Παραμονή Χριστουγέννων 11:00 π.μ.
Οι δρόμοι της πόλης αρχίζουν δειλά-δειλά να αισθάνονται τα χνάρια των περαστικών, να ρουφούν τις φωνές και τα γέλια των παιδιών, τα οποία με τα τριγωνάκια για τα κάλαντα ανά χείρας μπαίνουν στα εμπορικά καταστήματα και φέρνουν ξανά νέα χαρμόσυνα, ύστερα από την σκοτεινή περίοδο που σάρωσε τον κόσμο. Τα σπίτια φορούν τα γιορτινά τους και οι νοικοκυρές ανοίγουν τα παράθυρα για να μοσχοβολήσει ο τόπος με άρωμα στοργής και οι γειτονιές μεταμορφώνονται ξανά σε μια ζωντανή αγκαλιά έτοιμη να φροντίσει ψυχές που ταξιδεύουν πάνω σε εύθραυστες σχεδίες.
Παραμονή Χριστουγέννων 15:00
Σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας, μια ηλικιωμένη γυναίκα κάθεται στον καναπέ του σαλονιού της και κοιτάζει ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μονάχα τα μάτια της μαρτυρούν πως είναι ζωντανή, το σώμα της καρφί μπηγμένο στο ανέκφραστο μωσαϊκό. Το ασθενικό φως από την επιτραπέζια λάμπα ανασύρει από το σκοτάδι το χριστουγεννιάτικο δέντρο, το οποίο είναι ακουμπισμένο πάνω στην σκονισμένη τραπεζαρία. Τα στολίδια του βρίσκονται σε λήθαργο, μάλλον αδυνατούν να θυμηθούν πως η γιορτή πλησιάζει. Η γυναίκα σκίζει και κάνει κομμάτια τις ψυχρές φωτογραφίες, ύστερα σηκώνεται και περιφέρεται σαν άγνωστη μέσα στο σπίτι.
Παραμονή Χριστουγέννων 19:00
Στην αυλή του πέτρινου σπιτιού τα παιδιά μετρούν τα χρήματα που κέρδισαν ψάλλοντας τα κάλαντα. Τα πρόσωπά τους είναι βυθισμένα σε κάποιο παραμύθι και η καρδιά τους χτυπά χαρμόσυνα, ξέρουν πως κατάφεραν ένα μικρό θαύμα, αφού φέτος δεν βρήκαν πόρτες κλειστές, αλλά ανθρώπους χαμογελαστούς να προσμένουν τη ζωή. Όταν οι υπολογισμοί τελειώνουν, τρέχουν μέσα στο σπίτι, η φωτιά στο τζάκι ήδη έχει αρχίσει να αφηγείται χριστουγεννιάτικες ιστορίες. Εκείνα αμέσως κάθονται σε χοντροκομμένα κούτσουρα και σχηματίζουν ένα ημικύκλιο καταφύγιο, ύστερα γεμίζουν το στόμα τους με καψαλισμένα και γλυκά κάστανα που αρπάζουν από την χούφτα του πατέρα, ενώ δεν παύουν στιγμή να κοιτάζουν έξω από το ξύλινο παράθυρο το λαμπερό φως που ολοένα και ζυγώνει το σπίτι τους.
Παραμονή Χριστουγέννων 23:00
Ένας άνδρας περπατά με βήμα γοργό στην στολισμένη πρωτεύουσα, έχει αργήσει, τον περιμένουν σπίτι του για να γιορτάσουν όλοι μαζί την Παραμονή των Χριστουγέννων. Τα πολύχρωμα λαμπιόνια που έχουν ανθίσει σε κάθε γωνιά της πόλης του κρατούν συντροφιά και απασχολούν το μυαλό του με όμορφες σκέψεις. Εκείνος επιταχύνει κι άλλο το βήμα του, αλλά το βλέμμα του όμως γαντζώνεται σε έναν άνθρωπο που βρίσκεται καθισμένος στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ο περαστικός σταματά και πλησιάζει διστακτικά τον άνθρωπο, εκείνος από ένστικτο σηκώνει τα μάτια από τις βρόμικες πλάκες του πεζοδρομίου και του εύχεται Καλά Χριστούγεννα. Ο άνδρας δεν απαντά, ξεχνά την στιγμή και συνεχίζει τον δρόμο του. Ο άστεγος άνθρωπος βγάζει από μία μαύρη πλαστική σακούλα ένα σπασμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και ξεκινά να το στολίζει.
Χριστούγεννα 14:00
Γέλια πασπαλισμένα με νιφάδες χιονιού τρέχουν στον προαύλιο χώρο του θεόρατου κτηρίου. Η φωνή από τα μεγάφωνα κάνει τα παιδιά να σιωπάσουν και να αφήσουν μονάχα το βλέμμα τους να ακροπατά πάνω στο σχοινί της πρόσκαιρης ευτυχίας. Ο διευθυντής του ιδρύματος παρακαλεί τα παιδιά να μπουν σε μία σειρά για να περάσουν στην τραπεζαρία του ορφανοτροφείου, εκείνα υπακούν, και με βήματα προσεκτικά και σύντομα, λιώνουν με τις σόλες των παπουτσιών τους το αχνό στρωμένο χιόνι. Η αίθουσα έχει μεταμορφωθεί, τα τραπέζια φιλοξενούν πιατέλες με αχνιστά εδέσματα και η ατμόσφαιρα έχει αγκαλιάσει έστω και για μια μέρα την μοναξιά των παιδιών. Εκεί να αρχίζουν και πάλι να γελούν ενώ τα μάτια τους προσπαθούν να συνηθίσουν τα χρώματα που έχουν εγκατασταθεί προσωρινά στον χώρο. Μονάχα ένα μικρό κορίτσι στέκει ακόμα στο κατώφλι της αίθουσας, δεν θέλει να προχωρήσει ενώ κρατά στο χέρι της μία πάνινη κούκλα και χωρίς να την αντιληφθεί κανείς της ψιθυρίζει: «Ίσως του χρόνου έχουμε κι εμείς μια οικογένεια».
Σκηνές ανόμοιες συνθέτουν τις Άγιες Μέρες, κι όμως μέσα σε αυτόν τον ετερόκλητο στρόβιλο, ο κάθε άνθρωπος αναζητά την Γέννηση του δικού του Θεανθρώπου.
Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο εργαστήρι Tabula Rasa. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με την συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων αναζητώντας τις διαφορετικές εκδοχές του εαυτού της. Έχει συμμετάσχει στο συλλογικό έργο «Χωρίς Οξυγόνο» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα. Ποιήματά της και διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.
Φωτογραφία: John Matychuk