Δυο ποιήματα από τη νέα συλλογή του Γιάννη Παπουτσάκη, «Οι ευνοούμενοι της βροχής», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Ο ήχος ενός βιολιού
Τόσα χρόνια κουβαλάμε μέσα στα σεντούκια της ψυχής
τα πολύτιμα δώρα που μας χάρισε η ζωή
την αγάπη, τη στοργή και την ελπίδα
Περάσαμε μέσα από την καρδιά της καταιγίδας
Και δεν λυγίσαμε
Τραβήξαμε άγριο κουπί σε αφιλόξενες θάλασσες
ανταριασμένες
Συναντήσαμε πρόσωπα σκληρά
πιο πέτρινα κι απ’ τους βράχους του πελάγους
με κοφτερά λεπίδια στα μάτια
γεμάτα από νύχτα και φεγγάρια ματωμένα
Αντέξαμε
Το πιστεύαμε πως από κάπου μακριά
απ’ τ’ ανθοστόλιστα λιβάδια τ’ ουρανού
θ’ ακούσουμε τον ήχο ενός βιολιού
που παίζει ένας μικρός άγγελος
καθώς ανοίγει τα φτερά του
για να γλυκάνει την ψυχή μας
να γαληνέψει τις θάλασσες του νου μας
Λέγαμε πως δεν θα βουλιάξουμε
κάτω απ’ το βάρος της ευθύνης
που έχουμε όλοι εμείς
που κουβαλάμε στους ώμους μας το μέγα χρέος
να κρατήσουμε ζωντανό τον Άνθρωπο
Κι ας ήμασταν καράβια με σπασμένα ξάρτια
στα στείρα από αγάπη πέλαγα του κόσμου
Η θέλησή μας κι ο Θεός που είχαμε μέσα μας
μας θέριευαν
Δεν σπείραμε ανέμους για να θερίσουμε θύελλες
Ποτίσαμε με αγάπη τη φλέβα της γης
τα ξεραμένα της χωράφια
Τυλίξαμε με τα φύλλα της καρδιάς μας τον ήλιο
για να μη κρυώσει μέσα στην παγωνιά του κόσμου
Μιλήσαμε μ’ ανθρώπινη φωνή
όπως διδαχτήκαμε από τους προγόνους μας
στ’ αστέρια, για να πάψουν να είναι λυπημένα
για ν’ ανάψουν ξανά, να χαμηλώσουν
και να φωτίσουν τα μονοπάτια των αθώων
Έτσι πορευτήκαμε στα χρόνια
που τα σκίαζε το κράτος του χειμώνα
Με την ανάσα μας ζεστάναμε τα όνειρά μας
Με την πίστη γιατρέψαμε τις πληγές μας
Με την καρδιά μας νοτισμένη απ΄ αγάπη
τραβήξαμε για τόπους όπου οι άνθρωποι
ρίχνουν δίχτυα για να μαζέψουν το φως της αυγής
φτιάχνουν προσκυνητάρια με της ψυχής τους τα δάκρυα
κι έχουν ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού τους
για να καλωσορίσουν τον Μεγάλο Ποιμένα
ωραίοι και χαμογελαστοί σαν την Άνοιξη.
Ζωγραφιές
Όταν όλα γύρω σου ήταν μουντά και σκοτεινά
όταν οι άνθρωποι ήταν βυθισμένοι σε ένα τέλμα
που δυσκόλευε την αναπνοή τους
χωρίς χαμόγελα, δίχως ελπίδα
εσύ ζωγράφιζες με τα χρώματα της καρδιάς
ανατέλλοντες ήλιους
στην παλέτα της ζωής
Ζωγράφιζες παιδιά ευτυχισμένα
να τρέχουν με ξέπλεκα μαλλιά
στα καταπράσινα λιβάδια της αγνότητάς τους
Εκεί περίσσευαν τα χαμόγελα
Περίσσευαν τα τραγούδια και τα παιχνίδια
στη λιακάδα
Ζωγράφιζες κορίτσια να λούζονται γυμνά
στα ποτάμια της αθωότητάς τους
κάτω από το διακριτικό βλέμμα των άστρων
Ζωγράφιζες πουλιά να φιλιούνται στο δάσος
λίγο πριν ξεκινήσουν το τραγούδι τους
Ζωγράφιζες κι ονειρευόσουνα
κόσμους γεμάτους παιδιά κι αγγέλους
που παίζανε άρπα για να γλυκάνουν
τον Θεό όταν Εκείνος μελαγχολούσε
Ζωγράφιζες ανθρώπους παραδομένους
στη δύναμη του χαμόγελου
να αγκαλιάζονται κάτω απ’ τη γλυκιά σιωπή τ’ ουρανού
και ολόγιομα αυγουστιάτικα φεγγάρια
τις νύχτες που ανθούν οι έρωτες
και γεμίζει η καρδιά με ευωδιές
Κι ύστερα σαν ήρθαν οι άσπλαχνοι χειμώνες
φέρανε μαζί τους αγριωπούς ανέμους
που πήραν ζωγραφιές, όνειρα και χαμόγελα
για να τα σκορπίσουν στις άναστρες νύχτες
εκεί όπου παγώνει ο ουρανός
από την τόση μοναξιά του
Μεγαλώσαμε και τώρα στην παλέτα της ζωής
που έχει επικίνδυνα μικρύνει
ζωγραφίζουμε άδειους, λασπωμένους δρόμους
από τα συχνά δάκρυα των αγγέλων
και πουλιά κουρνιασμένα κάτω από γέφυρες
και στέγες έρημων σταθμών αναζητώντας λίγη ζεστασιά
για τα φτερά τους που έχουνε παγώσει
Όσο για τους ανθρώπους;
Αλήθεια, πού πήγαν οι άνθρωποι;