Το πλοίο ακυβέρνητο
ακολουθούσε τα κύματα,
πάνω του ένα δάσος νεκρές ψυχές
καρφωμένες στ’ αμπάρια
κι ο καπετάνιος νεκρός.
Κάποιος πέρα από τη θάλασσα
έκλαιγε μέσα στο θόρυβο
που έκαναν οι καμπάνες
για το πλοίο που ακόμη δε φάνηκε.
Γύρω πικροί αποχαιρετισμοί,
λίγοι έμειναν
κρυμμένοι στις νύχτες τους
μέσα στα πένθιμα τοπία
της εγκατάλειψης
και στο απέραντο του χαμού τους.
Κι οι δρόμοι με φωτιές και δαίμονες
και κανείς να μην είναι εκεί
να τους λυτρώσει από το θάνατο
που μέρες έκαιγε τις ψυχές τους.
Κι ο πόνος σκοτείνιαζε
κι η θάλασσα άχνιζε
και το πλοίο ακόμη δε φάνηκε.
Ο Γιάννης Μπερούκας γεννήθηκε στο Αίγιο τον Νοέμβριο του 1952. Σπούδασε οικονομικά στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάσθηκε ως οικονομολόγος στον ιδιωτικό τομέα. Ασχολείται με τον πεζογραφικό και ποιητικό λόγο. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει δυο μυθιστορήματα, μία νουβέλα, πέντε ποιητικές συλλογές και έχει τέσσερις συμμετοχές σε αντίστοιχα ανθολόγια ποίησης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι παντρεμένος και πατέρας δυο παιδιών.