Πιάτα πρωινού που κροταλίζουν σε κουζίνες υπογείων,
Κι ανά τις ποδοπατημένες παρυφές του δρόμου
Γνωρίζω τις υγρές ψυχές από υπηρέτριες
Βλασταίνοντας τα φυλλοκάρδια τους στις γύρω θύρες.
Κύματα καστανά της καταχνιάς σκαμπανεβάζουν πάνω μου
Μορφές στροβιλισμένες από τον βυθό του δρόμου
Κι αρπάζουν από μια περαστική με λασπερό ποδόγυρο
Ένα χαμόγελο άσκοπο, αιώρα στον αέρα
Κι αφανίζεται στο υψόμετρο των υπερώων.
(Από το βιβλίο «Τ.Σ. Έλιοτ, Άπαντα τα ποιήματα», μετάφραση – εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδόσεις Κέδρος, 1983)