Δυο ποιήματα από τη νέα ποιητική σύνθεση του Δημήτρη Αθανασέλου «Το πρόσωπο εντός μου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα.
Προθάλαμοι ελευθερίας
Χάθηκα σε βαριά σκεπάσματα, δεν αποτίμησα σωστά τη διεύρυνση-
διερεύνηση- της στιγμής.
Απορροφήθηκα σε παράξενες συμμετρίες σωμάτων και αδηφάγων
κτιρίων, -τίμια απομίμηση μιας φύσης εκλεπτυσμένης- προθάλαμοι
ελευθερίας.
Το σώμα πάντα στις επάλξεις.
Το σώμα σου γυρισμένο στην Ανατολή/ το δικό μου στη
Δύση, ανέλυε δεδομένα και δημιουργούσε απρόβλεπτα προβλήματα
που μόνο με ένα τεράστιο μυστήριο λυνόταν.
Έβρισκες πάντα τη λύση.
Μέρες της Σοφίας
Μέρες που ο ήλιος παύει να είναι εχθρικός
Μέρες που η επιθυμία ανυψώνεται και γίνεται τραγούδι γι’ αυτούς που
στροβιλίζονται γύρω από έναν πόθο (απαγορευμένο και απροσδιόριστο για τα κοινά μάτια).
Τραγούδι γι’ αυτούς που δεν προσφέρουν ποτέ δηλητήριο σε γεύματα και
δεξιώσεις, το έχουν ήδη πιει όλο (και συνεχίζουν το ακούραστο παιχνίδι
τους προσφέροντας απλόχερα σύνεση και ασφάλεια).
Το Φως είναι ήδη με το μέρος τους.
πότε θα λήξει στο σπίτι μου το ολοκαύτωμα
Εσύ είμαι εγώ
το πρόσωπό μου δεν το βρήκα σε καθρέφτη
Με μια ανάσα φτιάχνεις ομορφιά. Με ένα ανοιγόκλημα των βλεφάρων σου,
την ισοπεδώνεις.
Ω, η αιώνια γοητεία της αντίφασης.
Ένα ηλεκτρικό χέρι σε ικανοποιεί και εκτοξεύει
από την κορυφή της πόλης το σκοτωμένο σου σπέρμα.
Ηδονή μιας έγκλειστης και τραγικής ελευθερίας.
Να μην υπάρξει άλλος σαν κι εσένα.
Και σαν φτάνει το απόβραδο μαζεύουμε τις στάχτες από τα λεπτοφυή τσιγάρα
που καπνίζεις, αλείφουμε τα γυμνά κορμιά μας και κλέβουμε λίγο από την
ψεύτικη αίγλη σου.
Εσύ ακέφαλος, ένας απρόσωπος Θεός που κάποια έγνοια, κάποιο προσωπικό
σκοτάδι ή η δραματική αστοχία μιας πτώσης, το πρόσωπο σου αφαίρεσε.
Τώρα φοράς λογιών λογιών κεφάλια.
Τον τελευταίο καιρό συνηθίζεις κεφάλια αγίων, μαρτύρων και αιμοδιψών βασιλιάδων
Μια στείρα φαντασίωση παντοδυναμίας.
Πολλές φορές πιστεύουμε πως είσαι εσύ. Άλλες πάλι, για να σ’ αγκαλιάσουμε, μας
πληροφορείς για μια έντεχνη απάτη και για έναν προσωπικό σου θάνατο.
Τα δάκρυά σου θρέφουνε την αρρώστια, βλασταίνει το ψηλόλιγνο κορμί
και γίνεται ίδιο το γερμένο κυπαρρίσι απέναντι από το μνήμα σου.
Κεφάλι όμως δε φυτρώνει.
Το αίμα πήχτωσε, οι φλέβες χλώμιασαν, τα ευαίσθητα νεύρα
δε δίνουν εντολή.
Εμείς με τη σειρά μας προσευχόμαστε σε Θεό ισχνό και φοβισμένο σαν κι εμάς.
Τα μυωπικά μου μάτια παχαίνουν το χέρι της πανούκλας. Και τώρα
οι νεκροί, τσουβάλια μέσα μου.
Έγινα όλος οι νεκροί μου.
Είμαι, όλοι οι νεκροί μου.
Κάνε χώρο να στοιβαχτώ κι εγώ με τους νεκρούς σου, να τους συγχωρέσω,
έχουν αρχίσει και μυρίζουν, το φως έχει κρυφτεί και δε τους ξεχωρίζω.
Κάνε χώρο να στοιβαχτώ κι ίσως ανάμεσα σε τόσους νεκρούς,
με αναγνωρίσεις.
Αφού εσύ, είμαι εγώ
Τόσοι αιώνες από μέσα μου ξεθώριασαν και δεν έχω μάθει το όνομά σου. Στη διαύγεια
του πρωινού ουρανού συλλαβίζεται αλλά η προηγούμενη νύχτα με
μέθυσε και καλύτερα
να σωπαίνω. Φοβάμαι, έτσι ακέφαλο, να σε θάψω
αν και είναι φανερό πως είσαι ήδη
νεκρός.
Εγώ είμαι εσύ
Το πρόσωπό σου κρυμμένο πίσω από μια ταπείνωση και μια
υπόσχεση ευτυχίας
που συνεχώς ματαιώνεται.