ιδιαίτερα εμένα. Περίεργο.
Τέλος πάντων, βάζω ένα βινύλιο στο πικάπ – γιατί κάτι τέτοιες στιγμές με πιάνει κάτι σαν αλλεργία, δεν θέλω να ακουμπήσω CD ούτε να βάλω μια λίστα με mp3 να παίζει.
Ετοιμάζω ένα ποτό και πλησιάζω στο τζάκι που καίει όμορφα πλάι στη μεγάλη μπαλκονόπορτα με τα διπλά τζάμια.
Κοιτάζω έξω. Ρίχνει ένα ψιλό χιονόνερο από νωρίς.
Η μπαλκονόπορτα βλέπει από ψηλά το Πέραμα, μέχρι κάτω στους πρόποδες του βουνού, μέχρι τη θάλασσα.
Ωραία θέα. Τέλεια.
Και ξαφνικά με πιάνει μια μελαγχολία ανεξήγητη. Ένα πλάκωμα.
Γιατί συνειδητοποιώ, καθώς γυρίζω το βλέμμα μου πάλι προς το τζάκι, ότι κάπου εδώ βρισκόταν παλιά ο τοίχος που έπεσε.
***
(Πολλά χρόνια πριν)
Η σκεπή είχε μείνει τελικά στη θέση της μετά την τελευταία κακοκαιρία, είχαμε φτιάξει και μια προέκταση στην παράγκα για κουζίνα, αλλά το θέμα με το κρύο δεν μπορούσε να λυθεί.
Έμπαινε από παντού.
Έπρεπε να βρεθεί λύση. Και η λύση ήταν προφανής και σχετικά εύκολη: Να χτιστούν δυο τρεις τοίχοι, ρε παιδί μου, από την έξω πλευρά των σανιδιών και του πισσόχαρτου. Με τούβλα ή τσιμεντόλιθους τέλος πάντων.
Απλά πράγματα. Δεν το λες και έργο μακράς πνοής.
Αμ δε που ήταν εύκολο.
Διότι υπήρχε ο Χωροφύλαξ.
Που περνούσε σχεδόν κάθε πρωί, λίγο πριν φύγω για το σχολείο, για να μας υπενθυμίζει ότι η παράγκα ήταν αυθαίρετη και ότι αν τολμούσαμε να προσθέσουμε έστω και έναν τσιμεντόλιθο θα είχαμε άσχημα ξεμπερδέματα.
Οπότε τι κάνεις;
Κάθεσαι στ’ αυγά σου και ξεπαγιάζεις.
Εκτός κι αν έχεις καμιά φαεινή ιδέα σαν κι αυτήν που είχε ο πατέρας μου: Αφού δεν μπορούσαμε να χτίσουμε την παράγκα απέξω (θα μας έβλεπε κανένας χωροφύλακας ή κάνας ρουφιάνος γείτονας) τότε πολύ απλά θα τη χτίζαμε από μέσα.
Ιδέα μεγαλοφυής, αλλά τι θα γίνει με τα υλικά; Πώς θα τα φέρουμε χωρίς να μας πάρουν χαμπάρι;
Απλό. Θα τα φέρουμε νύχτα.
Έστω. Αλλά ποιος θα αναλάβει το χτίσιμο που, αν μας τσακώσουν, θα τον πάνε αυτόφωρο, κι αυτόν και τον πατέρα μου;
Κι αυτό απλό. Θα το αναλάβει ο μαστρο-Σωκράτης που δεν μασάει από κάτι τέτοια. Δεν είναι και κάνας σπουδαίος χτίστης αλλά δεν θέλουμε να σηκώσουμε και πολυκατοικία. Σωστά;
Σωστά, αλλά από λεφτά τι γίνεται, για τα υλικά και τα μαστορικά;
Κανένα πρόβλημα. Ο πατέρας έχει προβλέψει και έχει στην άκρη κάνα δυο δεκάρες. Θα φτάσουν τσίμα τσίμα αλλά θα φτάσουν. Μάλλον.
