Κασσιανή Βρεττού | Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) – Το μόνον της ζωής του «αμάρτημα»

Κι από τότε που θρηνώ
Το ξανθό και γαλανό
Και ουράνιο φως μου,
Μετεβλήθη εντός μου
Και ο ρυθμός του κόσμου!

«Ερράγησεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρισαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επί κλιντήρος και ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν άφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επί του προσώπου, τον Γεώργιον Βιζυηνόν….Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι εξηντλημένη…Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νου…»

Παραμονές Χριστουγέννων ήταν του 1895 όταν τον επισκέπτεται στην αφόρητη μοναξιά του θαλάμου του στο «Δρομοκαΐτειον Φρενοκομείον» ένας δημοσιογράφος για να προσφέρει στον ξεχωριστό ποιητή, πεζογράφο και μελαγχολικό φιλόσοφο Γεώργιο Βιζυηνό, λίγα ψίχουλα χριστιανικής αγάπης και ανθρωπιάς. «Υπάρχει καμία ελπίς, ιατρέ;» θα ρωτήσει αποχωρώντας ο δημοσιογράφος.
–Δυστυχώς ουδεμία, ουδ’ η αμυδροτέρα ακτίς ελπίδος», θα αποφανθεί ο γιατρός. Πάσχει εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως και η νόσος του ευρίσκεται εις το τελευταίον της στάδιον…» Ένα χρόνο μετά, στις 15 Απρίλη του 1896 θ’αφήσει την τελευταία του πνοή στο Ίδρυμα, και την επόμενη θα κηδευτεί δημοσία δαπάνη στον Άη Γιώργη τον Καρύτση».

Το σύντομο αυτό κείμενο-αφιέρωμα στον μεγάλο πεζογράφο και ποιητή αλλά και ακαδημαϊκό άνθρωπο, Γεώργιο Βιζυηνό, ελάχιστη συμβολή στην επώδυνη και συναρπαστική μέσα στη δραματικότητά της «συμπόρευση» της δημιουργίας και της ψυχικής νόσου: καθώς διαπλέκονται και οι δυο τους με την κοινωνική και την ξεχωριστή, ατομική «μοίρα» του κάθε δημιουργού. Μια περιπλάνηση στην ιστορία του αιώνα του, στη γεωγραφία των διαδρομών της ζωής του, στο συναπάντημα με ανθρώπους του τόπου του και έξω απ’αυτόν, είναι το χρονικό της προσωπικής του περιδίνισης στον κόσμο και η μυθοποιημένη ύλη του έργου του.

Η Βιζύη

Γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1849, στη Βιζύη, μια κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης, στη διασταύρωση της Ιστορίας με τη Γεωγραφία πολλών τόπων-των τόπων του: ένας δρόμος περνώντας από τις Σαράντα Εκκλησιές και την Τσατάλτζα ενώνει την Αδριανούπολη με την Πόλη. Γεμάτη από «ιστορία» η γενιά του, ταπεινή κατά τα άλλα και φτωχική, παρακολουθεί τις διαπλοκές μιας αληθινής μυθιστορίας. Ο παππούς ο Γιώργης, από την πλευρά της μάνας του, ο «Παπουγιωργάκης» όπως τον έλεγαν οι δικοί του, βαφτίστηκε κι αμέσως πήρε το όνομα Γεωργία και μαζί με τα κοριτσίστικα φουστάνια και τις μακριές πλεξούδες ως τα δέκα του χρόνια, έμενε κλεισμένος στο σπίτι, για ν’αποφύγει η οικογένεια το τούρκικο «παιδομάζωμα»: «Γιατί κάθε λίγο και πολύ, έβγαινε…το Γενιτσαριό-κάτι μεγάλοι και φοβεροί Τουρκαλάδες…κι εγύριζαν αρματωμένοι στα χωριά, με τον ιμάμη εμπρός, με τον τζελάτη καταπόδι, κι εμάζευαν τα ευμορφότερα, τα εξυπνότερα χριστιανόπαιδα και τα τούρκευαν. Δέκα χρονώ τον πιάνει μια μέρα ο κύρης του, τον καθίζει στο σκαμνί, του κόβει τις πλεξούδες, του βγάζει τα «φουστανέλια» και του λέει: «Διες εδώ, Γεωργία, από σήμερο και να πάη είσαι Γιώργης, είσαι αγόρι, από αύριο και να πάει είσαι άνδρας…» Τον πάντρεψε με τη Χρουσή που έπαιζαν κάθε μέρα τα πεντόβολα, και του βγήκε μια αντρογυναίκα αυταρχική και παράξενη. Μαζί της δεν απόχτησε παιδιά, αλλά πραματευτής καθώς ήταν ο Παπουγιωργάκης βρήκε σ’ένα χωριό, στα Τσόγγαρα, μια ορφανή από πατέρα και μάνα και την πήρε μαζί του, θετή κόρη του στη Βιζύη. Η Δεσποινιώ-αυτό ήταν το όνομά της- μεγάλωσε και παντρεύτηκε τον Μιχαήλο, που έγινε κι αυτός πραματευτής.

