Της έλειπε το ένα μάτι. Ζούσε μέσα σε έναν κόσμο όπου όλοι οι άνθρωποι είχαν δύο μάτια. Είχε εξασκήσει τον εαυτό της να μην αποθαρρύνεται από τον οίκτο και ενίοτε τα βλέμματα απέχθειας και αποστροφής των άλλων. Είχε μάθει να βλέπει αυτή της την έλλειψη και διαφορετικότητα ως προτέρημα και όχι ως αδυναμία ή κουσούρι. Τον κόσμο, έτσι και αλλιώς, τον έβλεπε όμορφο και με το ένα μάτι. Δεν μπορούσε ένα μάτι που λείπει να της στερήσει την ενατένιση του ήλιου και το ξημέρωμα της καινούργιας ημέρας.
Όλα μπορούσε να τα αντέξει, κάθε βλέμμα απορίας, κάθε ψίθυρο σχολιασμού, τα πάντα. Υπήρχαν και άνθρωποι που συνέχιζαν να την εκτιμούν και να την αγαπούν, δεν άφηναν την εξωτερική της όψη να τους απομακρύνει. Ένα μόνο έκανε την ίδια να λιώνει. Η απαξίωση της αδελφής της.
Δύο αδελφές ήταν πάντοτε. Όταν ήταν μικρούλες σε εκείνα τα αγαπημένα οικογενειακά τραπέζια, ήταν τόσο αγαπημένες! Μεγαλώνοντας, γιατί άλλαξε τόσο; Στην ωριμότερη ηλικία που χάθηκε η αθωότητα του παιδιού που σε αγαπάει, όπως και αν είσαι, υπήρξε η αντικατάσταση από κακία, σκληρότητα και ειρωνεία.
Για ένα μάτι, σταμάτησε να την αγαπάει. Για ένα μάτι της έδινε τόση πίκρα και τέτοιο παράπονο. Πιο πολύ την πονούσε η στάση της, παρά το μάτι της πια που δεν υπήρχε.
Τη ρωτούσαν και έλεγε πως δεν έχει αδελφή. Όποτε έπρεπε να βγουν μαζί, εκείνη έκανε ένα βήμα μπρος, μη τυχόν και τις δουν μαζί και τις σχολιάζουν.
«Δε θέλω να βγαίνω μαζί! Μα είναι δυνατόν; Έχεις ένα μάτι, θέλεις να με κοιτάνε και να λένε πως αδελφή μου είναι μία μονόφθαλμη; Αν είναι δυνατόν, δεν μπορώ αυτό να το δεχτώ με τίποτα».
Μα, γιατί έδινε τόση σημασία στα λόγια του κόσμου. Τι σημασία είχαν οι άγνωστοι περαστικοί που δε θα τους ξαναέβλεπε ποτέ στη ζωή της και από τους οποίους δεν είχε να ωφεληθεί τίποτα;
Και η ζωή συνεχίστηκε για λίγα ακόμα χρόνια. Μέχρι εκείνη να ασθενήσει βαριά και να φύγει από τη ζωή μετά από πάλη λίγων μηνών.
Η αδελφή της έκλαψε για εκείνη, άφησε τα συναισθήματά της να κυλήσουν, αλλά δεν επέτρεψε σε άσχημα συναισθήματα να την καταβάλλουν.
Η αδελφή της είχε ζητήσει, μέσω ενός δικηγόρου, να της δοθεί ένα κουτί που δε θα το άνοιγε κανείς άλλος ποτέ. Μονάχα εκείνη.
Ανοίγοντάς το, παρατήρησε πως περιείχε μερικές φωτογραφίες από τα παιδικά/εφηβικά τους χρόνια, μερικά κοσμήματα της ίδιας και ένα γράμμα.
Το άνοιξε γεμάτη περιέργεια και διάβασε τα παρακάτω λόγια:
«Αγαπημένη μου αδελφή,
όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, δε θα είμαι πια κοντά σου. Σου ζητώ συγγνώμη για όλες τις φορές που ντράπηκες για το μάτι που μου έλειπε. Θα σου το είχα πει, αλλά προτίμησα να το μάθεις την καταλληλότερη στιγμή. Όταν ήμασταν μικρές, το ένα σου μάτι παρουσίασε μία μόλυνση και έπρεπε να αφαιρεθεί. Δεν άντεξα στη σκέψη πως θα ήσουν μονόφθαλμη και αποφάσισα να σου δώσω το δικό μου. Σε αγαπάω τόσο πολύ, για αυτό σου έδωσα ένα μάτι και σου άνοιξα τα μάτια της ψυχής ώστε να μην κρίνεις τόσο σκληρά έναν άνθρωπο για την εμφάνισή του.
Σε αγαπώ»
Δεν υπήρχαν πια λόγια. Μόνο δάκρυα…
Η Μαρία Σκαμπαρδώνη είναι δημοσιογράφος.