Είναι ορισμένοι στίχοι-κάποτε ολόκληρα ποιήματα-
που μήτε εγὼ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτὸ που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσὺ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δυο παράλληλα φώτα
απ᾿ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει τον χειμώνα, απ᾿ το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθὼς πέφτει
από ᾿να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργὰ αργὰ ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν τον λυγμὸ ενὸς πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτὸς ο ήχος· ωστόσο εγὼ τον παραδέχομαι.
Τ᾿ άλλα που ξέρω στα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτὰ προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα,
όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι-
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτὴ η γωνία
είναι η κορυφογραμμὴ της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να σ᾿το εξηγήσω.
(Από τη συλλογή «Ασκήσεις» στην «Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου», επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, εκδόσεις Κέδρος, 2000)