Τους τράβηξε απ’ τα μαλλιά μια αλαφροΐσκιωτη γριά
τους έσερνε από τη δυτική πλευρά της πόλης
σε κάποια αρχαία θαλάσσια σπηλιά
κάπου στην άκρη ενός κόλπου στ’ ανατολικά.
Τους πέταξε όλους μέσα στην πιο βαθιά σπηλιά
έχοντας μόνο αλμύρα και καβούρια-φύλακες
– τότε των θεών μιας μυθολογίας νεκρής.
Από τους πολλούς οι λίγοι έμειναν ζωντανοί
κι από την ιστορία οι ήρωες εξαφανίστηκαν
οι ζωντανοί πάλευαν με τα κύματα
και οι νεκροί φορούσαν στις πλάτες τους τον μηχανισμό της μέρας.
Με άμμο και λάσπη
πέτρες και φύκια
ξεφόρτωσαν ένα βράδυ από τη βάση της σπηλιάς
λιωμένες ρίζες από κρύσταλλα-καθρέφτες.
Οι νεκροί άντεχαν ακόμα στους ώμους τον μηχανισμό της μέρας
και οι ζωντανοί με πρόκες από βράχια
και σφυριά από αλάτι
έδεναν με φύκια-αλυσίδες τις επιλογές της βάρκας.
Χτύπα κόλλα γδέρνε τρίβε
η βάρκα τα κατάφερε κι έγλειφε το νερό παιχνιδιάρα
να την κάνει γι’ αλλού.
Πετάχτηκαν οι ζωντανοί
κουρασμένοι από τη ζέστη
και ρίξανε μέσα τα καβούρια-φύλακες
αρχίσανε την έξοδο
οι ώρες περνούσαν
και η βάρκα σαν δεμένη από τα βράχια
ευδοκιμούσε στην ακινησία.
Μόνο αίμα έβγαινε από τον κόπο των ζωντανών
αλλά ούτε ένα δάχτυλο πορεία
οι νεκροί ακόμα κουβαλούσαν στους ώμους
και στις πλάτες τον μηχανισμό της μέρας.
Κόπασαν τα κύματα κι η αλμύρα ησύχασε
πέταξαν ξανά στη βάρκα τα καβούρια
και τους νεκρούς να κουβαλούν μαζί τους τον μηχανισμό της μέρας.
Μπήκανε κι οι ζωντανοί με τραγούδια ξένα
τράβα φέρνε σύρε σπρώχνε η βάρκα
λύθηκε με κόπο απ’ τη σπηλιά.
Χαμόγελα τρύπια στα πρόσωπα
τα σκέπαζε μια θολούρα τριγύρω
που έπαιζε με μια κουταλιά οξυγόνο με των ζωντανών την ελπίδα.
Δεν βλέπανε παρά μια φιγούρα
από το κέντρο της σπηλιάς
να ξεπροβάλει κρύσταλλο.
Φύτρωναν από τις παλάμες τους τρίχες της αλαφροΐσκιωτης γριάς
προσπαθούσαν να τις ξεριζώσουν αλλά μάταια
θυμωμένη αυτή αστράφτει μια
κοιτάει τον ουρανό κι αστράφτει δύο
κοιτάει τη στεριά και χτυπάει τα δόντια στα βράχια.
Η βάρκα μ’ ένα σίγουρο κύμα
σπρώχνει τον ορίζοντα αγκαλιασμένη
από την ηρεμία των νερών
και το μέλλον να περιμένει τη δροσιά της ανατολής το άγγιγμα.
Οι ζωντανοί γυρόφερναν τη γριά
σαν άλλα φεγγάρια δορυφόροι
με βράχους και τρίχες στις παλάμες
και τα καβούρια-φύλακες πιο πέρα να δείχνουν κίτρινα.
Οι νεκροί ξελάφρωναν από τις πλάτες και τους ώμους τον μηχανισμό της μέρας
σ’ ένα ορίζοντα βαθύ με μια βάρκα πλεούμενο
να κοιτάνε τη γριά και τους ζωντανούς κρύσταλλα-καθρέφτες
να σπάνε στης σπηλιάς το κέντρο.
[Αύγουστος 2021]
Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή «Στην Αιχμή του Πάθους» του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawi από τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο «Μαθθαίννω Κυπριακά» από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές, διηγήματα και ποίηση σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.
Φωτογραφία: Matt Artz