Απόστρεφες το βλέμμα
απ’ τη σπατάλη χρόνου και ζωής
ενώ δίπλα στέναζαν άστεγοι και πεινασμένοι
άνεργοι, προς θάνατον, σε τραγική σειρά
και αλυχτούσαν τα ανθρωπόμορφα θεριά
Μαζί κι η καταστροφική ροή εικόνων τηλοψίας
ικεσίας, βίας, επιβολής, παράδοσης
νεκρών, καμένων, φωτιάς, αμάχων
σεισμών, πλημμυρών και καταποντισμών
αθώων υπάρξεων, γυναικών, παιδιών
Είπαν πως έπρεπε να συνηθίσεις…
Πόσες ψυχές θα θάψει τούτη η γη;
Πόσες χωράει;
Και τέλος, συνηθίζεις
ταϊσμένος αίμα, σπέρμα και παραπληροφόρηση
τη σοφή ρήση του λαού ξεχνώντας
Όταν καίγεται το σπίτι του γείτονα
το δικό σου καπνίζει
Βυθίζεσαι στον καναπέ
λες
δεν είναι δικές μου οι απώλειες
πνιγμένοι, πρόσφυγες, καμένοι
όλα αυτά αλλού συμβαίνουν
Όμως θα φτάσει η στιγμή
ένοχων απολογισμών
για τα χαμένα χρόνια της αδράνειας
χωρίς εκείνη τη σωτήρια αφύπνιση
για σένα και τους άλλους
κι ετούτο το αλλού
θα σου βροντοχτυπάει την πόρτα
Ίσως, ποτέ δεν είναι αργά
ο πόνος ο ανθρώπινος δεν κάνει διακρίσεις
Ίσως πάλι, έρθει η ώρα
που το δικό σου σπίτι θα καίγεται
και του γείτονα θα καπνίζει…
Τότε, όμως, θα είναι πια πολύ αργά
διότι το αλλού θα είναι ανεπιστρεπτί εδώ
(Από το ποιητικό βιβλίο του Γιώργου Δουατζή «Χρόνου σκιά», Εκδόσεις Στίξις, 2018)
Φωτογραφία: Echo Grid