Η Δεσποινιώ και ο Μιχαήλος, οι γονείς του ποιητή, απόχτησαν τέσσερα παιδιά, που τ’άφησε ορφανά ο πατέρας τους το 1854, όταν γυρνώντας από μακρινό ταξίδι στα ορεινά της Βουλγαρίας, αρρώστησε βαριά και πέθανε από τύφο. Το τελευταίο παιδί , ο Μιχαήλος, ήταν ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, κι όταν γεννήθηκε, πήρε το όνομα του πρόωρα χαμένου πατέρα του. Στη βιογραφία του ποιητή και της οικογένειάς του ζει το δράμα της ελληνικής υπαίθρου τον 19ο αιώνα που συμπυκνώνεται σε δυο λέξεις: φτώχεια και θάνατος. Έτσι, ο πρώτος γιος, ο Χρηστάκης, σκοτώθηκε δουλεύοντας ως αγροτικός ταχυδρόμος, την (πρώτη κόρη) την Αννιώ, την πλάκωσε πάνω στον ύπνο η μάνα της καθώς τη θήλαζε (το αφηγείται ο Βιζυηνός στο «Αμάρτημα της μητρός μου»), η δεύτερη Αννιώ πέθανε μικρή από βαριά αρρώστια, ο Μιχαήλος έπαθε αποπληξία και πέθανε σε ηλικία 41 χρονών.

Μια περιπλάνηση σε πολλούς και διαφορετικούς κόσμους, της αναζήτησης ενός προικισμένου πνεύματος, είναι το μεγάλωμα του Βιζυηνού. Πραματευτής μαζί με τον Χρηστάκη, τον μεγαλύτερο αδερφό, θα βρεθεί να τυραννιέται στην Πόλη σε ραφτάδικο και να παρακαλάει τη μάνα του να τον καλέσει στο χωριό, να μάθει μιαν ανθρωπινότερη τέχνη. Στα 1867-1868, σε ηλικία 18 περίπου χρόνων τον συναντάμε στην Κύπρο, προστατευόμενο και υποτακτικό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου, στον οποίο τον είχε συστήσει ο Κύπριος έμπορος Γιάγκος Γεωργιάδης. Τον τελευταίο φαίνεται πως είχε γνωρίσει ο ποιητής μικρός στο ραφτάδικο της Πόλης. Στην Κύπρο φόρεσε το ράσο του αναγνώστη και προοριζόταν για κληρικός, ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Δεν έμελλε όμως να ακολουθήσει το ιερατικό στάδιο. Τόσο η βαθιά ανήσυχη και φιλοσοφημένη σκέψη του όσο και η αισθηματική του ευπάθεια τον οδηγούσαν σε περιπέτειες επώδυνες της σκέψης και της ψυχής του.

Ένας μεγάλος και ακαταστάλαχτος έρωτας προς τη δεκατετράχρονη Ελένη Φυσεντζίδη, που την πολιορκούσε με στίχους κι ερωτόλογα σκαρφαλωμένος στο μοναδικό παραθύρι του κελιού του, φαίνεται να εγείρει τραυματικά την εμπειρία του έρωτα.

Κάτω από την επίβλεψη του Γ. Χασιώτη, Διευθυντή του Ελληνικού Λυκείου του Πέραν, γράφεται ιεροσπουδαστής στη Σχολή της Χάλκης και συγχρόνως γράφει ποιήματα, δραστηριότητα που έχει αρχίσει από μικρή ηλικία. Ευγενικός εμψυχωτής στον αγώνα του, ο τυφλός Φαναριώτης ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, που δίδασκε τότε Ελληνικά στη Σχολή. Με τη βοήθειά του ο Βιζυηνός θα εκδώσει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Ποιητικά πρωτόλεια» (1873). Αρχίζει να γίνεται κουβέντα για τα ποιήματά του σε κύκλους αστών εμπόρων, που υποστηρίζουν οικονομικά προικισμένους ανθρώπους ώστε να σπουδάσουν και να προσφέρουν πνευματικό έργο στον τόπο τους. Ο Γεώργιος Ζαρίφης, γνωστός Μαικήνας της εποχής, προσφέρει στο νεαρό ποιητή τη συνεχή και πλούσια χορηγία του και τον κάνει πολίτη της Ευρώπης και ακούραστο φοιτητή μεγάλων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων: Αθήνα, Σεπτέμβρης του 1893, μαθητής της τελευταίας τάξης στο Γυμνάσιο της Πλάκας, και τον Μάη της επόμενης χρονιάς βραβευμένος ποιητής στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, με το μεγάλο επικολυρικό του ποίημα «Κόδρος». Τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς γράφεται φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών αλλά μετά το πρώτο έτος των σπουδών του ασφυκτιά και ζητά από τον χορηγό του την οικονομική στήριξη ώστε να συνεχίσει στην Ευρώπη: Γκαίτιγκεν της Γερμανίας τον Οκτώβρη του 1875 και ως τις 21 Φλεβάρη του 1877 θα σπουδάσει στη Βασιλική Αυγουσταία Ακαδημία του Γκαίτιγκεν Αρχαία Ελληνική και Λατινική Φιλολογία, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Φιλοσοφία της Φύσεως, Λογική, Ψυχολογία, Ερμηνευτική και Κριτική κοντά σε φημισμένους πανεπιστημιακούς δασκάλους. Ένα ακόμα βραβείο στον ίδιο διαγωνισμό (1876) με τη συλλογή του «Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις», στην οποία αργότερα θα προσθέσει μερικά ποιήματα και θα την ονομάσει με το σοβαρότερο «Βοσπορίδες Αύραι». Κι ένας έπαινος στον τελευταίο Βουτσιναίο διαγωνισμό (1877) με τη συλλογή του «Εσπερίδες».