Ναι, αλλά πότε είναι η πιο σωστή στιγμή, ο καταλληλότερος χρόνος διεξαγωγής της επιχείρησης «Αόρατο χτίσιμο»;
Μα φυσικά ανήμερα Χριστούγεννα, που πλησιάζουν, και ακόμα και οι χωροφύλακες κάθονται σπίτια τους σαν καλοί άνθρωποι και αγαθοί οικογενειάρχες.
Οπότε, παραμονή Χριστουγέννων βράδυ, καταφθάνουν τα υλικά με το τρίκυκλο από τη μάντρα οικοδομών, τ’ αφήνει έξω από την παράγκα και η μάνα μου κάνει το σταυρό της να μη μας πήρε κάνα μάτι.
Την άλλη μέρα το πρωί, ανήμερα Χριστούγεννα, η εικόνα που παρουσιάζουμε είναι μάλλον τραγική :
Έχουμε σηκώσει το κρεβάτι όρθιο για ν’ αδειάσει χώρος γιατί κάπου πρέπει να γίνει η λάσπη για τα τούβλα και φυσικά θα πρέπει να γίνει μέσα, δεν μπορεί να γίνει έξω.
Είπαμε, ο Χωροφύλαξ ή ο ρουφιάνος ο γείτονας.
Για να συμπληρωθεί η τραγική ιλαρότητα της εικόνας που παρουσιάζουμε, έχουμε βάλει το τρανζιστοράκι να παίζει στη διαπασών (Βιολάρη, Κόκοτα και Τέρη Χρυσό), για να καλυφθεί όσο το δυνατόν ο θόρυβος της παρανομίας.
Κουτσά στραβά, οι εργασίες προχωρούν. Ο πρώτος τοίχος έχει φθάσει σχεδόν στη μέση και προχωράει.
Η μάνα, καθησυχασμένη κάπως, πάει στο κουζινάκι να ετοιμάσει το φαγητό.
Το εορταστικό χριστουγεννιάτικο τραπέζι.
Δηλαδή μακαρόνια. Με τυρί.
Είπαμε, τα λεφτά θα φτάσουν αλλά τσίμα τσίμα. Μάλλον.
Σε κάποια στιγμή ετοιμάζονται τα μακαρόνια και η μάνα μας, καθώς τα σουρώνει, φωνάζει στον πατέρα μου από την κουζίνα να τρίψει το τυρί.
Εκείνος αφήνει κάτω τον ντενεκέ με τη λάσπη, μένει απορημένος για μια στιγμή (από το ραδιόφωνο ακούγεται στη διαπασών το «Αν ήμουν πλούσιος» με τον Δώρο Γεωργιάδη) και μετά της φωνάζει για να ακουστεί πάνω από τον ορυμαγδό:
— Δεν υπάρχει τυρί, ρε γυναίκα.
Αμάν! Τι έγινε το τυρί; Ξέχασε να το αγοράσει μέσα στην αναμπουμπούλα των τελευταίων ημερών ή τα λεφτά δεν έφτασαν τελικά ούτε τσίμα τσίμα, άρα τυρί σήμερα δεν έχει;
Ποιος ξέρει.
Μακαρόνια λοιπόν, ναι. Τυρί, όχι.
Πάμε παρακάτω.
Αλλά δεν πήγαμε και πολύ παρακάτω.
Γιατί, σε κάποια στιγμή, ο τοίχος που είχε πάρει κλίση εδώ και ώρα (ακόμα κι εγώ το έβλεπα αλλά τι να πω;) έγειρε λίγο ακόμα, ένα τόσο δα, ένα τσακ, και έπεσε.
Σωριάστηκε. Και έγινε συντρίμμια.
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Πολυμενάκου «Ιστορίες από την άλλη όχθη», εκδόσεις Απόπειρα, 2019)
Ο Γιώργος Πολυμενάκος είναι συγγραφέας.
Φωτογραφία: Nicole Michalou