Μπορεί να έχεις το πρεπούμενο μεράκι
και να ΄ναι αφράτο και παχύ το χώμα
κι ο σπόρος που έσπειρες να είναι εκλεχτός
και να ΄χεις τον καιρό για σύμμαχο
και να ΄ναι η βροχή απαλή και τακτική,
κι όμως να μην αξιωθείς να δεις
να σκάει το φύτρο μύτη πράσινη.
Μπορεί να τρως καρπό και τα κουκούτσια,
που δίχως σκέψη φτύνεις
σε πατημένο χώμα κι άγονο,
ξέσκεπα κι απροστάτευτα, ν΄ανοίξουν,
να ρίξουν ρίζες και να δέσουν φύλλα,
να δέσουν άνθη και καρπό καινούργιο,
τα κουκούτσια που φτύνεις δίχως σκέψη
και, μάλιστα, με κάποια περιφρόνηση.
(Από τη συλλογή «Ό,τι περιγράφω με περιγράφει», Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2011. Το ποίημα μεταγράφηκε σε μονοτονικό σύστημα)
Ο Αργύρης Χιόνης γεννήθηκε στην Αθήνα, στα Σεπόλια, από γονείς νησιώτες, εσωτερικούς μετανάστες. Στα δεκατέσσερά του άρχισε να γράφει ποιήματα σε έμμετρο και ομοιοκατάληκτο στίχο, μιμούμενος τις μαντινάδες και τα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, που η Κρητικιά μητέρα του τραγουδούσε. Μπήκε πολύ νωρίς στη βιοπάλη, γι’ αυτό τελείωσε Νυχτερινό Γυμνάσιο (2ο Νυχτερινό Γυμνάσιο Αθηνών). Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματα που δημοσίευσε το 1963 στο περιοδικό «Δωδέκατη Ώρα» και το 1964 στη Νέα Εστία. Το 1966, σε ηλικία 23 ετών, εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Απόπειρες φωτός». Πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στην Αθήνα, όπου βρέθηκε -όπως κάθε χρόνο- για να περάσει με φίλους τα Χριστούγεννα του 2011.