Το 1881 υποβάλλει τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο: “Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologiek” (Το παιχνίδι από άποψη ψυχολογική και παιδαγωγική) και αποκτά τον τίτλο του διδάκτορα. Στη συνέχεια: Παρίσι (1882), Λονδίνο (1883)-εποχή που έχει αρχίσει να γράφει τα διηγήματά του («Το αμάρτημα της μητρός μου», «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον», Ο Τρομάρας») και την ίδια περίοδο γράφει την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: «Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω». Ανακηρύσσεται παμψηφεί υφηγητής και διδάσκει το μάθημα Ιστορία της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σε γυμνάσια τα φιλοσοφικά μαθήματα. Δημοσιεύει σε δύο τεύχη το έργο του «Ψυχολογικαί μελέται επί του Καλού» και ένα σχολικό εγχειρίδιο «Στοιχεία Λογικής».

Για το εκτόπισμά του στο πεδίο της ψυχολογίας και της φιλοσοφίας, ο Ευάγγελος Παπανούτσος θα γράψει: «Οι σπουδές του στη Λειψία, τα χρόνια που άρχιζε εκεί θριαμβευτικά με τον W.Wundt η πειραματική ψυχολογική έρευνα, τον έφεραν κοντά στο πνεύμα και στις μεθόδους αυτής της εργασίας, που έδιναν τότε την εντύπωση ότι θα ανακαίνιζαν όχι μόνο τα θέματα της ψυχολογίας, αλλά και ολόκληρο το πεδίο της φιλοσοφικής προβληματικής».

Όμως από τον Μάρτη του 1884 έχει έλθει η μεγάλη ανατροπή στη ζωή του ποιητή: Πεθαίνει ο μαικήνας του, ο Ζαρίφης και οι κληρονόμοι του εγκαταλείπουν στην τύχη του τον Βιζυηνό. Απογοητευμένος ολότελα από το ακαδημαϊκό περιβάλλον του Πανεπιστημίου, που, παρά την ένταση της πνευματικής του δημιουργίας και τη βαθιά γνώση του στη φιλοσοφία και την ψυχολογία, τον αποκλείει από την καθηγητική έδρα, αναγκάζεται να παραδίνει μαθήματα ρυθμικής στο Ωδείο και μαθήματα σε γυμνάσια της Αθήνας. Αδέξιος σε εμπειρίες βιοπορισμού, σε μια διαρκή, δραματική αντίθεση πλέον ανάμεσα σ’αυτό που δημιουργεί και στην ένταση του μυαλού του από τη μια, κι από την άλλη ασφυκτικά αιχμάλωτος στη μικροψυχία, τους ανταγωνισμούς, την άπνοια και την αδικία του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, θα σμιλέψει-σαν λύτρωση ψυχική;- το όνειρο του μεταλλείου, που θα τον κάμει πλούσιο και ΕΛΕΥΘΕΡΟ!

Ένα ανεξερεύνητο μεταλλείο σε κάποιο οικογενειακό κτήμα στη Στράντζα της Θράκης θα γίνει μέρος μιας απέλπιδος ψευδαίσθησης του ποιητή, που την παλεύει ωστόσο με τον μοναχικό ενθουσιασμό του απελπισμένου από τους ανθρώπους. Ταξιδεύει στο Παρίσι να βρει εταιρεία για την εκμετάλλευσή του, κατορθώνει να υπογράψει και κάποιο χαρτί με Άγγλους κεφαλαιούχους, αλλά στην πραγματικότητα φεύγει απογοητευμένος από την όλη προσπάθεια.

