Αναστάσης Πισσούριος | Μπέκαα

i. Μπέκαα

Θέλησα μια μέρα να γυρίσω πλευρό και να κρατηθώ από τον αέρα μην πέσω από το όρος των Ερμών. Θήλαζα την κορυφή με κοφτερά δόντια, μοναχική απόθεση του τελευταίου μου μυστικού. Είχα στάξει κερί σ’ όλες τις απόκρημνες πλαγιές των Υψιπέδων του Γκολάν. Κοίταζα από ψηλά την εξάτμιση του αίματος. Ένα νησί χτυπούσε τις φτέρνες του στους βράχους χωρίς πόνο με κοίταζε από τον βάλτο του Λεβάντε. Άπλωσα τις χαράδρες της παλάμης μου κρύβοντάς τις στην κοιλάδα Μπέκαα, εκεί που ρέουν οι νεκροί, ο ποταμός και οι στάχτες. Επέστρεψα στο σπίτι μου, στην υγρή τροφή μου. Κατέβηκα με τα γόνατα όπως τότε – στις σπηλιές της Βηρυτού – εκεί… εκεί που πρωτογεννήθηκα.

ii. Μια ανάσα

Το ναυάγιο τον τράβηξε στον πυθμένα της θάλασσας. Ο προορισμός του σχισμένο σωσίβιο να επιπλέει στη δεξαμενή της μεγάλης ρηξιγενούς κοιλάδας. Τον κοίταζαν μια μέρα να κολυμπά στους τέσσερις δρόμους της Αλεξανδρέττας και να κρύβεται μπροστά στα μάτια τους στον κόλπο που αγκαλιάζει τρυφερά τα νερά. Ένα ψάρι τυχαία τον κουβάλησε ανάλαφρα στα λέπια του και τον πέταξε βαφτισμένο στα ιερά νερά της Σιδώνας. Οι μαγνήτες στεριές με τα ξηρά τους βράχια ορυκτά προκαλούσαν τ’ αλάτι απ’ τον οισοφάγο με την ανάσα οξυγόνου να προσπαθούσε τ’ αδύνατο. Μαζεύτηκε το πλήθος κοντά στα νερά να δει το θέαμα. Η ανάσα του τυλίχτηκε απρόοπτα στις φλόγες. Μέσα από την πυρά, τη σκόνη και τα χαλάσματα ξεστόμισε η μοίρα τον λόγο της στα χείλη: «σας την χαρίζω τιμωρία», και έπεσε ηρωικά μαχόμενος. Εκδίκηση και μοίρα τύλιξαν το σώμα με δέρμα τρύπια λέπια. Γλίστρησε απ’ τα βράχια – στις γραφές λένε ήταν χαραγμένο – κι άρπαξε το κύμα το σώμα, χάθηκε φλεγόμενο ακόμα να ορκίζεται ότι αυτός ο κόσμος θα χαθεί γιατί δεν τους αξίζει.

iii. Γυρισμός

Κρατούσε σφιχτά κάτω απ’ τις μασχάλες σκόνη από την κορυφή των βουνών. Φύλαξε θραύσματα αγγείων για να θυμάται την πείνα που έκρυβε με τσάι απ’ την Παλμύρα. Γεμάτος υγρασία από την εξάτμιση του αίματος εναπόθεσε τη σκόνη στις σπηλιές κρυμμένες θυσίες. Η επιμονή του να σμιλέψει το νερό, να ξεχωρίσει τ’ αλάτι από τον πόνο και τα δάχτυλα από τις χαμένες μοίρες τον έκανε ν’ αναδυθεί από την καμμένη πια έρημο από βουνά βράχια στα σύνορα με τη Νεκρά Θάλασσα. Χάθηκε στην έρημο της Ιουδαίας μια στενή λωρίδα μέχρι τα υψίπεδα της Χεβρώνας. Μέσα στα βαθιά φαράγγια – εκεί στο βάθος – ακουγόταν ο βρυχηθμός της ιστορίας. Ένα μουγκρητό με νερό και άμμο. Τ’ αυτιά του γέμισαν με θίνες αμμόλοφων μοιάζοντας αντικατοπτρισμοί με τις βομβαρδισμένες ακτογραμμές. Δύο πυροσβεστήρες κρεμασμένοι στ’ αυτιά του – σκουλαρίκια χειροβομβίδες. Μαζεύτηκε άλλο πλήθος σ’ άλλο τόπο σ’ άλλα ερημικά υψίπεδα να βλέπουν από ψηλά την αφυδάτωση της οικουμένης. Η φλογισμένη ανάσα του άχνιζε γδέρνοντας τον γυρισμό με τροφή από φύκια και νερό να ξεδιψάει από τα ποταμίσια πόδια της Μεσαορίας.


Ο Αναστάσης Πισσούριος γεννήθηκε στην Κύπρο το 1980. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και μεταπτυχιακό στη Μοντέρνα Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία στο Kingston University στο Λονδίνο. Το 2019 έχει μεταφράσει την ποιητική συλλογή Στην Αιχμή του Πάθους του Παλαιστίνιου ποιητή και πρόσφυγα Mahmood Alsersawi από τις εκδόσεις Πορεία. Επίσης, εξέδωσε το βιβλίο Μαθθαίννω Κυπριακά από τις εκδόσεις Αρμίδα. Έχει δημοσιεύσει βιβλιοκριτικές, διηγήματα και ποίηση σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά.

Φωτογραφία: Sami Anas

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.