Το ανύπαρκτο σύμπαν του θανάτου
Bροχή φωλιάζει στης ελιάς το ηλιοδίαιτο ξύλο βρέχει στου καμένου σπιτιού άγριο φως
στις πέτρες ταξιδεύει το μυημένο ύδωρ για να υπάρχει: στου χρόνου τα θολά οστά
τ` αμείλικτα σαν χάνονται κι` ακούγεται η μοναξιά του νεκρού αντάρτη
Αίφνης το χέρι του παλληκαριού σαν ανέμιζε την κόκκινη σημαία και τριγύρω ασφάκες
και σφήκες φωνές ψυχές του φονικού καθώς το αίμα σμίγει με το φως: άγρια νύχτα
τραβήχτηκε το φεγγάρι απ’ τα νερά της θάλασσας κρύψαν βαθειά τα κόκαλα
Και η τρυφερή γιαγιά έδειχνε τη φωτογραφία σκισμένη απο λυγμούς μαύρη βροχή
στα γόνατα του άλλου κόσμου με σώματα αγνώριστα σε καθρέφτες: σώματα
άτακτα στο ιλιγγιώδες αίμα όπως συνήθως συμβαίνει με τα φονικά το δειλινό
Αργά την Άνοιξη οι νεκροί επιστρέφουν βαδίζοντας ανάποδα το βουνό
οι αστοί ρυθμίζουν το μέλλον σε δισεκατομμύρια ρολόγια: και στο λιμάνι
ακούγονται οι βραδύπορες μηχανές ωσάν ευγενικά νερά των άστρων
Αργά το Χειμώνα η βροχή βυθίζεται ως άχρηστο χιόνι στο άδειο φεγγάρι
ο λύκος διψά όπως τ’ άπληστα ζωντανά και τρέχει αφήνοντας: τ’ άφωνα κόκαλα
ανάμεσα στο αλάτι και την πέτρα στο ανύπαρκτο σύμπαν του θανάτου
Η ύλη είναι πάντα ανήσυχη
Απόψε δεν έχει ομίχλη και οι ενοχές χάθηκαν στην ώχρα του ράθυμου θέρους
κανένα όνειρο δεν έρχεται απ` τον ουρανό μήτε το τρυφερό σου μάτι: είναι δέντρα
και δάση τόσο φωτεινά όσο η αστροφεγγιά που κατεβαίνει απ` τις αρχέγονες εξέδρες
Απόψε κρύβονται τα παιδιά στους κήπους ψάχνοντας το τραχύ σύμπαν
όπως υποσχέθηκε ο δάσκαλος και η μιλιά του χάθηκε: σε μολυσμένη γλώσσα
καθώς το φεγγάρι ψυχομαχούσε ανθίζοντας δροσιά μες την καρδιά της πέτρας
Στου ελαίαγνου τα λευκά άνθη στη μακρινή διαστημική μας αποικία και το κρασί στυφό
ανάμεσα σε δυο πατρίδες λάμπει άγουρο όπως το πρωϊνό σου στήθος: κι` άγουρο
διασχίζει τον παγωμένο ήλιο και τ` άϋλο σκότος των αστεροειδών με τα θερμά τα μάτια
Φυσάει ανήσυχο το σύμπαν και τυφλός ο Νικηταράς με το άλογό του κατεβαίνει απ` το καΐκι
σκορπώντας στη θάλασσα του Πειραιά την απροδιοριστία του θανάτου:σαν αγναντεύει
με το βρεμένο βλέμμα τα θρύψαλα της μάχης στης σκοτεινής ύλης τον κομματιασμένο κόσμο
Ενώ το φεγγάρι έφιππο στρίβει πέρα στο απέραντο κενό
[Σε πλάγια, στίχοι του Γ. Λυκιαρδόπουλου & του Δ. Παπαδίτσα]
Φωτογραφία: Στέφανος Κουρατζής