Ολυμπία Θεοδοσίου | Για λίγο στο φως

Το σπίτι δίπλα στην θάλασσα ήταν για χρόνια ακατοίκητο, πλάσμα ζωντανό δεν το πλησίαζε, φοβόταν το μαγεμένο του χέρι. Οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού έλεγαν πως αν ζύγωνες σιμά του, θα σε άρπαζε και θα σε οδηγούσε στον πυθμένα της θάλασσας, η οποία έγλειφε νυχθημερόν τα θεμέλιά του. Ο κήπος του σπιτιού σώμα σε αποσύνθεση γεμάτο αγριόχορτα, το σκληρό χώμα δεν διακρινόταν εύκολα, το είχε καταπιεί η ακάνθινη ομίχλη. Τα ξύλινα παραθυρόφυλλα χτυπούσαν σαν τάλαντο τις μέρες που το ξεροβόρι έπνιγε το χωριό. Μονάχα τα χοντρά του πλίνθινα ντουβάρια είχαν μείνει αλώβητα από τις σφοδρές εξάρσεις των καιρικών φαινομένων. Ήταν μια γωνιά σκοτεινή που ανέπνεε βαριά λες και ήθελε να κρύψει την αλήθεια της. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα δίπλα από την μισογκρεμισμένη μάντρα του σπιτιού πέρασε ένα κορίτσι, στάθηκε και το κοίταξε, δίχως δεύτερη σκέψη πέρασε το ετοιμόρροπο κατώφλι του, η πόρτα υποχώρησε εύκολα λες και την περίμενε. Το κορίτσι βρέθηκε στο εσωτερικό ενός παγωμένου σώματος, μιας βαλσαμωμένης στιγμής που εδώ και καιρό τρεφόταν με την απώλεια. Δίχως φόβο και με συντροφιά το λιγοστό φως που τρύπωνε από τις λιπόσαρκες χαραμάδες του παραθύρου ξεκίνησε την περιήγησή της στον χώρο. Η σκόνη είχε σαβανώσει τα έπιπλα, οι ξύλινες επιφάνειες είχαν χάσει τα χαρακτηριστικά τους, η σιωπή σαν καλή οικοδέσποινα δεν σε άφηνε να σκεφτείς τη ζωή έξω από το σπίτι και το κορίτσι έστεκε εκεί μόνο του να αναζητά κάτι μέσα στον ακίνητο χώρο. Καθώς σάρωνε με το βλέμμα της τα νοτισμένα υπάρχοντα, η περιέργειά της δέθηκε κόμπο με ένα ξύλινο ξεφτισμένο μπαούλο. Πήγε προς το μέρος του, με τα ακροδάχτυλά της άγγιξε τα σκαψίματα της φθοράς και με μια αστραπιαία κίνηση παραμέρισε τον φόβο και το άνοιξε. Μέσα του βρήκε σκόρπιες φωτογραφίες με σβησμένα από τον χρόνο πρόσωπα, στιγμές οικογενειακές θαμμένες δίχως κάποια επίσημη τελετή, ένας στρόβιλος αναμνήσεων ξεπρόβαλε μέσα από εκείνη την καταπακτή. Καθώς το κορίτσι σκάλιζε όλο και πιο βαθιά, στα χέρια της βρέθηκε ένα γράμμα, δίστασε αλλά το άνοιξε. Ο γραφικός χαρακτήρας, ο οποίος έδινε ζωή σε εκείνο το άψυχο χαρτί, της θύμισε κάτι, όταν κατάλαβε πως ήταν ο δικός της πισωπάτησε, το ξύλινο πάτωμα έτριξε, μια λεπτή κλωστή σκόνης γλίστρησε από τα ξηλωμένα μπαλώματα και βρέθηκε να αιωρείται στο υπόγειο. Τα μάτια του κοριτσιού άρχισαν να διαγράφουν παράλληλες γραμμές πάνω στο χαρτί. Όταν αντάμωσε την τελευταία πρόταση ξέσπασε σε κλάματα, ήθελε επιτέλους να απομακρύνει το νεκρό σπίτι από την σκέψη της, στο οποίο γυρνούσε ξανά και ξανά κάθε φορά που οι άνθρωποι την τιμωρούσαν για την διαφορετικότητά της, το κορίτσι ήθελε έστω για μια στιγμή να γίνει φως.


Η Ολυμπία Θεοδοσίου γεννήθηκε στον Πειραιά. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής στο εργαστήρι Tabula Rasa. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.