Το Δρομοκαΐτιο την εποχή εκείνη.

Σ’αυτό το ευαίσθητο ψυχικό υπόστρωμα, μεταξύ της ψευδαίσθησης και μιας ανελέητης πραγματικότητας, που πολιορκεί αμείλικτα τη ρωμαλέα σκέψη του και τον ευάλωτο ψυχισμό του, ο δάσκαλος της ρυθμικής στο Ωδείο Αθηνών θα αισθανθεί ξαφνικά έναν ανυποχώρητο, τρυφερό αλλά παθιασμένο έρωτα προς την δεκατετράχρονη Μπετίνα Φραβασίλη, κόρη εξελληνισμένου Ιταλού, που στο σπίτι της, Δημοκρίτου και Σόλωνος, νοίκιασε ο ποιητής μια καμαρούλα κι έτσι βρέθηκε οικογενειακός τους φίλος. Η μουσική ιδιοφυΐα της Μπετίνας, η χάρη και η τρυφερότητα του κοριτσιού τον αναστατώνουν και, αφού ο πατέρας έχει πεθάνει , θα ζητήσει από τη μάνα της να την παντρευτεί. Διαβεβαιώνει την αποσβολωμένη μάνα ότι είναι πλούσιος, πως έχουν υπογραφεί τα συμβόλαια, πως σε δυο-τρία χρόνια θα έχει πάρει το ποσόν, δέκα εκατομμύρια φράγκα, πως…πως…πως…

Κι ο ποιητής είναι μόλις λίγο πάνω από τα σαράντα, όταν το 1892, στις 14 Απρίλη: «…ημέραν της εβδομάδος Σάββατον και ώραν 3ην μ.μ. εν τω καταστήματι του Ειρηνοδικείου Βορείου Πλευράς Αθηνών….,ενεφανίσθη ο Γεώργιος Ν. Νάζος, διευθυντής του Ωδείου…και ητήσατο την εξέτασιν των παρ’αυτού προσκληθέντων Ιατρών προς βεβαίωσιν της νοεράς παθήσεως του Γ. Βιζυηνού, υφηγητού της Φιλολογίας του Πανεπιστημίου, κατοίκου Αθηνών. Μεθ’ ο προσήλθον οι εξής επιστήμονες και ανεγνωρισμένοι Ιατροί Σίμων Αποστολίδης και Δημήτριος Κατερινόπουλος…οίτινες ορκισθέντες επί του Ιερού Ευαγγελίου…κατέθεσαν τα εξής: ότι ο Γεώργιος Βιζυηνός, άγαμος, ετών 42, πάσχει εκ γενικής παραλύσεως των φρενοβλαβών μετά κινητικής αταξίας. Συνεπεία της διανοητικής ταύτης καταστάσεως των φρενών του ειρημένου ασθενούς γνωμοδοτούμεν , όπως εισαχθή εις ειδικόν τι θεραπευτικόν κατάστημα προς θεραπείαν αυτού τε και δι’ασφάλειαν της κοινωνίας και ησυχίαν και διατήρησιν…» Τέσσερα χρόνια μετά, στις 15 Απριλίου του 1896 ο λογοτέχνης και στοχαστής- επιστήμονας Γεώργιος Βιζυηνός φεύγει από τη ζωή. Η κοινωνία θα αισθάνεται απόλυτα ασφαλής από τη φυσική παρουσία του μεγάλου δημιουργού και αμετανόητα γοητευμένη από την αλήθεια της τέχνης και της ζωής του. Όσο για τον ίδιο, ένας απόηχος των στίχων που αναγράφονται στο πέτρινο μνήμα, που με παρακίνηση του Δροσίνη, χτίστηκε, δωρεά φιλόμουσης κυρίας:

Και μονάχ’αντηχούνε στη μαύρη σιγή,
τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια.


Η Κασσιανή Βρεττού είναι ψυχολόγος.


Βιβλιογραφία

1. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896), Η ζωή και το έργο του, Βασική Βιβλιοθήκη, 18, εκδ. Ι.Ν. Ζαχαροπούλου, Αθήναι 1959, σ. 7-36.
2. Ε.Γ. Καμαρινάκης, Ο Γ. Βιζυηνός. Η ζωή του, ο άνθρωπος, η θέση του στα Νεοελληνικά Γράμματα. Βασικά γνωρίσματα του έργου του, Εταιρεία Θρακικών Μελετών, Αθήναι 1961.
3. Β. Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1992.
4. Περιοδικό Διαβάζω, Αφιέρωμα, τ. 278, 8-1-1992.
5. Ά. Σικελιανός, «Γεώργιος Βιζυηνός», Ελεύθερα Γράμματα, Χριστούγεννα 1949, σ.246-262.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.